ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ – ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ – ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΠΑΝ.ΕΤΟΣ 2020-21 – ΔΙΔ: Ι.Μαθιουδάκης, επίκ.καθηγητής Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ 1.Η διοίκηση κατά κανόνα εφαρμόζει τον νόμο με την έκδοση διοικητικών πράξεων, την σύναψη διοικητικών συμβάσεων ή την διενέργεια υλικών ενεργειών (εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, άρ. 26 Συντ.). Ωστόσο, δεν αποκλείεται κατ’ εξαίρεση να νομοθετεί, δηλαδή να εκδίδει ρυθμίσεις με γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα. Πρόκειται για εξαίρεση στο άρ. 26 Συντ., ως εκ τούτο, η αρμοδιότητα αυτή της διοίκησης πρέπει: α) να προβλέπεται ομοίως στο Σύνταγμα (δεν είναι επιτρεπτό κατώτερος ιεραρχικά κανόνας να προβλέψει εξαιρέσεις σε ανώτερο), β) Να ερμηνεύεται αυστηρά. 2.Η νομοθετική αρμοδιότητα της διοίκησης τυποποιείται σε ορισμένη κανονιστική διοικητική πράξη (άλλως, ουσιαστικό νόμο), σε αντίθεση με την απόφαση του νομοθετικού οργάνου του άρ. 26 Συντ. (βουλή + ΠτΔ), η οποία λαμβάνει την μορφή του τυπικού νόμου. Ενώ οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ και πιθανώς ακυρώνονται, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους τυπικούς νόμους. 3.Το Σύνταγμα τυποποιεί την εξαιρετική νομοθετική αρμοδιότητα της διοίκησης: α) Παρέχοντας απευθείας σε αυτήν σχετική αρμοδιότητα, όπως π.χ. τα αρ. 43 παρ. 1 Σ. (εκτελεστικά των νόμων π.δ.), άρ. 54 παρ. 2 Σ. (π.δ. για τον καθορισμό του αριθμού των βουλευτών ανά βουλ.περιφέρεια), αρ. 83 Συντ. β) Παρέχοντας την εξουσία σε νόμο να παράσχει εξουσιοδότηση στην διοίκηση καθορίζοντας (ο ν.) τόσο τον αποδέκτη της εξουσιοδότησης (ΠτΔ ή άλλο όργανο) καθώς και το περιεχόμενό της (νομοθετική εξουσιοδότηση, άρ. 43 παρ. 2 Συντ.), η οποία συνιστά την συχνότερη εκδοχή. Υπό την έννοια αυτή το βασικό σχήμα του άρ. 26 Συντ διατηρείται: για να νομοθετήσει η διοίκηση, οφείλει να το επιτρέψει το καθαυτό νομοθετικό όργανο. 4. Το πρώτο στάδιο του ελέγχου εντοπίζεται στην εξουσιοδοτική διάταξη του νόμου.. Αυτή θα πρέπει να είναι συνταγματική από τρεις απόψεις (πρόκειται για έναν έλεγχο συνταγματικότητας): α) Θα πρέπει να μην απαγορεύεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης από το Συντ., όπως συμβαίνει όταν το τελευταίο προβλέπει την ρύθμιση ζητημάτων μόνον με τυπικό νόμο (αρ. 27, 28 παρ. 2, 33 παρ. 3, 36 παρ. 2, 4, 47 παρ. 3, 51 παρ. 3, 54 παρ. 1, 77 παρ. 1, 78, 79. Τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδ. της Ολ της Βουλής απαγορεύεται να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης νόμου πλαισίου, αρ. 43 παρ. 4, 5 Σ. σε συνδ. με αρ. 72 παρ. 1 Σ. (βλ.. Σπηλιωτόπουλος, ΕγχειρΔΔ, πλαγ. 59). β) Η εξουσιοδοτική διάταξης οφείλει εν γένει να είναι ειδική (=να εξουσιοδοτεί για την ρύθμιση συγκεκριμένου ζητήματος) και ορισμένη (να περιέχει επαρκή κριτήρια). Γενική και αόριστη εξουσιοδότηση είναι αντισυνταγματική. γ) Θα πρέπει η παροχή της νομοθετικής εξουσιοδότησης να λαμβάνει χώρα προς το ορθό όργανο (ΠτΔ κατά το εδ. α της παρ. 2 του άρ. 43 Σ. ή άλλο κατά το εδ. β) ανάλογα με το αντικείμενο της εξουσιοδότησης, εάν δηλ. το θέμα είναι αντίστοιχα ειδικό ή ειδικότερο (τεχνικό, τοπικό ή λεπτομερειακό). Επιπλέον, ενώ για όλες τις εξουσιοδοτήσεις ισχύει το προαναφερόμενο υπό β, ότι δηλ. θα πρέπει να είναι ειδικές και ορισμένες, όταν πρόκειται για «ειδικότερη εξουσιοδότηση», ο εξουσιοδοτικός νόμος [ενδεχομένως και άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας] απαιτείται να διαλαμβάνει όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, αλλά ορισμένο πλαίσιο. 5. Το δεύτερο στάδιο του ελέγχου αναφέρεται στον σεβασμό της εξουσιοδοτικής διάταξης του νόμου από την κανονιστική διοικητική πράξη∙ ελέγχεται μήπως η κανονιστική πράξη εξήλθε των ορίων της εξουσιοδότησης (πρόκειται για έναν έλεγχο νομιμότητας). 6. Ειδικότερα ζητήματα ανακύπτουν σε σχέση με το α) εάν η διοίκηση υποχρεούται να κάνει χρήση της εξουσιοδότησης (αποφασιστικά και κατά χρόνο). Απαντάται καταρχήν αρν. σε αμφότερα τα σκέλη, πλην της περίπτωσης, που προκύπτει αυτό από τον εξουσιοδοτικό νόμο με σκοπό την προστασία θεμελιωδών δ. και μάλιστα εντός ορισμένης προθεσμίας∙ β) εάν επιτρέπεται η αλλεπάλληλη χρήση της εξουσιοθέτησης (θετ. εκτός εάν προβλέπεται εφάπαξ), γ) εάν η κατάργηση του εξουσιοδοτικού ν. συμπαρασύρει σε κατάργηση και τις εκδοθείσες κανον. ΔΠ (αρν. εκτός εάν το ορίζει αυτό ο ν.), δ) εάν επιτρέπεται η υπεξουσιοδότηση (μόνον εάν την προβλέπει η εξουσιοδοτικός ν. και εξαιρετικά ακόμη και ελλείψει αυτού εάν αφορά δευτερεύουσες λεπτομέρειες ή ζητήματα όλως τοπικά). 7. Ο χαρακτηρισμός μίας πράξης της διοίκησης ως κανονιστικής (ή ατομικής) εξαρτάται από το περιεχόμενό της και όχι από το εάν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις (θα πρόκειται απλά για κανονιστική πράξη παράνομη). Παραδείγματα 1. Μπορεί ο τυπικός νόμος να περιλάβει την ρύθμιση και να προβλέψει μόνον ότι η διοίκηση θα την ενεργοποιήσει με βάση το άρ. 43 παρ. 2 β Σ.; ΣΕ 45/2019: 5. Επειδή, με το άρθρο 3 του ν. 2343/1995 (Α΄ 211) συνεστήθησαν στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίες φορολογικού ελέγχου με τον τίτλο «Ελεγκτικά Κέντρα» και ειδικότερα το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (ΕΘ.Ε.Κ.) και τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.). Στα ανωτέρω Ελεγκτικά Κέντρα ανετέθη αρμοδιότητα ελεγκτική αφορώσα στον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο κατηγοριών επιτηδευματιών και φορολογουμένων εν γένει, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις των διατάξεων του ως άνω άρθρου. Ακολούθως, με το τελευταίο εδάφιο της περ. γ της παρ. 4 του ιδίου άρθρου 3 του ν. 2343/1995, που προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), επετράπη η επέκταση των αρμοδιοτήτων των εν λόγω Ελεγκτικών Κέντρων και στην έκδοση των φύλλων ελέγχων, των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και στην περαιτέρω διαδικασία επιλύσεως των σχετικών φορολογικών διαφορών, καθώς και στη βεβαίωση των καταλογιζομένων διαφορών φόρων, προσθέτων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων, με την σύνταξη και αποστολή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. των οικείων χρηματικών καταλόγων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, εξουσιοδοτήθηκε δε ο Υπουργός Οικονομικών να ενεργοποιήσει, εφ’ όσον το κρίνει σκόπιμο, την ρύθμιση αυτή. Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1017350/5552/ΔΕ- Β/6.3.2001 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (Β΄ 223), με την οποία ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «8. Τα Ελεγκτικά Κέντρα καθίστανται αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. γ. της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999, για την έκδοση των φύλλων ελέγχου, των πράξεων προσδιορισμού φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων, που αφορούν τις υποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και για την περαιτέρω διαδικασία επίλυσης των σχετικών φορολογικών διαφορών και βεβαίωσης των καταλογιζομένων διαφορών φόρων, προσθέτων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων, με τη σύνταξη και αποστολή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. των οικείων χρηματικών καταλόγων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις». Όπως έχει ήδη κριθεί με την ως άνω 63/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ενεργοποίηση μιας ουσιαστικής ρύθμισης που περιέχεται στο ίδιο το νομοθετικό κείμενο αποτελεί «ειδικότερο», κατά την έννοια τού άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, θέμα για την ρύθμιση του οποίου επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης προς άλλα όργανα της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας και επομένως, θεμιτώς, από την άποψη της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, εκδόθηκε η ανωτέρω 1017350/5552/ΔΕ-Β/6.3.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δεδομένου ότι με αυτήν η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση ενεργοποίησε την, ήδη προβλεπομένη στο πλέγμα των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων, ρύθμιση περί επεκτάσεως των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του ΕΘ.Ε.Κ. και των Π.Ε.Κ. και στην έκδοση φύλλων ελέγχου, πράξεων προσδιορισμού φόρων και λοιπών καταλογιστικών πράξεων. 2. Ειδικότερο θέμα – ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση Ο ν. 4384/2016 στο άρθρο 32, με τίτλο «Μετατροπή Αναγκαστικών Συνεταιρισμών», όρισε τα εξής: «1. Η μετατροπή των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των Ενώσεών τους σε ΑΣ του παρόντος νόμου πραγματοποιείται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ύστερα από απόφαση της γενικής τους συνέλευσης με την απαρτία της παραγράφου 3 του άρθρο 13 και με την πλειοψηφία της παραγράφου 2 του άρθρου 14 και αίτημά τους προς την αρμόδια αρχή ή κατόπιν σχετικής αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ή προς εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας. Η μετατροπή πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και ολοκληρώνεται σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος της απόφασης. Με την παρέλευση του εξαμήνου καταργούνται οι ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν τη λειτουργία των αντίστοιχων αναγκαστικών συνεταιρισμών. 2. Η διαδικασία μετατροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των Ενώσεών τους σε ΑΣ του παρόντος νόμου πραγματοποιείται ως εξής: α) Η Ένωση των αναγκαστικών συνεταιρισμών μετατρέπεται σε ΑΣ του παρόντος νόμου με τη συγχώνευση των αναγκαστικών συνεταιρισμών μελών της ως εξής: αα) Λαμβάνονται αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων καθενός από τους αναγκαστικούς συνεταιρισμούς που είναι μέλη της Ένωσης περί συγχώνευσης, καθώς και της γενικής συνέλευσης της Ένωσης περί μετατροπής σε ΑΣ του παρόντος νόμου, με την απαρτία της παραγράφου 3 του άρθρου 13 και με την πλειοψηφία της παραγράφου 2 του άρθρου 14. ββ) Τα διοικητικά συμβούλια όλων των συγχωνευόμενων αναγκαστικών συνεταιρισμών και της Ένωσης συντάσσουν το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης – μετατροπής … β) Όσοι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί δεν αποφασίζουν τη συγχώνευσή τους, μετατρέπονται σε ΑΣ του παρόντος νόμου … 14. Οι αποχωρούντες λαμβάνουν την αξία της συνεταιρικής τους μερίδας κατά τους όρους του καταστατικού της Ένωσης εντός δύο (2) ετών από την αποχώρησή τους. Το νομικό πρόσωπο του ΑΣ που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, είναι καθολικός διάδοχος της Ένωσης και των αναγκαστικών συνεταιρισμών μελών της που συγχωνεύονται – μετατρέπονται και τους υποκαθιστά πλήρως σε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση, καθώς και στις εκκρεμείς δίκες, τις οποίες συνεχίζει. Για τη μετατροπή της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται συμπληρωματικά και αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 24». Είναι νόμιμη η εξουσιοδότηση στους υπουργούς; ΣΕ 64/2019: 15. Επειδή, εξ άλλου, με την προμνησθείσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφ’ όσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της ως άνω παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφ’ όσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ΣτΕ Ολομ. 1210/2010, 656/2016 κ.ά.). 16. Επειδή, με την μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 32 του ν. 4384/2016 το μεν (παρ. 1) καθορίζεται το συγκεκριμένο αντικείμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως (η μετατροπή αναγκαστικών συνεταιρισμών σε εκούσιους αγροτικούς συνεταιρισμούς του ιδίου νόμου) και οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί η κρίσιμη αρμοδιότητα της διοικητικής αρχής (συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως της μετατροπής κατά τα ανωτέρω «προς εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας»), το δε (παρ. 2) θεσπίζεται η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την πραγματοποίηση της μετατροπής με την συμμετοχή των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των ενώσεών τους, οριζομένου περαιτέρω ότι εφαρμόζονται αναλογικά και συμπληρωματικά οι γενικές διατάξεις του άρθρου 24 του ανωτέρω νόμου περί της συγχωνεύσεως αγροτικών συνεταιρισμών (οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 9, περιλαμβάνουν σχετικές αναλυτικές ουσιαστικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις, προβλέπουν δε ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών). Με τα δεδομένα αυτά, η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 32 του ν. 4384/2016, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, είναι ειδική και ορισμένη, αφορά δε την ρύθμιση ειδικοτέρου θέματος κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων. 3. Μη συμπερίληψη στα ΒΑΕ χειριστών μηχανών κινηματογράφου βάσει εξουσιοδότησης ν. (ΣΕ 509/2019) 7. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδοτήσεως μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ. 3013/2014 Ολομ., 520/2015 Ολομ.). 8. Επειδή, με την μνημονευθείσα ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της ρυθμιστικής παρεμβάσεως της κανονιστικώς δρώσας διοικήσεως, συνιστάμενο στην κατάρτιση για το σύνολο των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως του πίνακα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, ο οποίος δύναται να τροποποιείται μετά την πάροδο τριετίας. Συνεπώς, η εν λόγω εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων (πρβ. ΣτΕ 2028/1992, 741/1994). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3790/2009, οι οποίες μνημονεύονται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τίθενται τα κριτήρια υπαγωγής εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα ΒΑΕ και, συγκεκριμένα, τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, οι κρατούσες διεθνώς αντιλήψεις και οι πραγματικές συνθήκες εργασίας, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται. Επομένως, εφόσον με τις ανωτέρω διατάξεις γίνεται ουσιαστική ρύθμιση, σε γενικό έστω πλαίσιο, του επίδικου θέματος, η ως άνω νομοθετική εξουσιοδότηση αφορά τη ρύθμιση ειδικότερου θέματος αλλά και τεχνικού κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, νομίμως χορηγείται σε όργανο της Διοικήσεως άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (πρβ. ΣτΕ 8/1999 7μ.).