Η Alma Mater Thessalonicensis είναι το δεύτερο Πανεπιστήμιο που ίδρυσε το νέο ελληνικό κράτος.
Αμέσως μετά την ευτυχή εθνική κατάληξη των βαλκανικών πολέμων, είδαν το φως της δημοσιότητας συγκεκριμένες προτάσεις, με τις οποίες υποδεικνυόταν η Θεσσαλονίκη ως έδρα του νέου Πανεπιστημίου. Ο γνωστός διεθνολόγος, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Στρέϊτ, και ο διάσημος μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, καθηγητής γερμανικών πανεπιστημίων, στον οποίον είχε ανατεθεί η οργάνωση του πολυτεχνείου του Μπρεσλάου και του Ιώνιου πανεπιστημίου της Σμύρνης, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, με προτάσεις και υπομνήματα, υπογράμμιζαν την εθνική ανάγκη ιδρύσεως Πανεπιστημίου στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που θα συντελούσε στην εξέλιξή της σε εθνικό και πολιτισμικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας.
Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να προτάξει την ίδρυση Πανεπιστημίου στην, απελευθερωθείσα τότε από τον ελληνικό στρατό, Σμύρνη. Όμως οι επώδυνες εθνικές ατυχίες στη Μικρά Ασία δεν επέτρεψαν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου εκεί, παρόλη τη σοβαρή προσπάθεια που είχε εν τω μεταξύ καταβληθεί.
Η πολιτική απόφαση για την ίδρυση του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, ως διαδόχου κατά κάποιο τρόπο του άτυχου Πανεπιστημίου της Ιωνίας, καταγράφηκε στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβερνήσεως Αλέξανδρου Παπαναστασίου, προς τη Δ ́ συντακτική συνέλευσηστις 24 Μαρτίου 1924: «…Ιδιαιτέρως δε θα φροντίσωμεν διά την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν των βορείων του κράτους επαρχιών, ενισχύοντες παντοιοτρόπως το διδακτικόν προσωπικόν και ιδρύοντες τα κατάλληλα πρακτικά προπάντων σχολεία, έτι δε και δεύτερον πανεπιστήμιον εν Θεσσαλονίκη περιλαμβάνον και τας πρακτικάς επιστήμας και μέλλον να λειτουργήση βαθμιαίως. Του πανεπιστημίου τούτου η καλή οργάνωσις και τας νέας χώρας θα ωφελήση και την επιστημονικήν παρ’ ημίν δράσιν θα προαγάγη συντελούσα εμμέσως εις την βελτίωσιν του εν Αθήναις Πανεπιστημίου».
Ακολούθησε, στις 5 Ιουνίου 1925, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, η ψήφιση και η θέση σε ισχύ του ιδρυτικού νόμου 3341, που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. της 22 Ιουνίου 1925. Η ίδρυση του δεύτερου ελληνικού Πανεπιστημίου συνοδεύτηκε στα πρώτα στάδια με αρκετές δυσκολίες, απότοκες της πολιτικής ρευστότητας της εποχής.
Η ολοκλήρωση της οργάνωσής του έλαβε χώρα, μερικά χρόνια αργότερα, με τη δημοσίευση του Οργανισμού του Πανεπιστημίου με τον Α.Ν. 1895/1939.
Τέλος, με το άρθρ. 7 του Ν. 3108/1954 το Πανεπιστήμιό μας μετονομάστηκε, μετά από απόφαση του τότε Πρύτανη Μαρίνου Σιγάλα και απόφαση της Συγκλήτου, σε «Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης». Μεταξύ των πέντε πρώτων Σχολών, που προβλέπονταν από το άρθρ. 3 του ιδρυτικού νόμου, περιλαμβανόταν και η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών με δύο Τμήματα, ένα Νομικής και ένα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών που άρχισε πρώτο τη λειτουργία του από το πανεπιστημιακό έτος 1927-1928 (Π.Δ. της 19.11.1927).
Η στελέχωση της Σχολής με το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προέβλεπε το άρθρ.6§ 2 του Ν. 3341/1925. Έτσι συστάθηκε ειδική επιτροπή από τους Καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέα Ανδρεάδη, Κυριάκο Βαρβαρέσσο, Δημήτριο Παπούλια, Στυλιανό Σεφεριάδη και Κωνσταντίνο Σφυρή, η οποία επέλεξε τους πέντε πρώτους τακτικούς Καθηγητές του Τμήματος Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών: Περικλή Βιζουκίδη (που εξελέγη στη συνέχεια πρώτος Κοσμήτωρ), στην τακτική έδρα της «εισαγωγής εις την επιστήμη του δικαίου και στοιχείων του αστικού δικαίου», Ξενοφώντα Ζολώτα, στη τακτική έδρα της πολιτικής οικονομίας, Ιωάννη Σπυρόπουλο, στην τακτική έδρα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, Δημοσθένη Στεφανίδη, στη δεύτερη τακτική έδρα της πολιτικής οικονομίας, και Θρασύβουλο Χαραλαμπίδη, στην τακτική έδρα του εμπορικού και ναυτικού δικαίου. Αυτοί στη συνέχεια διορίστηκαν με το Π.Δ. της 4ης Απριλίου 1928.
Το Τμήμα Νομικής ιδρύθηκε και λειτούργησε από το πανεπιστημιακό έτος 1930-1931 (Π.Δ. της 30.7.1930 Φ.Ε.Κ. Α ́ 273 της 7.8.1930), επί Κοσμητείας Δημοσθένη Στεφανίδη, μετά από πολλές αρχικές δυσκολίες και αμφιταλαντεύσεις, που προέρχονταν από την αντίληψη, σε κυβερνητικό και όχι μόνο επίπεδο, ότι θα οξυνθεί το από τότε υπαρκτό πρόβλημα της πληθώρας δικηγόρων.
Ο εμπλουτισμός του Νομικού Τμήματος με το απαραίτητο εξειδικευμένο διδακτικό προσωπικό σηματοδοτήθηκε, ήδη πριν από την έναρξη της λειτουργίας του, με την ίδρυση έδρας αστικού δικαίου (Π.Δ. της 1ης Μαΐου 1929) και την επακολουθείσασα εκλογή, για το μάθημα αυτό, του πρώτου υφηγητή της Σχολής, Αλέξανδρου Λιτζερόπουλου, στον οποίο και δόθηκε αμέσως εντολή διδασκαλίας.
Τέλος, η ίδρυση μεταπτυχιακού Τμήματος στη Νομική Σχολή είχε ως εμπνευστή τον καθηγητή της Πέτρο Βάλληνδα, και έλαβε χώρα με το Β.Δ. 520/21.8.1962, οπότε, ως πρώτο ανάμεσα στις Νομικές Σχολές της Ελλάδας, άρχισε, την αδιάκοπη μέχρι σήμερα, λειτουργία του.
Στα νεότερα χρόνια, η οργάνωση των σπουδών στα δύο αρχικά Τμήματα της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών πραγματοποιήθηκε με την Υ.Α. 152907/30-11-1971. Με βάση αυτήν έγινε η βασική κατανομή στα δύο Τμήματα των Τομέων επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας. Η Επιστήμη του Δικαίου και η Πολιτική Επιστήμη στο Τμήμα Νομικής (που απένεμε πτυχίο Νομικών Επιστημών ή Δημοσίου Δικαίου, ανάλογα με τον Κύκλο σπουδών) και Οικονομικής Επιστήμης στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών (που απένεμε το αντίστοιχο πτυχίο Οικονομικών Επιστημών). Με το Π.Δ. 203/3.9.1999 (ΦΕΚΑ 179 της 6.9.1999) ιδρύθηκε στη Σχολή και τρίτο Τμήμα, Πολιτικών Επιστημών, το οποίο άρχισε την λειτουργία του από το ακαδημαϊκό έτος 2000/2001.
Η νεότερη οργάνωση της δομής και των σπουδών στo Τμήμα Νομικής έγινε κυρίως με τον Ν. 1262/1983 «Για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι.» και τις επακολουθήσασες τροποποιήσεις του. Ο μεταγενέστερος Ν. 4009/2011 (ΦΕΚ Α 195) «Δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4076/2012 και άλλους νεότερους, έθεσε το Πανεπιστήμιο και φυσικά και τη Σχολή μας μπροστά σε νέες προκλήσεις αλλά και δοκιμασίες.
Σημαντικός σταθμός στην ιστορία των νομικών σπουδών στο πανεπιστήμιό μας είναι η μετατροπή του Τμήματος Νομικής σε μονοτμηματική Νομική Σχολή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. Ι στοιχ. β΄ του Π.Δ 98/5.6.2013 (ΦΕΚ Α 134) σε συνδυασμό προς το άρθρο 7 του Ν. 4009/2011. Με το διάταγμα αυτό έκλεισε ο κύκλος που ξεκίνησε το 1930 με την ίδρυση του Νομικού Τμήματος στην τότε Σχολή Ν.Ο.Ε, ενώ ταυτόχρονα εκπληρώθηκε και η ευχή που διατύπωσε στη Βουλή ο βουλευτής Σκεύος Ζερβός, από το βήμα του εισηγητή του νομοσχεδίου για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «…Η Νομική Σχολή, επίσης, νομίζω ότι δεν πρέπει να λείψει επ’ ουδενί λόγω …».
Η νέα Σχολή, σε ένδειξη τιμής και αναγνώρισης της μέχρι τώρα προσφοράς του Τμήματος Νομικής στην επιστήμη και την κοινωνία, διατήρησε με απόφαση της πανεπιστημιακής αρχής, τα διάσημα του Κοσμήτορα της παλαιάς Σχολής Ν.Ο.Π.Ε, το ερυθρό χρώμα της τηβέννου και των 20 λοιπών συμβόλων καθώς και την οκτάγωνη σφραγίδα με την προτομή του Αριστοτέλη στο κέντρο.
Σημεία καμπής, που αξίζει να μνημονευτούν, είναι αφενός η εσωτερική (2011 και εφεξής) και εξωτερική (2013) αξιολόγηση της Σχολής μας, που επιβεβαίωσε την αίγλη και την προσφορά της, καθώς και το αναμορφωμένο πρόγραμμα και ο νέος κανονισμός σπουδών, που θα ισχύσουν από τον Οκτώβριο του 2015. Εξ ίσου σημαντικό για τη διαφάνεια και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι η πρόσκληση-προτροπή της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΟ.ΔΙ.Π),στηριγμένη στο άρθρ.14 του Ν.4009/2011, προς τους φοιτητές και της φοιτήτριες της Σχολής μας, να αξιολογούν τα μαθήματα και τους διδάσκοντες καθηγητές σε εξαμηνιαία βάση πριν από την έναρξη της εξεταστικής περιόδου.
Α.Γ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΔΗΣ