ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι
[ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ – ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ]
[Α΄ Τμήμα – επικ. καθηγ. Απόστολος Σοφιαλίδης]
ΙΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ
Α. Εισαγωγικές διαπιστώσεις και παρατηρήσεις
Η ενάγουσα (αγοράστρια) ισχυρίζεται ότι τη συνδέει με την εναγόμενη σύμβαση πωλήσεως, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη (πωλήτρια) της οφείλει το τελευταίο μέρος της παροχής της (500 τόνους εμπορεύματος), η οποία θα ολοκληρωνόταν με τμηματικές (όχι «περιοδικές») παροχές της πωληθείσης συνολικής ποσότητας εμπορεύματος (: ιστορική βάση αγωγής, ΚΠολΔ 216 και 106). Ζητεί δε να αναγνωρισθεί η αξίωσή της αυτή (: αίτημα αγωγής, ΚΠολΔ 216 και 106 ).[1] Όπως προκύπτει από το αίτημα, η αγωγή είναι αναγνωριστική (ΚΠολΔ 70). Πρόκειται για υπόθεση της τακτικής διαδικασίας (αφού δεν υπάγεται σε κάποια από τις υποθέσεις που περιγράφονται στα άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ), συνεπώς εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 590 ΚΠολΔ και όχι αυτές των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ.
Β. Βάσεις απαντήσεων στις επιμέρους ερωτήσεις
1. Για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου[2]
α. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα: Δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρετικής αρμοδιότητας (ΚΠολΔ 15 επ.). Το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, δηλαδή εφαρμόζονται τα άρθρα 7 επ. ΚΠολΔ. Για τον υπολογισμό της αξίας του λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (ΚΠολΔ 9), που συνίσταται στην αναγνώριση αξίωσης της ενάγουσας να παραλάβει 500 τόνους εμπορεύματος. Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς ανέρχεται σε 200.000 €. Συνεπώς αρμόδιο λόγω ποσού είναι το μονομελές πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 14 § 2). Το γεγονός ότι η αγωγή είναι αναγνωριστική μόνο και όχι καταψηφιστική δεν μεταβάλλει τα ανωτέρω.
β. Κατά τόπον αρμοδιότητα: Συντρέχουν η γενική δωσιδικία της έδρας της εναγομένης ΑΕ [Αθήνα] (ΚΠολΔ 25 § 2) και η δωσιδικία του τόπου κατάρτισης της δικαιοπραξίας [Θεσσαλονίκη] (ΚΠολΔ 33)[3]. Η ενάγουσα έχει το δικαίωμα επιλογής του δικαστηρίου (ΚΠολΔ 41). Κρίσιμος είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής και όχι καταρτίσεως της πωλήσεως (ΚΠολΔ 45). Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς και σιωπηρή παρέκταση, αφού, κατά το ιστορικό, δεν αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητα από την εναγόμενη, η οποία παραστάθηκε κανονικά με έγκαιρη κατάθεση προτάσεων (ΚΠολΔ 42 §§ 1 και 2, 263 α΄, 237 § 1). Τότε όμως η απάντηση θα ήταν: «Αρμόδιο κατά τόπον είναι το δικαστήριο στο οποίο ασκήθηκε η αγωγή».
2. Για τις δυνατότητες της ενάγουσας να υποβάλει διάφορα αιτήματα με τις προτάσεις της[4]
Οι απαντήσεις θα δοθούν με βάση τα άρθρα 111 § 2, 216 § 1, 221 και 223 ΚΠολΔ[5].
α. Η ενάγουσα δεν μπορεί να προσθέσει στο αναγνωριστικό αίτημα και καταψηφιστικό, γιατί κάτι παρόμοιο αποτελεί απαγορευμένη μεταβολή (διεύρυνση) του αιτήματος της αγωγής (ΚΠολΔ 223 εδ. α΄).[6]
β. Η ενάγουσα δεν μπορεί να ζητήσει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει διαφέρον για την περίπτωση που δεν βρεθεί ή δεν παραδοθεί η υπολειπόμενη ποσότητα εμπορεύματος. Το αίτημα αυτό δεν υπάγεται στην εξαίρεση του άρθρου 223 εδ. β΄ αριθ. 2 ΚΠολΔ, γιατί δεν πρόκειται για «μεταβολή που επήλθε» (μετά την άσκηση της αγωγής). Παρόμοιο αίτημα μπορούσε ίσως να υποβληθεί υπό την επίκληση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 69 § 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ (ή, ενδεχομένως, του άρθρου 219 ΚΠολΔ), αλλά μόνο με το δικόγραφο της αγωγής, δηλαδή με τήρηση προδικασίας, και όχι με τις προτάσεις, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος της προδικασίας αλλά της κύριας διαδικασίας συζητήσεως της υπόθεσης (ΚΠολΔ 111 και 115).
γ. Αν υποβληθούν παρόμοια αιτήματα με τις προτάσεις της ενάγουσας, το δικαστήριο θα τα απορρίψει ως απαράδεκτα (δεν θα τα ερευνήσει δηλαδή ως προς την ουσία τους), θα ερευνήσει δε την αγωγή ως προς το αρχικό μόνο αίτημα αυτής, το οποίο υποβλήθηκε παραδεκτά με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής (ΚΠολΔ 106 και 216).
3. Για τις δυνατότητες της εναγομένης να υποβάλει διάφορα αιτήματα με τις προτάσεις της ή με άλλο νόμιμο μέσο[7]
α. Το εν λόγω αίτημα της εναγόμενης (: να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει το 20% του οφειλομένου κατά τους ισχυρισμούς της τιμήματος για τους 9.500 τόνους εμπορεύματος που είχαν ήδη παραδοθεί, συνολικού ύψους 760.000 €) αποτελεί αυτοτελές αίτημα παροχής έννομης προστασίας, το οποίο δεν επιτρέπεται να υποβληθεί με τις προτάσεις (ως ένσταση), χωρίς την τήρηση προδικασίας (ΚΠολΔ 111 § 2).[8]
β. Θα υπήρχε η δυνατότητα άσκησης ανταγωγής με το αίτημα αυτό στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και αν τηρηθεί η διαδικασία των άρθρων 268 και 238 ΚΠολΔ και αφού αφορά υπόθεση που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, όπως και η αγωγή. Ωστόσο, το αντικείμενό της, κατά την αξία του (760.000,00 €), υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου (ΚΠολΔ 14 επ. και 18) και συνεπώς αποκλείεται η άσκηση ανταγωγής ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή (ΚΠολΔ 34).
Απόστολος Σοφιαλίδης
18.03.2020
[1] Για να θεμελιώσει νομικά το αίτημα επικαλείται τα άρθρα 516 και 386 ΑΚ (: νομική βάση της αγωγής, μη υποχρεωτικό περιεχόμενο αυτής).
[2] Ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον για την αγωγή, καθώς η εναγόμενη είχε την έδρα της κατά τη σύναψη της συγκεκριμένης συμβάσεως στη Θεσσαλονίκη, ενώ κατά την άσκηση της αγωγής στην Αθήνα;
[3] Δεν τίθεται θέμα αδικοπραξίας (ΚΠολΔ 35), ούτε διαφοράς από εταιρική σχέση (ΚΠολΔ 27).
[4] Μπορούσε η ενάγουσα με τις προτάσεις της να ζητήσει να υποχρεωθεί η εναγόμενη α) να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα των 500 τόνων εμπορεύματος ή β) να της καταβάλει διαφέρον για την περίπτωση που δεν βρεθεί ή δεν παραδοθεί η ως άνω υπολειπόμενη ποσότητα εμπορεύματος;
[5] Όχι με βάση το άρθρο 224 ΚΠολΔ, που αφορά τη βάση της αγωγής.
[6] Θα μπορούσε, αντίστροφα, να περιορίσει το αίτημα σε αναγνωριστικό, αν είχε ασκήσει καταψηφιστική αγωγή (ΚΠολΔ 223 εδ. β΄ εισ. και 295 § 1 εδ. β΄).
[7] Μπορούσε η εναγόμενη στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης να ζητήσει με τις προτάσεις της ή με άλλο νόμιμο μέσο να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει το 20% του οφειλομένου κατά τους ισχυρισμούς της τιμήματος για τους 9.500 τόνους εμπορεύματος που είχαν ήδη παραδοθεί (συνολικού ύψους 760.000 €);
[8] Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ένσταση συμψηφισμού, αφού οι απαιτήσεις δεν είναι ομοειδείς. Αποκλείεται και η ένσταση επισχέσεως κατά τα άρθρα 325 επ. ΑΚ (βλ. και ΚΠολΔ 221 § 2), αφού, με βάση το ιστορικό και τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι υπαναχώρησε από το ανεκτέλεστο μέρος της πωλήσεως, η μία αξίωση αποκλείει την άλλη.