Γενικό Διοικητικό Δίκαιο – παν. έτος 2019-20 – Γ Τμ. διδ. Ι.Μαθιουδάκης – ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ
Ι. ΠΕΝΤΕ ΠΡΑΚΤΙΚΑ
1. Με το άρθρο 3 του ν. 2343/1995 (Α΄ 211) συνεστήθησαν στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίες φορολογικού ελέγχου με τον τίτλο «Ελεγκτικά Κέντρα» και ειδικότερα το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (ΕΘ.Ε.Κ.) και τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.). Στα ανωτέρω Ελεγκτικά Κέντρα ανετέθη αρμοδιότητα ελεγκτική για τον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο κατηγοριών επιτηδευματιών και φορολογουμένων εν γένει, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις των διατάξεων του ως άνω άρθρου. Ακολούθως, με το τελευταίο εδάφιο της περ. γ της παρ. 4 του ιδίου άρθρου 3 του ν. 2343/1995, που προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), επετράπη η επέκταση των αρμοδιοτήτων των εν λόγω Ελεγκτικών Κέντρων και στην έκδοση των φύλλων ελέγχων, των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και στην περαιτέρω διαδικασία επιλύσεως των σχετικών φορολογικών διαφορών, καθώς και στη βεβαίωση των καταλογιζομένων διαφορών φόρων κ.λπ. Επί τη βάσει αυτής εκδόθηκε σχετική υ.α., που επέκτεινε τις σχετικές αρμοδιότητες των ΕΘΕΚ και ΠΕΚ. Είναι η εξουσιοδότηση συνταγματική; (ΣΕ 45/2019-ενεργοποίηση υφιστάμενης διάταξης)
2. Ο ν. 4384/2016 στο άρθρο 32, με τίτλο «Μετατροπή Αναγκαστικών Συνεταιρισμών», όρισε τα εξής: «1. Η μετατροπή των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των Ενώσεών τους σε ΑΣ του παρόντος νόμου πραγματοποιείται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ύστερα από απόφαση της γενικής τους συνέλευσης με την απαρτία της παραγράφου 3 του άρθρο 13 και με την πλειοψηφία της παραγράφου 2 του άρθρου 14 και αίτημά τους προς την αρμόδια αρχή ή κατόπιν σχετικής αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ή προς εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας. Η μετατροπή πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και ολοκληρώνεται σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος της απόφασης. Με την παρέλευση του εξαμήνου καταργούνται οι ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν τη λειτουργία των αντίστοιχων αναγκαστικών συνεταιρισμών. 2. Η διαδικασία μετατροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των Ενώσεών τους σε ΑΣ του παρόντος νόμου πραγματοποιείται ως εξής: α) Η Ένωση των αναγκαστικών συνεταιρισμών μετατρέπεται σε ΑΣ του παρόντος νόμου με τη συγχώνευση των αναγκαστικών συνεταιρισμών μελών της ως εξής: αα) Λαμβάνονται αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων καθενός από τους αναγκαστικούς συνεταιρισμούς που είναι μέλη της Ένωσης περί συγχώνευσης, καθώς και της γενικής συνέλευσης της Ένωσης περί μετατροπής σε ΑΣ του παρόντος νόμου, με την απαρτία της παραγράφου 3 του άρθρου 13 και με την πλειοψηφία της παραγράφου 2 του άρθρου 14. ββ) Τα διοικητικά συμβούλια όλων των συγχωνευόμενων αναγκαστικών συνεταιρισμών και της Ένωσης συντάσσουν το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης – μετατροπής … β) Όσοι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί δεν αποφασίζουν τη συγχώνευσή τους, μετατρέπονται σε ΑΣ του παρόντος νόμου … 14. Οι αποχωρούντες λαμβάνουν την αξία της συνεταιρικής τους μερίδας κατά τους όρους του καταστατικού της Ένωσης εντός δύο (2) ετών από την αποχώρησή τους. Το νομικό πρόσωπο του ΑΣ που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, είναι καθολικός διάδοχος της Ένωσης και των αναγκαστικών συνεταιρισμών μελών της που συγχωνεύονται – μετατρέπονται και τους υποκαθιστά πλήρως σε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση, καθώς και στις εκκρεμείς δίκες, τις οποίες συνεχίζει. Για τη μετατροπή της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται συμπληρωματικά και αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 24». Είναι νόμιμη η εξουσιοδότηση στους υπουργούς; (ΣΕ 64/2019-ειδικότερο θέμα-ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση)
3. Με διάταξη ν. (άρ. 17 του ν. 3863/2010) καθορίζεται ότι με υ.α. θα ορισθεί για το σύνολο των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως ο πίνακας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, ο οποίος δύναται να τροποποιείται μετά την πάροδο τριετίας. Σε άλλη διάταξη ν. (άρ. 20 του ν. 3790/2009) καθορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα ΒΑΕ και, συγκεκριμένα, τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, οι κρατούσες διεθνώς αντιλήψεις και οι πραγματικές συνθήκες εργασίας, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται. Στα ΒΑΕ δεν περιλαμβάνονται οι χειριστές κινηματογράφου. Είναι η εξουσιοδότηση συνταγματική; (ΣΕ 509/2019)
4. Ο Ν. 1481/84 περί Οργανισμού του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (ΦΕΚ Α΄152) ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι με προεδρικά διατάγματα ρυθμίζονται θέματα αφορώντα, πλην άλλων, «α. τον έλεγχο της λειτουργίας δημοσίων κέντρων ..., δημοσίων θεαμάτων και καταστημάτων, των οποίων οι άδειες λειτουργίας εκδίδονται από τις αστυνομικές υπηρεσίες». Κατ’ εξουσιοδότηση της εν λόγω διάταξης εκδόθηκε το π.δ. 180/1979, με το άρ. 4 του οποίου θεσπίζεται απαγόρευση εργασίας σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής (αντιδημάρχου) αποφασίσθηκε η προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος και η σφράγισή του για 10 ημέρες, διότι ανευρέθηκαν 2 αλλοδαποί να απασχολούνται χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής. Στο ένδικο βοήθημα, που ασκεί η ιδιοκτήτης του Καταστήματος ισχυρίζεται ότι το άρ. 4 του π.δ. κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης (ΔΕφΑθ 97/2016).
5.Kατά τη διάταξη του άρ. 3 παρ. 6 Π.Δ. 696/1974 η αμοιβή μηχανικών για την εκπόνηση μελετών έργων και εργασιών καθορίζεται με βάση περισσότερα κριτήρια (είτε τον προϋπολογισμό, είτε με τιμές μονάδας και την αξία κάθε μονάδας, κατ’ αποκοπή ή βάσει του χρόνου απασχόλησης, είτε με άλλον ειδικό τρόπο, που καθορίζεται στις ειδικές διατάξεις του π.δ.). Ορίζεται, περαιτέρω στο εν λόγω π.δ. ότι: «Ειδικά για την έκδοση οικοδομικών αδειών, ο προϋπολογισμός εξάγεται είτε βάσει αναλυτικού προϋπολογισμού, είτε σύμφωνα με τιμές μονάδος που καθορίζονται με υπουργική απόφαση, η οποία λαμβάνει υπόψη το [:συμβατικό] κόστος κατασκευής όπως εξάγεται από τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων (άρθρ. 41 του Νομ. 1249/1982 ΦΕΚ 43, όπως κάθε φορά ισχύει)». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε σχετική υ.α. με την οποία θεσπίσθηκε σύστημα καθορισμού των τιμών μονάδος επιφάνειας των οικοδομικών έργων, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τρόπο υπολογισμού της “τιμής αφετηρίας” (ΤΑ) ως προς έκαστο περιφερειακό διαμέρισμα της Χώρας επί τη βάσει στοιχείων των πινάκων τιμών του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων του Υπουργείου Οικονομικών και διαφόρων συντελεστών (άρθρο 1 παρ. 1) κ.λπ. Είναι η εξουσιοδότηση επιτρεπτή; (ΑΠ 291/2019-υπεξουσιοδότηση)
ΙΙ. ΣΥΝΑΦΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ
Α επίπεδο: έλεγχος συνταγματικότητας της νομοθετικής εξουσιοδότησης
ΥΠΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ
ΑΠ 291/2019 > Ολ
Ανάθεση μελέτης που αφορά στην έκδοση οικοδομικής άδειας. Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου του ζητήματος που ανέκυψε σχετικά με το εάν η διάταξη του άρθ. 3 παρ. 6 Π.Δ. 696/1974, καθ` ο μέρος επιτρέπει τον καθορισμό με υπουργική απόφαση τιμών μονάδων επί τη βάσει του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, συνιστά θεμιτή υπεξουσιοδότηση και εάν, σε αρνητική περίπτωση, ο συμβατικός προϋπολογισμός δύναται να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως νομίμου ή μη ερείσματος της εκδοθείσης δυνάμει της εν λόγω υπεξουσιοδοτήσεως υπ` αριθμόν 81304/6083/1989 υπουργικής αποφάσεως, η οποία δεν έχει ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. (Παραπέμπει ενώπιον της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου τον λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως περί παραβιάσεως των διατάξεων των άρ. 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 και 6 Π.Δ. 696/1974. Και Αναβάλλει την συζήτηση των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως).
… Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν η ανατεθείσα μελέτη αφορά στην έκδοση οικοδομικής αδείας, η νόμιμη αμοιβή του μηχανικού υπολογίζεται διαζευκτικώς βάσει είτε του ως άνω οριζομένου κατά το άρθρο 3 παρ. 1 Π.Δ. 696/1974 αναλυτικού προϋπολογισμού, είτε προϋπολογισμού εξαγομένου βάσει της προαναφερομένης 81304/6083/1989 Υπουργικής Αποφάσεως (συμβατικού), μεταξύ δε των εν λόγω τρόπων υπολογισμού δυνατόν να υφίσταται σημαντική διαφορά ως προς το ύψος της προκυπτούσης αμοιβής του μηχανικού. Αφ’ ετέρου, από την διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία “Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό”, συνάγεται ότι η περαιτέρω ανάθεση από το εξουσιοδοτούμενο όργανο της κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικής αρμοδιότητος αυτού σε έτερο διοικητικό όργανο (υπεξουσιοδότηση) δεν επιτρέπεται εκτός εάν προβλέπεται από ειδική διάταξη του εξουσιοδοτικού νόμου ή αφορά ρύθμιση επουσιωδών θεμάτων ή θεμάτων τοπικού ενδιαφέροντος λεπτομερειακού χαρακτήρος ή θεμάτων εσωτερικής φύσεως υπό την προϋπόθεση ότι το πλαίσιο της ρυθμίσεως των εν λόγω θεμάτων καθορίζεται κατά βάση από την κανονιστική πράξη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ’ Τμήμα), με την υπ’ αριθμόν 2506/2000 απόφαση, εξετάζον παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 6 Π.Δ. 696/1974 και της βάσει αυτής κατά τα ανωτέρω εκδοθείσης υπ’ αριθμόν 81304/6083/1989 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ‘Εργων, απεφάνθη κατά πλειοψηφίαν ότι η εν λόγω διάταξη “κατά το μέρος που επιτρέπει τον καθορισμό με υπουργική απόφαση τιμών μονάδων επί τη βάσει του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων καθώς και άλλων μη προσδιοριζομένων παραγόντων” συνιστά ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση και ότι συνεπώς η βάσει αυτής εκδοθείσα προαναφερομένη υπουργική απόφαση στερείται νομίμου ερείσματος. Ωσαύτως, με την υπ’ αριθμόν 2507/2000 απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ’ Τμήμα), δικάζον επί αιτήσεως ακυρώσεως της υπ’ αριθμόν 80461/2000 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ‘Εργων, με την οποία είχε παραταθεί η ισχύς της προαναφερομένης υπ’ αριθμόν 81304/6083/1989 υπουργικής αποφάσεως, απεφάνθη κατά πλειοψηφίαν, ότι, ομοίως, τόσον η υπ’ αριθμόν 81304/6083/1989 απόφαση όσον και η προσβαλλομένη υπ’ αριθμόν 80461/2000 απόφαση, ως εκδοθείσες δυνάμει μη επιτρεπτής υπεξουσιοδοτήσεως, στερούνται νομίμου ερείσματος, όμως απέρριψε την αίτηση ελλείψει εννόμου συμφέροντος του αιτούντος επαγγελματικού σωματείου δεχόμενο ότι θα έπρεπε μεν να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση, “η κρίση, όμως, αυτή του Δικαστηρίου θα είχε ως αποτέλεσμα ο καθορισμός των αμοιβών για την έκδοση οικοδομικών αδειών να μην είναι καθόλου πια εφικτός, βάσει συμβατικού προϋπολογισμού, ούτε καν με βάση την ιδιαίτερα χαμηλή, κατά το αιτούν σωματείο, ΕΤΑ των 15000 δραχμών, παρά μόνο βάσει αναλυτικού προϋπολογισμού. Ο περιορισμός όμως αυτός επιλογής θα ήταν επιζήμιος για τα συμφέροντα των μελών του αιτούντος σωματείου”. Αντιθέτως, κατά την άποψη της μειοψηφίας των ως άνω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, “η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του ως άνω Π.Δ/τος, κατά το μέρος που προβλέπει την έκδοση υπουργικής αποφάσεως για τον καθορισμό τιμών μονάδος, δεν περιέχει ανεπίτρεπτη εξουσιοδότηση διότι αναφέρεται σε ρύθμιση λεπτομερειακού θέματος, αφού τη βασική ρύθμιση θεσπίζει η ίδια αυτή διάταξη (ότι για τον καθορισμό τιμών μονάδος λαμβάνεται υπόψη το κόστος κατασκευής, όπως εξάγεται από τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων)”. Ομοίως, το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το υπ’ αριθμόν 624/1989 πρακτικό επεξεργασίας του σχεδίου του Π.Δ. 696/1974, έκρινε ομοφώνως ότι η παρ. 6 του άρθρου 3 “κατά το μέρος που αναθέτει, προκειμένου περί οικοδομικών αδειών, τον καθορισμό του προϋπολογισμού του έργου σε υπουργική απόφαση με βάση το κόστος κατασκευής, όπως αυτό εξάγεται από τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων, περιέχει θεμιτή υπεξουσιοδότηση, γιατί αφορά σε θέματα τεχνικά και λεπτομερειακά”. Ο ’ρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμόν 279/2016 απόφαση του Β1 Τμήματος, επικύρωσε την αναιρεσιβληθείσα εφετειακή απόφαση, με την οποία, κατόπιν ερμηνείας της οικείας συμβάσεως, είχε κριθεί εφαρμοστέος ο συμβατικός προϋπολογισμός του άρθρου 3 παρ. 6 Π.Δ. 696/1974, χωρίς όμως να αποφανθεί ειδικώς εάν η υπ’ αριθμόν 81304/6083/1989 υπουργική απόφαση, η οποία δεν έχει ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχει εκδοθεί δυνάμει θεμιτής υπεξουσιοδοτήσεως ή εάν ο συμβατικός προϋπολογισμός δύναται να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως νομίμου ή μη ερείσματος της εν λόγω αποφάσεως, ως έχει γίνει δεκτό με την προαναφερομένη υπ’ αριθμόν 2507/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας … Ως προς τον εν λόγω λόγο, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ανακύπτει, εν όψει των ανωτέρω, το ζήτημα εάν η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 Π.Δ. 696/1974 καθ’ ο μέρος επιτρέπει τον καθορισμό με υπουργική απόφαση τιμών μονάδων επί τη βάσει του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, συνιστά θεμιτή υπεξουσιοδότηση και εάν, σε αρνητική περίπτωση, ο συμβατικός προϋπολογισμός δύναται να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως νομίμου ή μη ερείσματος της εκδοθείσης δυνάμει της εν λόγω υπεξουσιοδοτήσεως υπ’ αριθμόν 81304/6083/1989 υπουργικής αποφάσεως, η οποία δεν έχει ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το εν λόγω ζήτημα τυγχάνει γενικωτέρου ενδιαφέροντος, καθ’ όσον αφορά σημαντικό αριθμό εκκρεμουσών υποθέσεων.
Συνταγματικότητα εξουσιοδοτικής διάταξης – ειδικότερο θέμα – υ.α. επεκτείνει τις αρμοδιότητες των ΕΘΕΚ και ΠΕΚ πέραν των ελεγκτικών και στην έκδοση καταλογιστικών πράξεων βάσει εξουσιοδότησης βάσει όμοιου περιεχομένου εξουσιοδοτικής διάταξης νόμου– ενεργοποίηση ουσιαστικής ρύθμισης (ΣΕ 45/2019)
5. Επειδή, με το άρθρο 3 του ν. 2343/1995 (Α΄ 211) συνεστήθησαν στο Υπουργείο Οικονομικών υπηρεσίες φορολογικού ελέγχου με τον τίτλο «Ελεγκτικά Κέντρα» και ειδικότερα το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (ΕΘ.Ε.Κ.) και τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.). Στα ανωτέρω Ελεγκτικά Κέντρα ανετέθη αρμοδιότητα ελεγκτική αφορώσα στον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο κατηγοριών επιτηδευματιών και φορολογουμένων εν γένει, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις των διατάξεων του ως άνω άρθρου. Ακολούθως, με το τελευταίο εδάφιο της περ. γ της παρ. 4 του ιδίου άρθρου 3 του ν. 2343/1995, που προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), επετράπη η επέκταση των αρμοδιοτήτων των εν λόγω Ελεγκτικών Κέντρων και στην έκδοση των φύλλων ελέγχων, των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και στην περαιτέρω διαδικασία επιλύσεως των σχετικών φορολογικών διαφορών, καθώς και στη βεβαίωση των καταλογιζομένων διαφορών φόρων, προσθέτων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων, με την σύνταξη και αποστολή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. των οικείων χρηματικών καταλόγων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, εξουσιοδοτήθηκε δε ο Υπουργός Οικονομικών να ενεργοποιήσει, εφ’ όσον το κρίνει σκόπιμο, την ρύθμιση αυτή. Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1017350/5552/ΔΕ- Β/6.3.2001 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (Β΄ 223), με την οποία ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «8. Τα Ελεγκτικά Κέντρα καθίστανται αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. γ. της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999, για την έκδοση των φύλλων ελέγχου, των πράξεων προσδιορισμού φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων, που αφορούν τις υποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και για την περαιτέρω διαδικασία επίλυσης των σχετικών φορολογικών διαφορών και βεβαίωσης των καταλογιζομένων διαφορών φόρων, προσθέτων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων, με τη σύνταξη και αποστολή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. των οικείων χρηματικών καταλόγων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις». Όπως έχει ήδη κριθεί με την ως άνω 63/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ενεργοποίηση μιας ουσιαστικής ρύθμισης που περιέχεται στο ίδιο το νομοθετικό κείμενο αποτελεί «ειδικότερο», κατά την έννοια τού άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, θέμα για την ρύθμιση του οποίου επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης προς άλλα όργανα της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας και επομένως, θεμιτώς, από την άποψη της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, εκδόθηκε η ανωτέρω 1017350/5552/ΔΕ-Β/6.3.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δεδομένου ότι με αυτήν η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση ενεργοποίησε την, ήδη προβλεπομένη στο πλέγμα των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων, ρύθμιση περί επεκτάσεως των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του ΕΘ.Ε.Κ. και των Π.Ε.Κ. και στην έκδοση φύλλων ελέγχου, πράξεων προσδιορισμού φόρων και λοιπών καταλογιστικών πράξεων.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν διενέργειας από όργανα του ΕΘ.Ε.Κ. ελέγχου στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας για τη διαχειριστική χρήση 1.1-31.12.1998, κρίθηκαν τα βιβλία της ανεπαρκή και ο Προϊστάμενος του ΕΘ.Ε.Κ. εξέδωσε σε βάρος της, μετά από εξωλογιστικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της, το επίδικο φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος, με το οποίο της καταλογίσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 2), κύριος και πρόσθετος φόρος. Το διοικητικό πρωτοδικείο, κατ’ αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης, ακύρωσε το φύλλο ελέγχου λόγω αναρμοδιότητας του εκδόσαντος αυτό οργάνου και ανέπεμψε την υπόθεση στη διοίκηση για να επανεκδώσει νομίμως την πράξη. Έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη, με την οποία, αντιθέτως προς τα ανωτέρω κριθέντα με την απόφαση 63/2012 (επταμ.) του Συμβουλίου της Επικρατείας, έγινε δεκτό ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (που προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 20 του ν. 2753/1999) δυνατότητα του Υπουργού Οικονομικών να επεκτείνει με αποφάσεις του την αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων (Ε.Θ.Ε.Κ. και Π.Ε.Κ.) και στην έκδοση φύλλων ελέγχου, πράξεων προσδιορισμού φόρου και λοιπών καταλογιστικών πράξεων δεν αποτελεί «ειδικότερο» θέμα σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στη διάταξη αυτή, δηλαδή μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης, καθόσον ούτε στην προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 2343/1995 ούτε στις λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού περιέχεται ρύθμιση σχετική με τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων, ότι, κατά συνέπεια, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995, με την οποία εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών να επεκτείνει με αποφάσεις του την αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων και στην έκδοση των φύλλων ελέγχου, των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων, αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα και, επομένως, οι καταλογιστικές πράξεις που εκδόθηκαν από τον Προϊστάμενο του ΕΘΕΚ, δυνάμει της 1017350/5552/ΔΕ-Β/6.3.2001 υπουργικής απόφασης είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες, ως εκδοθείσες από αναρμόδιο όργανο. Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η κρίση αυτή δεν είναι νόμιμη, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
Ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση
64/2019 ΣΤΕ (743689)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αγροτικοί συνεταιρισμοί. Αίτηση ακύρωσης της κυα 902/51563/2016, με την οποία οι κατά τον α.ν. 6085/1934 αναγκαστικοί οινοποιητικοί συνεταιρισμοί της νήσου Σάμου και η Ένωση αυτών μετατρέπονται σε αγροτικούς συνεταιρισμούς του ν. 4384/2016. Προϋποθέσεις σύστασης συνεταιρισμών κατά το άρθρο 12 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος. Η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 32 του ν. 4384/2016, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, είναι ειδική και ορισμένη. Δεν κωλύεται ο νομοθέτης να προβλέψει την διάλυση αναγκαστικών συνεταιρισμών, που δεν έχουν ιδρυθεί ελευθέρως ή την υποχρεωτική «μετατροπή» υφισταμένων σε εκούσιους, απειλουμένης, άλλως, της λύσεώς τους. Όταν με τη νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλεται στην Διοίκηση να διαπιστώσει την συνδρομή μιας αντικειμενικής προϋποθέσεως, έκδοση της κανονιστικής πράξεως χωρεί νομίμως μόνον μετά την διαπίστωση της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας της προϋποθέσεως αυτής. Η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση προς εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. Γ΄ στοιχ. 4.2 του ν. 4336/2015. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται ανεπέρειστη. Για την επίδικη ρύθμιση δεν απαιτείτο η προηγούμενη σύνταξη μελέτης από την οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι για τους οποίους είχε κριθεί επιβεβλημένη η σύσταση και διατήρηση του αναγκαστικού συνεταιρισμού. Αντίθετη μειοψηφία. Η υποχρεωτική μετατροπή της αιτούσης Ένωσης αναγκαστικών συνεταιρισμών σε εκούσιο αγροτικό συνεταιρισμό, διά της συγχωνεύσεως των μελών της, δεν αντίκεινται στο ν.4384/2016, εφόσον οι «αποχωρούντες» συνεταιρισμοί λαμβάνουν την αξία της συνεταιρικής τους μερίδας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1411910, 2551097/2016 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α?), ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. ./27.4.2016 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων («Μετατροπή των Οινοποιητικών Συνεταιρισμών της νήσου Σάμου και της Ένωσής τους», ΦΕΚ Β? 1240/27.4.2016). Με την εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση οι κατά τον α.ν. 6085/1934 αναγκαστικοί οινοποιητικοί συνεταιρισμοί της νήσου Σάμου και η ήδη αιτούσα Ένωση αυτών, με την επωνυμία «..», μετατρέπονται σε αγροτικούς συνεταιρισμούς του ν. 4384/2016 …
15. Επειδή, εξ άλλου, με την προμνησθείσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφ’ όσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της ως άνω παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφ’ όσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ΣτΕ Ολομ. 1210/2010, 656/2016 κ.ά.).
16. Επειδή, με την μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 32 του ν. 4384/2016 το μεν (παρ. 1) καθορίζεται το συγκεκριμένο αντικείμενο της κανονιστικής ρυθμίσεως (η μετατροπή αναγκαστικών συνεταιρισμών σε εκούσιους αγροτικούς συνεταιρισμούς του ιδίου νόμου) και οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί η κρίσιμη αρμοδιότητα της διοικητικής αρχής (συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως της μετατροπής κατά τα ανωτέρω «προς εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας»), το δε (παρ. 2) θεσπίζεται η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την πραγματοποίηση της μετατροπής με την συμμετοχή των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των ενώσεών τους, οριζομένου περαιτέρω ότι εφαρμόζονται αναλογικά και συμπληρωματικά οι γενικές διατάξεις του άρθρου 24 του ανωτέρω νόμου περί της συγχωνεύσεως αγροτικών συνεταιρισμών (οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 9, περιλαμβάνουν σχετικές αναλυτικές ουσιαστικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις, προβλέπουν δε ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών). Με τα δεδομένα αυτά, η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 32 του ν. 4384/2016, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, είναι ειδική και ορισμένη, αφορά δε την ρύθμιση ειδικοτέρου θέματος κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων.
Αναστολή εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών – ειδικότερο θέμα (ΣΕ 465/2019)
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 43 παρ. 2 και 102 του Συντάγματος και 10 παρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 29 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), η αρμοδιότητα επιβολής του μέτρου της αναστολής εκδόσεως οικοδομικών αδειών και εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών, το οποίο έχει, κατά νόμο, προσωρινή ισχύ, επιτρεπτώς ανατίθεται με τις διατάξεις αυτές σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, όπως ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής [και ήδη Περιβάλλοντος και Ενέργειας], διότι το θέμα αυτό είναι ειδικότερο κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3947/2013, 1356/2010, 3355/2009, 1288/2008 κ.ά.). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά αναστολή χορηγήσεως οικοδομικών αδειών και εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών στις παραρεμάτιες ζώνες των ρεμάτων της εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχής του συνεταιρισμού “..” Πικερμίου, αρμοδίως εκδόθηκε από τον Υπουργό Π.Ε.Κ.Α., ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Μη συμπερίληψη στα ΒΑΕ χειριστών μηχανών κινηματογράφου (ΣΕ 509/2019)
Ασφάλιση κοινωνική. Κριτήρια υπαγωγής ειδικοτήτων στα Βαρέα και Ανθυγιεινά επαγγέλματα. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 δεν αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος και νομίμως χορηγείται σε όργανο της Διοικήσεως άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η αρμοδιότητα να καταρτίσει τον πίνακα ΒΑΕ. Δεν προκύπτει ότι η εξαίρεση, με την προσβαλλόμενη υα Φ10221/οικ.26816/929/2011, της ειδικότητας του χειριστή μηχανών προβολής κινηματογραφικών ταινιών από τον ΚΒΑΕ εχώρησε διότι η ειδικότητα αυτή δεν υφίσταται πλέον, ώστε να αποδεικνύεται η προβαλλόμενη πλάνη περί τα πράγματα. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με πράξη του Προέδρου του Α’ Τμήματος.
Αριθμός 509/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Φ10221/οικ.26816/929/30.11.2011 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 2778/2.12.2011) με θέμα «Βαριές και ανθυγιεινές εργασίες», κατά το μέρος που εξαιρέθηκε με αυτήν από την υπαγωγή στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (ΒΑΕ) η ειδικότητα του χειριστή μηχανών προβολής κινηματογραφικών ταινιών.
6. Επειδή, με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 179), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 4104/1960 (Α΄ 147), προβλέφθηκε για πρώτη φορά η κατά πέντε (5) έτη πρόωρη, δηλαδή σε ηλικία 60 ετών για τους άνδρες και 55 για τις γυναίκες, πλήρης συνταξιοδότηση εργαζομένων σε ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (ΒΑΕ), τα οποία επρόκειτο να καθοριστούν με σχετικό Κανονισμό. Με το άρθρο 104 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ο οποίος εγκρίθηκε με την 55575/Ι.479/18.11.1965 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (Β΄ 816), καθορίστηκαν οι υπαγόμενες στα ΒΑΕ εργασίες και οι αντιστοιχούσες σε κάθε μία από αυτές ειδικότητες. Η εν λόγω ειδικότητα εργαζομένων, ήτοι οι χειριστές μηχανών προβολής κινηματογραφικών ταινιών, υπήχθη στο προστατευτικό καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων με την 21/21/206/6.2.1985 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 95/21.2.1985). Ακολούθως, και αφού η διαδικασία υπαγωγής εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στο καθεστώς των ΒΑΕ αποτέλεσε αντικείμενο διαδοχικών νομοθετικών παρεμβάσεων [άρθρο 2 ν. 237/1975 (Α΄ 284), άρθρο 5 ν. 686/1977 (Α΄ 253), άρθρο 22 ν. 1469/1984 (Α΄ 111), άρθρο 32
ν. 1902/1990 (Α΄ 138), άρθρο 4 παρ. 6 ν. 3029/2002 (Α΄ 160), άρθρο 18
ν. 3483/2006 (Α΄ 169)], με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3790/2009 «Εταιρεία ιδιωτικών πλοίων αναψυχής, επιβολή ειδικού φόρου και έκτακτης εισφοράς στα πλοία αναψυχής, ρύθμιση φορολογικών θεμάτων, θεμάτων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 143) συστάθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας Διαρκής Επιτροπή Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (ΔΕΚΒΑΕ) με αρμοδιότητα τη γνωμοδότηση για την υπαγωγή εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα ΒΑΕ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή άλλων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως. Ως κριτήρια για την κατά τα ανωτέρω υπαγωγή θεσπίστηκαν, με τις εν λόγω διατάξεις, α) τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, β) οι κρατούσες διεθνώς αντιλήψεις και γ) οι πραγματικές συνθήκες εργασίας, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται, στη δε αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την ως άνω ρύθμιση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «… αυτή αποσκοπεί στην αποκατάσταση των αδικιών και στον εξορθολογισμό του καταλόγου των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων ο οποίος παραμένει αναθεώρητος από το 1951». Εξάλλου, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης» («Memorandum of Understanding»), το οποίο υπεγράφη στις 3.5.2010 από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών – μελών της Ευρωζώνης, περιελήφθησαν τα μέτρα τριετούς προγράμματος, που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, δρομολογήθηκε σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ δε αυτών περιλαμβανόταν και η Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση. Στους στόχους της μεταρρυθμίσεως αυτής αναφερόταν, μεταξύ άλλων, και ο περιορισμός του καταλόγου των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Κατόπιν αυτών, με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115) ορίστηκε ότι: «Ο πίνακας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων καταρτίζεται για όλους τους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη της προβλεπόμενης από την παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α) Διαρκούς Επιτροπής Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ)». Περαιτέρω, στην παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου του ν. 3863/2010 ορίστηκε ότι: «Ο πίνακας αυτός μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται με την ίδια διαδικασία, σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της πρώτης παραγράφου».
7. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδοτήσεως μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ. 3013/2014 Ολομ., 520/2015 Ολομ.).
8. Επειδή, με την μνημονευθείσα ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της ρυθμιστικής παρεμβάσεως της κανονιστικώς δρώσας διοικήσεως, συνιστάμενο στην κατάρτιση για το σύνολο των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως του πίνακα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, ο οποίος δύναται να τροποποιείται μετά την πάροδο τριετίας. Συνεπώς, η εν λόγω εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων (πρβ. ΣτΕ 2028/1992, 741/1994). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3790/2009, οι οποίες μνημονεύονται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τίθενται τα κριτήρια υπαγωγής εργασιών, ειδικοτήτων ή χώρων εργασίας στα ΒΑΕ και, συγκεκριμένα, τα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, οι κρατούσες διεθνώς αντιλήψεις και οι πραγματικές συνθήκες εργασίας, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται. Επομένως, εφόσον με τις ανωτέρω διατάξεις γίνεται ουσιαστική ρύθμιση, σε γενικό έστω πλαίσιο, του επίδικου θέματος, η ως άνω νομοθετική εξουσιοδότηση αφορά τη ρύθμιση ειδικότερου θέματος αλλά και τεχνικού κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, νομίμως χορηγείται σε όργανο της Διοικήσεως άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (πρβ. ΣτΕ 8/1999 7μ.).
875/2019 ΣΤΕ ( 757548)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Προστασία περιβάλλοντος. Η απόφαση ιδρύσεως καταφυγίου άγριας ζωής, καθώς και η
τροποποιητική των ορίων ιδρυθέντος καταφυγίου έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η απαγόρευση της θήρας εντός των ΚΑΖ χωρίς χρονικό περιορισμό, αποσκοπούσα στη διατήρηση της πανίδας και της ποικιλότητάς της, δεν αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις μπορούν να τεθούν με πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος. Οι παρ. 5-8 του άρθρου 254 του ν.δ. 86/1969 δεν αντίκεινται στα άρθρα 24, 43 παρ. 2, 101 και 102 του Συντάγματος. Απαγόρευση ένταξης των εκτάσεων ΚΑΖ σε πολεοδομικό σχεδιασμό και υπαγωγή στο προβλεπόμενο προστατευτικό καθεστώς. Επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 101 του Συντάγματος, πραγματοποιείται η ίδρυση ΚΑΖ σε τοπικό επίπεδο από τα όργανα της αποκεντρωμένης Διοίκησης. Στις περιοχές για τις οποίες ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις ή απαγορεύσεις θήρας περιλαμβάνονται τα καταφύγια άγριας ζωής. Αβάσιμα προβάλλεται μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 254 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα για την ίδρυση του ΚΑΖ και περί ελλείψεως σχετικής μελέτης. Γνωμοδοτήσεις ή απόψεις από ΟΤΑ, υπηρεσίες και φορείς δεν προβλέπονται από την εξουσιοδοτική διάταξη. Η απόλυτη απαγόρευση θήρας στην επίμαχη περιοχή δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Όμοια με τις αρ.876,877 και 878/2019 ΣτΕ.
5. Επειδή, στο άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1969, Α΄ 7), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 177/1975 (Α΄ 205) και, στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ. 2 του ν. 2637/1998 (Α΄ 200), ορίζονται τα εξής: «Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται, δια την προστασίαν και διάσωσιν του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας εν γένει, καθώς επίσης και προς τον σκοπόν της διατηρήσεως, αναπτύξεως και εκμεταλλεύσεως των πληθυσμών των θηραμάτων και των λοιπών ειδών της άγριας πανίδας ως και των ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας να ιδρύονται α) Εκτροφεία Θηραμάτων, β) Καταφύγια Θηραμάτων και γ) Ελεγχόμεναι Κυνηγετικαί Περιοχαί, επί ωρισμένων, σαφώς προδιορισμένων δια της αποφάσεως αυτού, εδαφικών εκτάσεων, απαγορευομένης απολύτως της εντός αυτών θήρας ή επιτρεπομένης ταύτης υπό ωρισμένας προϋποθέσεις κατά τα εν άρθρω 254 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 414/2017, 3176/2012), η αρμοδιότητα ίδρυσης καταφυγίων θηραμάτων κατά το άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα περιήλθε αρχικώς στον, μετέπειτα κρατικό, νομάρχη και, στη συνέχεια, στον, μετέπειτα ομοίως κρατικό, Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας του ν. 2503/1997 (Α΄ 107),
6. Επειδή, περαιτέρω, οι παράγραφοι 5 – 8 του άρθρου 254 του Δασικού Κώδικα, οι οποίες, με το αρχικό τους περιεχόμενο, πριν, δηλαδή, αντικατασταθούν με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998, ρύθμιζαν την ίδρυση μονίμων καταφυγίων θηραμάτων με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας εξειδικεύοντας τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 253, προέβλεψαν στη συνέχεια, μετά, δηλαδή, την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998, την ίδρυση με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας καταφυγίων άγριας ζωής (Κ.Α.Ζ.). Τα Κ.Α.Ζ. αποτελούν, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, τη διάδοχη μορφή προστατευτικού ενδιαιτήματος σε σχέση με τα (μόνιμα, βλ. άρθρο 254 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα υπό την αρχική του μορφή) καταφύγια θηραμάτων, τα οποία, με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 2637/1998, μετονομάσθηκαν σε Κ.Α.Ζ. Ο ορισμός του Κ.Α.Ζ. δόθηκε από το νομοθέτη σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με το άρθρο 5 του ν. 3937/2011 (Α΄ 60), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και, στην παράγραφο 4.3., ορίσθηκαν ως Καταφύγια Άγριας Ζωής (Wildlife refuges) « α) …φυσικές περιοχές (χερσαίες, υγροτοπικές ή θαλάσσιες), που έχουν ιδιαίτερη σημασία ως σημαντικοί τόποι ανάπτυξης της άγριας χλωρίδας ή ως βιότοποι αναπαραγωγής, διατροφής, διαχείμασης ειδών της άγριας πανίδας, ή ως περιοχές αναπαραγωγής ψαριών και συγκέντρωσης γόνου, ή, τέλος, ως σημαντικοί θαλάσσιοι οικότοποι …», ορίσθηκε δε περαιτέρω, ότι «… β) Μέσα στα καταφύγια άγριας ζωής απαγορεύονται η θήρα … [απαγόρευση, η οποία διατηρήθηκε και μετά τη νέα τροποποίηση της διάταξης με το άρθρο 59 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269)]». Αλλά και οι ισχύουσες κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις του άρθρου 254 παρ. 5 και 6 του Δασικού Κώδικα, όπως είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998 και πριν καταργηθούν στη συνέχεια με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3937/2011, επανέλαβαν τον κανόνα της απόλυτης απαγόρευσης της θήρας που προβλέπει και το άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα, προέβλεπε δε, κατά τρόπο σαφή και αδιάστικτο, και το άρθρο 254 παρ. 8, υπό την αρχική του μορφή, για τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων, ορίζοντας, ειδικότερα, τα εξής: «5. Με αποφάσεις του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ιδρύονται καταφύγια άγριας ζωής σε δασικές, δασοσκεπείς, χορτολιβαδικές, ελώδεις, υγροτοπικές, αγροτικές, παρόχθιες, παραλίμνιες και παράκτιες εκτάσεις, καθώς και ερημονησίδες, με την προϋπόθεση ότι οι εκτάσεις αυτές, είτε είναι απαραίτητες για τη διατροφή, διαχείμαση, αναπαραγωγή ή τη διάσωση των ειδών της άγριας πανίδας ή αυτοφυούς χλωρίδας που είναι μοναδικά, σπάνια ή απειλούνται με εξαφάνιση [ή] είτε αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα τύπου βιοτόπου. 6. Εντός των καταφυγίων άγριας ζωής απαγορεύεται η θήρα κάθε θηράματος και κάθε είδους της άγριας πανίδας, η σύλληψη κάθε είδους της άγριας πανίδας για μη ερευνητικούς σκοπούς, η καταστροφή κάθε είδους ζώνης με φυσική βλάστηση, η καταστροφή των ζωντανών φυτοφρακτών, η αμμοληψία, η αποστράγγιση και αποξήρανση ελωδών εκτάσεων, η ρύπανση των υδατικών πόρων και η ένταξη έκτασης καταφυγίου άγριας ζωής σε πολεοδομικό ή ρυμοτομικό σχεδιασμό. … Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύλληψη ειδών της άγριας πανίδας και η μεταφορά τους προς εμπλουτισμό άλλων κατάλληλων περιοχών μόνον από τη Δασική Υπηρεσία». Περαιτέρω, στην παρ. 8 του ίδιου άρθρου 254 ορίσθηκε ότι «εντός των καταφυγίων άγριας ζωής η Δασική Υπηρεσία δύναται να προγραμματίζει και να εκτελεί ειδικά έργα βελτίωσης του βιοτόπου των καταφυγίων άγριας ζωής και έργα ικανοποίησης των οικολογικών αναγκών του βιολογικού κύκλου των ειδών της άγριας πανίδας και αυτοφυούς χλωρίδας και ιδίως αναδάσωση, διατήρηση ακαλλιέργητων εκτάσεων, διατήρηση εκτάσεων με παραδοσιακές καλλιέργειες, έργα αναβάθμισης και αποκατάστασης υγροτοπικών εκτάσεων, δημιουργία και ανάπτυξη ζωνών φυτικής βλάστησης, δημιουργία δενδροστοιχιών κατά μήκος των αγροτικών δρόμων και ελωδών εκτάσεων. …». Όπως έχει κριθεί, τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων που με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 57 του ν. 2637/1998 μετονομάσθηκαν σε καταφύγια άγριας ζωής, έχουν, κατά νόμο, ως σκοπό τη διατήρηση, ανάπτυξη και εκμετάλλευση του θηραματικού πλούτου και της άγριας πανίδας, αλλά και την προστασία και διάσωση του εν γένει φυσικού περιβάλλοντος της χώρας (βλ. ΣτΕ 414/2017, 831/2009, 2796/2002). Περαιτέρω, o χαρακτηρισμός περιοχής ως καταφυγίου άγριας ζωής, διά του καθορισμού των ορίων αυτού, έχει ως συνέπεια την υπαγωγή της συγκεκριμένης εκτάσεως στο καθεστώς προστασίας το οποίο θεσπίζεται με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2637/1998 και, επομένως, η απόφαση ιδρύσεως καταφυγίου άγριας ζωής έχει κανονιστικό χαρακτήρα, τον αυτό δε κανονιστικό χαρακτήρα έχει και κάθε μεταγενέστερη του χαρακτηρισμού πράξη, τροποποιητική των ορίων ιδρυθέντος καταφυγίου άγριας ζωής (ΣτΕ 573/2016 πρβλ. ΣτΕ 3176/2012, ως προς απόφαση καθορισμού κυνηγετικής περιοχής, ΑΠ 270/1984).
9. Επειδή, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, θεμελιώδης συνιστώσα της οποίας είναι η διατήρηση και προστασία της άγριας ζωής, πρέπει να συγκεντρώνει τα προβλεπόμενα ακριβώς από το Σύνταγμα χαρακτηριστικά και να κινείται, εν προκειμένω, προς την κατεύθυνση της διατήρησης και της πρόληψης της υποβάθμισης και μείωσης της άγριας πτηνοπανίδας (ΣτΕ 414/2017, 1047/2001 κ.ά.), σύμφωνα και με τις αντίστοιχες αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η απαγόρευση της θήρας χωρίς χρονικό περιορισμό σε ορισμένη έκταση που προσφέρεται για την ενδιαίτηση, αναπαραγωγή, διέλευση κ.λπ. των άγριων πτηνών λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, αποσκοπούσα στη διατήρηση της πανίδας και της ποικιλότητάς της, όχι απλώς δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται από αυτό για την προφύλαξη και πρόληψη της καταστροφής της. Με τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις των άρθρων 253 και 254 παρ. 5-8 του Δασικού Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, έχουν θεσπισθεί ως έκφραση της επιβαλλόμενης κατά το Σύνταγμα διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος προς την κατεύθυνση της διατήρησης και της πρόληψης της υποβάθμισης ή της μείωσης της άγριας πτηνοπανίδας, υπό την έννοια δε αυτή της ορθής διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος επιβάλλεται με τις διατάξεις αυτές απόλυτη απαγόρευση της θήρας εντός των καταφυγίων άγριας ζωής. Δεν εγκαθιδρύεται δε, πάντως, από τη συνταγματική αυτή διάταξη ιδιαίτερο ατομικό δικαίωμα, συναπτόμενο προς την προστασία του περιβάλλοντος, σχετικό με την άσκηση της θηρευτικής δραστηριότητας.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι, εφόσον η οργανωμένη θήρα αποτελεί, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μορφή διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, στοιχειοθετείται αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα της χλωρίδας και πανίδας, προστατεύεται δε βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος και, επομένως, οποιοσδήποτε περιορισμός της θήρας, και μάλιστα απόλυτος, όπως, εν προκειμένω, η επ’ αόριστον απαγόρευση, πρέπει είτε να θεσπίζεται με νόμο είτε με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Κατά τα αιτούντα σωματεία, οι διατάξεις των άρθρων 253 και 254 παρ. 5-8 του Δασικού Κώδικα είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικές, καθ’ όσον προέβλεπαν για την ίδρυση Κ.Α.Ζ. την έκδοση αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας και, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η υπαγωγή εκτάσεως στο καθεστώς προστασίας το οποίο θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2637/1998 δεν αφορά στη ρύθμιση της οργάνωσης και άσκησης ατομικού δικαιώματος, ώστε, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η σχετική εξουσιοδότηση να πρέπει να παρασχεθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
11. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ως “ειδικότερα θέματα”, για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική του ρύθμιση, έστω και σε γενικό, αλλά ορισμένο πλαίσιο (ΣτΕ 414/2017, 235/2012 Ολομ., 1892/2010 Ολομ., 2815/2004 Ολ. κ.ά.).
12. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε υπό τον τύπο πράξης που δεν αποτελεί προεδρικό διάταγμα, διότι δεν συντρέχουν οι συνταγματικές προϋποθέσεις (άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.) παροχής εξουσιοδότησης για την έκδοση κανονιστικής πράξης σε άλλα όργανα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι το ρυθμιζόμενο με την προσβαλλόμενη πράξη ζήτημα δεν είναι ούτε τεχνικό, αλλά ούτε και τοπικό, αφού η θεσπιζόμενη απαγόρευση αφορά όλους τους κυνηγούς και όχι μόνο τους προερχόμενους από ένα συγκεκριμένο τόπο. Συναφώς προβάλλεται ότι η ίδρυση του ένδικου καταφυγίου άγριας ζωής έλαβε χώρα με απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας Β. Αιγαίου “προκειμένου η Διοίκηση να αποφύγει τον κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενο έλεγχο” του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά παράβαση και της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντ., η οποία προβλέπει τη σχετική με την επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ανεξαρτήτως, όμως, αν, κατά το Σύνταγμα, ο τοπικός χαρακτήρας του ρυθμιζόμενου ζητήματος με κανονιστική πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος εξαρτάται από το αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση επηρεάζει πρόσωπα συνδεόμενα με ορισμένη μόνο περιοχή ή αν συναρτάται, με το χωρικό αντικείμενο της ρύθμισης, προεχόντως ή αποκλειστικά, εν προκειμένω, πάντως, το ρυθμιζόμενο ζήτημα, δηλαδή η απαγόρευση θήρας, χωρίς χρονικό περιορισμό, σε ορισμένη περιοχή, αποτελεί ειδικότερο θέμα σε σχέση με τη γενική απαγόρευση θήρας σε περιοχές που λόγω των χαρακτηριστικών τους είτε είναι απαραίτητες για την επιβίωση ενός ή περισσοτέρων μοναδικών, σπανίων ή απειλουμένων με εξαφάνιση ειδών είτε αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα τύπου βιοτόπου, ήτοι πληρούν τις καθοριζόμενες από το άρθρο 57 παρ.3 του ν. 2637/1998 προϋποθέσεις. Για το λόγο αυτό οι σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις μπορούν να τεθούν με πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί αυτός ο λόγος ακυρώσεως. Συναφώς, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης έγινε με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας προκειμένου να αποφευχθεί η, κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 περιπτ. δ΄ του Συντάγματος, γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το μεν διότι η εξουσιοδοτική διάταξη δεν αντίκειται, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, στο Σύνταγμα, το δε διότι ο έλεγχος της αποφάσεως αυτής υπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σύμφωνα με την περιπτ. 1 της ανωτέρω παραγράφου.
14. Επειδή, ως προς την απαγόρευση ένταξης των εκτάσεων Κ.Α.Ζ. σε πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά και την κατά τα λοιπά υπαγωγή των εκτάσεων αυτών στο προβλεπόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις προστατευτικό καθεστώς, ήτοι απαγόρευση δραστηριοτήτων που θίγουν είδη της άγριας πανίδας και χλωρίδας και τα ενδιαιτήματά τους, αυστηρότερη περιβαλλοντική αδειοδότηση εκτελέσεως έργων ή εργασιών, δυνατότητα απαγορεύσεως ή επιβολής περιορισμών, με απόφαση ομοίως του Γ.Γ. Περιφέρειας, στην άσκηση αλιείας, γεωργίας, βοσκής, υλοτομίας, οι διατάξεις των παρ. 5-8 του άρθρου 254 του ν.δ/τος 86/1969 δεν αντίκεινται στα άρθρα 24, 43 παρ. 2, 101 και 102 του Συντάγματος διότι πρόκειται για υπαγωγή σε προστατευτικό καθεστώς προς διαφύλαξη των διαβιούντων σε αυτές ειδών, με συνέπεια την εφαρμογή προστατευτικών του φυσικού περιβάλλοντος διατάξεων (ΣτΕ 669/2017 σκ.4) και όχι για θέσπιση πολεοδομικών ρυθμίσεων, οι οποίες συνεπάγονται επεμβάσεις σε γενικότερου ενδιαφέροντος προστατευόμενες περιοχές του φυσικού περιβάλλοντος και για το λόγο αυτό απαιτείται η θέσπισή τους να γίνεται με τη σύμπραξη κεντρικών κρατικών οργάνων. Επομένως, εφόσον η ίδρυση ή τροποποίηση (επέκταση) των ορίων Καταφυγίου Άγριας Ζωής, σύμφωνα με τις ειδικές ως άνω διατάξεις του Δασικού Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, πραγματοποιείται με κριτήρια διάφορα αυτών του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως, απορριπτέα είναι και τα προβαλλόμενα περί της ανάγκης να ρυθμίζονται τα συγκεκριμένα ζητήματα ίδρυσης ή τροποποίησης ΚΑΖ με την έκδοση πράξεων των οργάνων της κεντρικής Διοίκησης ως απτόμεναι ενός ευρύτερου περιβαλλοντικού σχεδιασμού, δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη, η εκτίμηση της ανάγκης ιδρύσεως ΚΑΖ σε ορισμένη περιοχή προϋποθέτει μόνον αξιολόγηση των κρίσιμων περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών (της άγριας πανίδας ή της αυτοφυούς χλωρίδας) της συγκεκριμένης και τοπικά εντοπισμένης εκτάσεως και συνεπώς δεν συνιστά αντικείμενο ευρύτερου σχεδιασμού, επιτρεπτώς δε, κατά το άρθρο 101 του Συντάγματος, πραγματοποιείται σε τοπικό επίπεδο από τα όργανα της αποκεντρωμένης Διοίκησης.
15. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι στην θεσπιζόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 η ως άνω Κ.Υ.Α. 414985/29.11.1985 απόλυτη απαγόρευση θήρας, δεν αναφέρονται τα Κ.Α.Ζ. αλλά μόνο τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων του άρθρου 253 του ν.δ/τος 86/1969 και οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, στις οποίες δεν ανήκουν τα Κ.Α.Ζ. του άρθρου 254 παρ. 5 του ως άνω ν.δ/τος 86/1969, όπως ισχύει. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αβασίμως, διότι, κατά τη ρητή διατύπωση της σχετικής διατάξεως (άρθρο 6 παράγρ. 1 περίπτ. Α΄ της Κ.Υ.Α.), στις περιοχές « για τις οποίες ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις ή απαγορεύσεις θήρας» περιλαμβάνονται τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων, δηλαδή η πρόδρομη του καταφυγίου άγριας ζωής μορφή ενδιαιτήματος άγριας πανίδας, ήδη δε και τα καταφύγια άγριας ζωής, όπως μετονομάσθηκαν τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων, καθώς αυτά αποτελούν τη διάδοχη μορφή προστατευτικού ενδιαιτήματος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 6.
16. Επειδή, στη συνέχεια προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 254 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα διότι δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για την ίδρυση Κ.Α.Ζ., καθώς δεν προσδιορίζονται το είδος και τα χαρακτηριστικά της περιοχής, εντός της οποίας ιδρύεται το επίμαχο ΚΑΖ ως δασικής, δασοσκεπούς, παραλίμνιας κλπ. και δεν παρατίθενται στοιχεία ως προς ένα έκαστο των θηρευσίμων ειδών. Συναφώς προβάλλεται ότι η Διοίκηση δεν επικαλείται οποιαδήποτε μελέτη από την οποία να διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων της ως άνω διατάξεως του άρθρου 254 παρ. 5 του ν.δ/τος 86/1969, αλλά περιορίζεται απλώς στις εισηγήσεις-εκθέσεις των υπαλλήλων της Διεύθυνσης Δασών, οι οποίες, όμως, δεν αποτελούν μελέτες, και μάλιστα επιστημονικές, καταγραφής των χαρακτηριστικών της περιοχής και των θηρεύσιμων ειδών που υπάρχουν σε αυτή, αμφισβητούνται έντονα από τη Διεύθυνση ΠΕ.ΧΩ. της Περιφέρειας Β. Αιγαίου με το προαναφερθέν από 16.4.2009 έγγραφό της και είναι παρωχημένες διότι συντάχθηκαν δύο και πλέον έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης. Κατά τα αιτούντα, η προσβαλλομένη, η οποία δεν συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη, στερείται αιτιολογίας, αν και, ως ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, έχρηζε ειδικής και ορισμένης αιτιολογίας, αφού αποτελεί επαχθές μέτρο, απόλυτου και γενικού χαρακτήρα, σε βάρος των κυνηγών.
17. Επειδή, ανεξαρτήτως του αν μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων για την ίδρυση ή επέκταση Κ.Α.Ζ περιλαμβάνεται η εκπόνηση σχετικής επιστημονικής μελέτης, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το εκτιθέμενο, στη σκέψη 7, περιεχόμενο της από 30.7.2007 εκθέσεως – εισηγήσεως, κατ’ επίκληση της οποίας (βλ. υπ’ αρ. 20 προοιμίου) εκδόθηκε η προσβαλλομένη, αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά επιστημονικής μελέτης, αντιμετωπίζει δε επαρκώς τα ζητήματα που αφορούν το είδος και τα χαρακτηριστικά της εκτάσεως, όπως και τα είδη της χλωρίδας και πανίδας που απαντώνται σε αυτή και χρήζουν της παρεχόμενης διά των Κ.Α.Ζ. προστασίας (απόλυτη απαγόρευση θήρας). Εξ άλλου, η ως άνω από 16.4.2009 γνωμοδότηση της Δ/νσης ΠΕ.ΧΩ. της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, όπως προκύπτει από το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 8 περιεχόμενό της, δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις περί συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την ίδρυση του ενδίκου Κ.Α.Ζ., αντιθέτως, “με επιδίωξη τη βελτιστοποίηση και όχι την ακύρωση της μελέτης”, επισημαίνει ότι κρίνει ως απαραίτητη την άμεση προστασία των περιοχών Natura, λόγω καθυστερήσεως των σχετικών με τις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες διαδικασιών. Επομένως οι ανωτέρω λόγοι, περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 254 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα, όπως ισχύει, για την ίδρυση του Κ.Α.Ζ. και περί ελλείψεως σχετικής μελέτης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, ο περί αναιτιολογήτου λόγος, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η προσβαλλομένη είναι ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 6, αυτή έχει κανονιστικό χαρακτήρα και ελέγχεται μόνον από την άποψη της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως, επί τη βάσει της οποίας εκδίδεται, καθώς και της ενδεχόμενης υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 4788-89/2014 7μ, 414/2017 σκ. 11, 1346/2017 σκ. 11, 3176/2012, 3862/2011). Άλλωστε, εν προκειμένω, η κρίση της Διοίκησης ότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ίδρυση Κ.ΑΖ., ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτουν τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της έκτασης (δημιουργία υγροτοπικού οικοσυστήματος με μεγάλη συγκέντρωση άγριας πτηνοπανίδας, ενδημικής και μεταναστευτικής, ένταξη στο δίκτυο Natura 2000, εναλλαγή τύπων οικοτόπων κ.λπ.) (πρβλ. και ως άνω ΣΕ 414/2017 σκ. 11).
18. Επειδή, προβάλλεται προεχόντως αορίστως και, επομένως, απαραδέκτως, ότι η πρόβλεψη περί δυνατότητας θεσπίσεως πρόσθετων περιορισμών, των οποίων περιεχόμενο δεν συγκεκριμενοποιείται, με απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας Β. Αιγαίου, συνιστά ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση, κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ενώ ομοίως απαραδέκτως, και ειδικότερα χωρίς έννομο συμφέρον προβάλλεται ότι μη νομίμως θεσπίζονται με απόφαση Γ.Γ. Περιφέρειας, όροι και περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων, αυστηρότερες προϋποθέσεις εκτελέσεως έργων και εργασιών, καθώς και ότι η υπαγωγή της εκτελέσεως έργων και εργασιών σε αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς την υποβολή Μ.Π.Ε. κείται εκτός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 254 παρ. 5-8 του Δασικού Κώδικα. Και τούτο διότι οι πλησσόμενες με τα ανωτέρω ρυθμίσεις της προσβαλλομένης δεν αφορούν τη θήρα, αλλά άλλες, επιτρεπόμενες κατ’ αρχήν δραστηριότητες, ήτοι αλιεία, γεωργία, βοσκή, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους καταστατικούς σκοπούς των αιτούντων σωματείων (ΣτΕ 3164/2015 7μ σκ. 22, 1705/2017 Ολ σκ. 6 και 8, 3920/2010, κ.α.).
19. Επειδή, δεν συνιστούν παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η οποία, κατά τα ανωτέρω, λόγω του κανονιστικού χαρακτήρα της, ελέγχεται μόνο από την άποψη της συνδρομής των όρων και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την έκδοσή της, ο μη ειδικότερος προσδιορισμός στα στοιχεία του προοιμίου των απόψεων που ζητήθηκαν, “επί του συνολικού σχεδιασμού του δικτύου ΚΑΖ”, από Ο.Τ.Α., υπηρεσίες και φορείς, όπως, αορίστως άλλωστε, προβάλλεται, δεδομένου ότι τέτοιες γνωμοδοτήσεις ή απόψεις δεν προβλέπονται από την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 254 του Δασικού Κώδικα. Ομοίως, δεν συνεπάγεται παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης, το ότι η τεθείσα χρονική προθεσμία των 10 ημερών, κατά την αρμόδια Διεύθυνση ΠΕ.ΧΩ, είναι, κατά την εκτίμησή της, ιδιαίτερα περιοριστική για την αξιολόγηση της μελέτης επαναπροσδιορισμού των Κ.Α.Ζ. και τη διατύπωση απόψεων επ` αυτής, η δε προχειρότητα, με την οποία η Διοίκηση εξέδωσε την προσβαλλομένη, βεβιασμένα και προσχηματικά, κατά τα αιτούντα, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι με την πράξη αυτή η Διοίκηση δεν προγραμμάτισε, κατά τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει η παρ. 8 του άρθρου 254 του Δασικού Κώδικα, ειδικά έργα βελτίωσης του βιοτόπου, δεδομένου ότι αντικείμενο ρυθμίσεως της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί η τροποποίηση των ορίων του υφιστάμενου ΚΑΖ σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου αυτού και όχι ο προγραμματισμός τέτοιων έργων, ο οποίος διενεργείται από τη Δασική Υπηρεσία κατά διακριτική της ευχέρεια.
20. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η απόλυτη απαγόρευση θήρας στην επίμαχη περιοχή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας η οποία διέπει και την εφαρμογή του προγράμματος Natura 2000, όπως προκύπτει από την όγδοη αιτιολογική σκέψη και τις διατάξεις των άρθρων 2 και 6 παρ. 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, και τούτο, διότι, κατά τα αιτούντα, η θήρα αποτελεί μορφή διαχειρίσεως του φυσικού περιβάλλοντος, δεν είναι ασύμβατη με την προστασία των περιοχών του ως άνω ευρωπαϊκού δικτύου και η απαγόρευσή της δεν ήταν επιβεβλημένη για την προστασία της ένδικης περιοχής, η οποία έχει ενταχθεί στο ως άνω δίκτυο Natura 2000. Εφόσον, όμως, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η ένταξη της περιοχής στο προστατευτικό καθεστώς των ΚΑΖ, στο οποίο, κατά νόμο, προβλέπεται ως συνέπεια η απαγόρευση της θήρας, στηρίζεται στα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτει η ανάγκη της απαγόρευσης αυτής ως του προσήκοντος μέτρου προστασίας της άγριας πανίδας, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Υπό την εκδοχή, δε ότι προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 254 του Δασικού Κώδικα, ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ομοίως ως αβάσιμος, δεδομένου ότι οι διατάξεις των άρθρων 253, 254 και 257 του Δασικού Κώδικα βρίσκονται σε αρμονία με τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1), θεμελιώδης συνιστώσα της οποίας είναι, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 9, η διατήρηση και προστασία της άγριας ζωής, ιδίως σε εκτάσεις του χώρου που κατ’ εξοχήν προσφέρονται γι’ αυτό, εναρμονίζονται δε και με την διέπουσα το δίκαιο του περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχή της πρόληψης (πρβλ ΣτΕ 414/2017).
21. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
1601/2019 ΣΤΕ ( 758764)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
ΟΠΑΠ. Αίτηση ακύρωσης της 229/2/2016 αποφάσεως της ΕΕΕΠ με τίτλο «Κανονισμός Πρακτόρων της ΟΠΑΠ Α.Ε.». Οι περιορισμοί της δραστηριότητας και της προσφοράς τυχερών παιγνίων, που συνεπάγεται, κατ’ ανάγκην, η θέσπιση συστήματος χορηγήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων σε έναν μόνον οργανισμό, μπορούν να δικαιολογηθούν για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 4002/2011, σχετικά με τα θέματα που ρυθμίζει ο Κανονισμός Παιγνίων που εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ειδική και ορισμένη. Νομοθετική εξουσιοδότηση, κατά το άρθρο 54 παρ. 5 του ν. 4002/2011, προς την ΕΕΠΠ για τη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τους πράκτορες ΟΠΑΠ. Με το άρθρο 47 του ν. 3905/2010 δεν κυρώθηκαν οι συμβάσεις που είχαν υπογραφεί μεταξύ πρακτόρων και ΟΠΑΠ, αλλά απλώς προβλέφθηκε ότι αυτές εξακολουθούν να ισχύουν. Δεν μεταβιβάζονται αρμοδιότητες της ΕΕΕΠ στον ΟΠΑΠ, εφόσον οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πρακτορείων καθορίζονται με τον προσβαλλόμενο Κανονισμό, ενώ η αποφασιστική αρμοδιότητα για την έγκριση της πρότασης γεωγραφικής κατανομής των πρακτορείων επιφυλάσσεται στην ΕΕΕΠ. Ο προσβαλλόμενος Κανονισμός Πρακτόρων δεν επέφερε μεταβολή στον τρόπο υπολογισμού των προμηθειών των πρακτόρων, αλλά απλώς ορίζεται ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει να αποτελούν περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτόρευσης. Για να λειτουργήσει το σύστημα ελέγχου και εποπτείας απαιτείται δυνατότητα της ΟΠΑΠ ΑΕ να έχει τον κεντρικό έλεγχο στο δίκτυο των παρόχων της σε όλη την Ελλάδα. Η οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των πρακτόρων υπόκειται καταρχήν στους περιορισμούς που απορρέουν από τη φύση της υφιστάμενης κατά το χρόνο έκδοσης του Κανονισμού σύμβασής τους με τον ΟΠΑΠ, οι οποίοι δεν μπορούν να εξικνούνται μέχρι την καταδυνάστευση των πρακτόρων με την επιβολή εξαιρετικά επαχθών όρων. Ο περιορισμός μεταβίβασης των πρακτορείων σε τρίτα πρόσωπα, ο καθορισμός των επιτρεπομένων παιγνίων ανά τύπο πρακτορείου και η πρόβλεψη πλαισίου ωραρίου συνιστούν ρυθμίσεις πρόσφορες και δεν μπορούν να θεωρηθούν δυσανάλογες και αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ ή το κοινοτικό δίκαιο. Τα άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζονται για την επίδικη δραστηριότητα, ενώ το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ αφορά τη συμπεριφορά επιχειρήσεων και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι η φύση της συμβατικής σχέσεως πρακτόρων και ΟΠΑΠ ΑΕ, είναι εκείνη της εμπορικής αντιπροσωπείας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 1601/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
2. Επειδή, με την αίτηση ζητείται η ακύρωση της 229/2/18.11.2016 αποφάσεως της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ) με τίτλο «Κανονισμός Πρακτόρων της ΟΠΑΠ Α.Ε.» (ΦΕΚ Β΄ 3923/ 07.12.2016), όπως τροποποιήθηκε με την 242/2/17.1.2017 απόφαση της ΕΕΕΠ (ΦΕΚ Β΄ 158/25.1.2017).
3. Επειδή, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ως προς τους υπ’ αριθ. 4 και 5 των αιτούντων, κατά τη σειρά που αναγράφονται στο δικόγραφο, οι οποίοι παραιτήθηκαν από την αίτηση με έγγραφη δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου τους.
13. … Τέλος, τα άρθρα 51 και 52 του ίδιου ν. 4002/2011 ρυθμίζουν, αφενός, τα της επιβολής διοικητικών κυρώσεων με αποφάσεις της Ε.Ε.Ε.Π., στις περιπτώσεις παραβάσεως των εκάστοτε νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα των τυχερών παιγνίων και, αφετέρου, τα της επιβολής ποινικών κυρώσεων, ενώ το άρθρο 54 παρ. 5, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με την παρ. 6 άρθρου 52 του ν. 4021/2011 (Α 218) και τελικά με το άρθρο 7 παρ.20 ν. 4038/2012 (Α 14), ορίζει ότι «Μέχρι την έκδοση του Οργανισμού της Ε.Ε.Ε.Π. και του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων, τα θέματα που διέπονται από αυτούς ρυθμίζονται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων όσον αφορά τον Οργανισμό της».
15. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του προμνημονευθέντος στην σκέψη 13 άρθρου 54 παρ. 5 του ν. 4002/2011, ενόψει του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε εκδοθεί το π.δ. περί θεσπίσεως Κανονισμού Παιγνίων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 229/2/18.11.2016 απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. με τίτλο «Κανονισμός Πρακτόρων της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.», η οποία τροποποιήθηκε με την 242/2/17.1.2017 απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. Με τον εν λόγω Κανονισμό, όπως τροποποιήθηκε ως άνω, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τους πράκτορες ΟΠΑΠ, όπως, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν τους τύπους, τη χωροθέτηση και λειτουργία, τις προδιαγραφές των πρακτορείων, καθώς και τις συναφείς συμβάσεις πρακτόρευσης τυχερών παιγνίων.
16. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ’ ύλην το αντικείμενό της, δηλαδή να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει, βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, κανονιστικώς (ΣτΕ Ολ. 2150, 2148, 2090/2015, 3405, 3299, 3013/2014). Εξ άλλου, ως «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΣτΕ Ολ. 1749/2016, 2150, 2148, 2090, 520, 148-
150/2015, 3299, 3013/2014, 2186/2013, 235/2012, 1297-1300, 738/2011, 3427, 1210/2010, 2815/2004 κ.ά., καθώς επίσης και ΣτΕ Ολ. 2113/2014, 3220/2010, 3489/2008, 1776/2007).
17. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 4002/2011 η ΕΕΕΠ είναι η αρμόδια αρχή για την έκδοση των αδειών, τις πιστοποιήσεις, την εποπτεία και τον έλεγχο διεξαγωγής και εκμετάλλευσης παιγνίων. Με την παρ. 3 περίπτωση ι του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι η ΕΕΕΠ είναι αρμόδια για την κατάρτιση του Κανονισμού Παιγνίων. Κατά το άρθρο 29 παρ. 3 του ως άνω νόμου, το πλήρες περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται στη σκέψη 13, με τον Κανονισμό Παιγνίων καθορίζονται -μεταξύ άλλων- οι όροι των αδειών των παιγνίων, οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που αιτούνται άδειες διεξαγωγής παιγνίων, καθώς και οι κάτοχοι αδειών και πιστοποιήσεων, η ειδικότερη διαδικασία χορήγησης αδειών, η διαδικασία πιστοποίησης και η διάρκειά της, το περιεχόμενο και η μορφή της υποχρεωτικής σήμανσης της πιστοποίησης αναφορικά με τα παίγνια και τα καταστήματα, ο προσδιορισμός πανελλαδικά των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων, των ελαχίστων αποστάσεων μεταξύ των πιστοποιημένων καταστημάτων και αναλόγως του τύπου της πιστοποίησης, από την κύρια είσοδο σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οικοτροφείων, η ελάχιστη επιφάνεια των χώρων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, ο τύπος, η μορφή και το περιεχόμενο των ειδικών σημάτων για τις χορηγούμενες πιστοποιήσεις, οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση κάθε είδους προβλεπόμενης πιστοποίησης ή/και αδειοδότησης προσώπων, παιγνίων και καταστημάτων διεξαγωγής παιγνίων, η εξειδίκευση του είδους και του ύψους των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων, εντός των ορίων που θέτουν οι κείμενες διατάξεις, ανά παράβαση ή ανά κατηγορία παραβάσεων, ο τρόπος και τα όργανα βεβαίωσης των παραβάσεων, η διαδικασία ελέγχου και πιστοποίησής τους, η διαδικασία είσπραξης των προστίμων, ο τρόπος καταβολής και η ειδικότερη διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ο τρόπος, η διαδικασία και τα είδη του ασκούμενου ελέγχου, τα ειδικότερα κριτήρια, βάσει των οποίων η ΟΠΑΠ ΑΕ συμβάλλεται με πράκτορες, ιδίως δε κριτήρια δημογραφικά, ώστε να υφίσταται εύλογη σχέση ανάμεσα στον αριθμό των πρακτορείων σε κάθε περιοχή προς τον πληθυσμό της περιοχής αυτής, προκειμένου να αποτρέπεται μεγάλη συγκέντρωση πρακτορείων στην ίδια εδαφική περιοχή, κριτήρια και προϋποθέσεις για τη διασφάλιση των βασικών σκοπών και των θεμελιωδών αρχών της πρακτόρευσης τυχερών παιγνίων. Υπό τα δεδομένα αυτά στο προεκτεθέν άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 4002/2011 ορίζονται αναλυτικά τα θέματα, τα οποία ρυθμίζει ο Κανονισμός Παιγνίων και υπό την έννοια αυτή η παρεχόμενη με τη διάταξη αυτή εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να θεσπίσει τον Κανονισμό αυτό είναι ειδική και ορισμένη.
18. Επειδή, περαιτέρω, από τη διατύπωση του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 4002/2011, ως προς τα ειδικά ζητήματα των πρακτόρων ΟΠΑΠ που μπορούν να ρυθμιστούν με τον Κανονισμό Παιγνίων, συνάγεται η σαφής βούληση του νομοθέτη να τεθούν περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των πρακτόρων της ΟΠΑΠ ΑΕ, η βούληση μάλιστα αυτή δεν εξαντλείται σε μια γενικόλογη αναφορά σε «όρους λειτουργίας παιγνίων» και «όρους και περιορισμούς αδειών», αλλά τίθενται τα κριτήρια, με τα οποία ο ΟΠΑΠ συμβάλλεται με πράκτορες, δηλαδή όροι και περιορισμοί, οι οποίοι αφορούν τόσο την απόκτηση της σχετικής άδειας (πχ. σύμβαση πρακτόρευσης, σήμανση, δημογραφικά όρια καταστημάτων, όροι απόστασης καταστημάτων) όσο και την κατοχή αυτής (άρα και τη μεταβίβασή της) όσο και τη λειτουργία των πρακτορείων (όπως το ωράριο λειτουργίας). Ακόμη στην εξουσιοδοτική διάταξη ορίζονται οι σκοποί, οι κατευθύνσεις και το πλαίσιο, εντός του οποίου τίθενται περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία των πρακτόρων του ΟΠΑΠ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 29 παρ. 3 στοιχείο 31 του ν. 4002/2011, ο σκοπός είναι η εμπέδωση της δημόσιας τάξης, η προστασία του κοινού από τον εθισμό στα τυχερά παίγνια, η πρόληψη της απάτης, η καταστολή του εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η προστασία των ανηλίκων και των καταναλωτών, η εξασφάλιση της διαφάνειας και του αδιάβλητου των τυχερών παιγνίων, η κανονική, απρόσκοπτη, ελεγχόμενη και ασφαλής διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων, καθώς και ο αυστηρός έλεγχος των όρων και των προϋποθέσεων διεξαγωγής της στοιχηματικής δραστηριότητας και της συμμετοχής του κοινού σε αυτή, ώστε με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλίζεται η ακεραιότητα των γεγονότων, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της στοιχηματικής δραστηριότητας, οι βασικοί κανόνες, οι όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας της επιχείρησης του πράκτορα. Στο άρθρο 36 του ιδίου νόμου ορίζονται τα περί υποχρεωτικής σήμανσης παιγνίων και καταστημάτων με παιγνιομηχανήματα. Το άρθρο 39 αναφέρεται στην αδειοδότηση παιγνίων με παιγνιομηχανήματα σε παραχωρησιούχους, με την πρόβλεψη μάλιστα η χορηγούμενη άδεια να είναι προσωπική και αμεταβίβαστη. Στο άρθρο 40 καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την ΟΠΑΠ ΑΕ και τους παραχωρησιούχους, ενώ στα άρθρα 42,43 και 44 τα περί πιστοποιήσεως καταστημάτων με παιγνιομηχανήματα. Στο άρθρο 47 του ιδίου νόμου περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις κατόχων άδειας διενέργειας παιγνίων με παιγνιομηχανήματα ή μέσω διαδικτύου.
19. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 54 παρ. 5 του ν. 4002/2011 προβλέπεται η δυνατότητα να ρυθμίζονται, μέχρι να εκδοθεί το σχετικό προεδρικό διάταγμα, με απόφαση της Ε.Ε.Π.Π. όλα τα ζητήματα που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο του Κανονισμού Παιγνίων. Οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν βάσει της το πρώτον εφαρμογής της ως άνω διατάξεως για τη ρύθμιση των ζητημάτων των πρακτορείων ΟΠΑΠ, δηλαδή ειδικού αντικειμένου που εμπίπτει στο πεδίο του Κανονισμού Παιγνίων, και αποσκοπούν στην κάλυψη σχετικού νομοθετικού/κανονιστικού κενού, ως προς την ύπαρξη του οποίου ήρθη κάθε ερμηνευτική αμφιβολία κατόπιν της ρητής κατάργησης, με το άρθρο 24 παρ. 60 του ν. 4141/2013, της 25148/27.10.1999 απόφασης του Υπουργού και Υφυπουργού Πολιτισμού (βλ. σκέψη 12) και εν όψει της, ήδη από πολλών ετών, λειτουργίας τέτοιων πρακτορείων χωρίς κανονιστικό πλαίσιο, με τους κινδύνους που η διατήρηση του κενού αυτού συνεπάγεται για την επίτευξη των προαναφερθέντων δημοσίου ενδιαφέροντος στόχων της νομοθεσίας για τα τυχερά παίγνια. Όπως, εξ άλλου, προκύπτει από όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, οι ουσιαστικές ρυθμίσεις του κρίσιμου ζητήματος, των όρων δηλαδή αδειοδότησης και λειτουργίας πρακτορείων ΟΠΑΠ, εμπεριέχονται κατ’ αρχήν στις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων του ν. 4002/2011, με τις προσβαλλόμενες δε πράξεις της ΕΕΕΠ, δηλαδή της ανεξάρτητης αρχής που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο και την εποπτεία της αγοράς παιγνίων (η οποία λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συνιστά αυστηρά ρυθμισμένη αγορά), ρυθμίζονται τα συναφή ειδικότερα και τεχνικά ζητήματα, τα οποία είναι αναγκαία για την απαιτούμενη από το ενωσιακό δίκαιο παροχή επαρκών εγγυήσεων για την με συνεπή και συστηματικό τρόπο επίτευξη των θεμιτών σκοπών της διατήρησης μονοπωλίου στη συγκεκριμένη αγορά, δεδομένου ότι οι σχετικές ρυθμίσεις προϋποθέτουν χρήση επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, την οποία, εξ αντικειμένου, διαθέτει η αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο της αγοράς των τυχερών παιγνίων Αρχή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η νομοθετική εξουσιοδότηση που παρέχεται με το άρθρο 54 παρ. 5 του ν. 4002/2011 στην ΕΕΠΠ για τη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τους πράκτορες ΟΠΑΠ, και της οποίας γίνεται για πρώτη φορά χρήση για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων προκειμένου να ρυθμιστεί το κατά τα ανωτέρω καταλειφθέν αρρύθμιστο καθεστώς των πρακτορείων ΟΠΑΠ, δεν αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 4242/2015).
20. Επειδή, προβάλλεται ότι τα ζητήματα της μεταβιβάσεως πρακτορείων και εμπορικής πολιτικής κείνται εκτός της παρεχομένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το μεν πρώτο ζήτημα ευρίσκεται εντός του ρυθμιστικού πεδίου του Κανονισμού Παιγνίων που αφορά ειδικά τα ζητήματα πρακτόρων ΟΠΑΠ, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται στην έννοια του καθορισμού των όρων των αδειών των παιγνίων και των ειδικότερων προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που αιτούνται άδειες διεξαγωγής παιγνίων, καθώς και οι κάτοχοι αυτών (αντικείμενο που μνημονεύεται στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3, εδάφια 1, 2 και 31 του ν. 4002/2011), το δε δεύτερο ζήτημα ευρίσκεται επίσης εντός του ρυθμιστικού πεδίου του Κανονισμού Παιγνίων που αφορά τα ζητήματα πρακτόρων ΟΠΑΠ, καθώς εντάσσεται στον καθορισμό των ειδικότερων κριτηρίων, βάσει των οποίων η ΟΠΑΠ ΑΕ συμβάλλεται με πράκτορες (αντικείμενο που μνημονεύεται στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3, εδάφιο 31 του ν. 4002/2011). Προβάλλεται ακόμη ότι είναι εκτός εξουσιοδοτήσεως και οι εξής διατάξεις του προσβαλλόμενου Κανονισμού: το άρθρο 5.4.3.2 (με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στον ΟΠΑΠ στην, υποκείμενη σε έγκριση από την ΕΕΕΠ, πρόταση για την γεωγραφική κατανομή των πρακτορείων που υποβάλλει στην ΕΕΕΠ να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι πρακτικές συμμόρφωσης του φορέα εκμετάλλευσης και των πρακτόρων με τις αρχές υπεύθυνου παιχνιδιού), το άρθρο 5.4.3.3 (με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στον ΟΠΑΠ στην πρόταση για την γεωγραφική κατανομή των πρακτορείων που υποβάλλει στην ΕΕΕΠ να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι πρακτικές συμμόρφωσης του φορέα εκμετάλλευσης και των πρακτόρων με τις κείμενες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από τα υπόχρεα πρόσωπα, στην αγορά υπηρεσιών τυχερών παιγνίων) και το άρθρο 9.3.6 (με τη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι στις συμβάσεις πρακτόρευσης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του πράκτορα να τηρεί τις διαδικασίες, οδηγίες και υποδείξεις του φορέα εκμετάλλευσης και της ΕΕΕΠ και ιδίως τις διαδικασίες που εφαρμόζει ο φορέας εκμετάλλευσης σχετικά με τις διατάξεις περί καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, την απαγόρευση πρόσβασης στα άτομα που δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν στα τυχερά παίγνια που διεξάγονται στο πρακτορείο, την ασφάλεια και συντήρηση του εξοπλισμού διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, το υπεύθυνο παιχνίδι και την καταπολέμηση του παράνομου στοιχηματισμού). Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι επίσης ως αβάσιμοι, διότι τα εν λόγω ζητήματα ευρίσκονται εντός του ρυθμιστικού πεδίου του Κανονισμού Παιγνίων που αφορά ειδικά τα ζητήματα πρακτόρων ΟΠΑΠ, όπως το περιεχόμενο του Κανονισμού προσδιορίζεται από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 4002/2011 και ειδικότερα από τα εδάφια 9 και 31 της παραγράφου αυτής …
23. Επειδή, προβάλλεται ότι με σειρά διατάξεων του προσβαλλόμενου Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ παρέχεται μη νόμιμη υπεξουσιοδότηση από την ΕΕΕΠ στην ΟΠΑΠ ΑΕ για τη ρύθμιση διαφόρων θεμάτων. Ειδικότερα α) με το άρθρο 9.3. του Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ, σύμφωνα με το οποίο η ΟΠΑΠ Α.Ε. καθορίζει τα παίγνια που παρέχονται σε κάθε πρακτορείο στο πλαίσιο της εμπορικής του πολιτικής, ενώ, κατά τους αιτούντες, με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη οι όροι των αδειών των παιγνίων πρέπει να καθορίζονται με τον Κανονισμό, β) με το άρθρο 9.3.13 του Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ, σύμφωνα με το οποίο στις συμβάσεις πρακτόρευσης περιλαμβάνονται οι προμήθειες, οι τυχόν εγγυήσεις και ο τρόπος απόδοσης των εισπράξεων και εκκαθάρισης των οικονομικών συναλλαγών των πρακτόρων, σε αντίθεση, κατά τους αιτούντες, με το άρθρο 29 παρ. 20 του ν. 4002/2011, σύμφωνα με το οποίο με τον Κανονισμό Παιγνίων ρυθμίζεται το μέγιστο ποσοστό κέρδους που αποδίδει κάθε μορφή τυχερού παιγνίου, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των κερδών κ.λπ., γ) με το άρθρο 5.8 του Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ, σύμφωνα με το οποίο το ωράριο λειτουργίας των πρακτορείων προσδιορίζεται από τον φορέα της εκμετάλλευσης, εντός των ορίων από 09.00 μέχρι 24.00, ενώ, ενώ, κατά τους αιτούντες, με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη (άρθρο 29 παρ. 14 ν. 4002/2011) ο προσδιορισμός πανελλαδικά των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων πρέπει να γίνεται με τον Κανονισμό, δ) με το άρθρο 5 του Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ, με το οποίο, κατά τους αιτούντες, αντί της ΕΕΕΠ, όπως απαιτείται με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη, η κατανομή των πρακτορείων με γεωγραφικά-πληθυσμιακά κριτήρια γίνεται από την ΟΠΑΠ ΑΕ, στην οποία ανατίθεται βάσει κάποιων ενδεικτικών αδρών κατευθυντηρίων γραμμών με την υποχρέωση να υποβάλει πρόταση στην ΕΕΕΠ, η οποία θεωρείται σιωπηρώς εγκριθείσα σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης 45 ημερών από την υποβολή της πρότασης και η ΕΕΕΠ υποχρεούται να εκδώσει σχετική διαπιστωτική πράξη εντός 30 ημερών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι με τις εν λόγω διατάξεις δεν μεταβιβάζονται αρμοδιότητες της ΕΕΕΠ στον ΟΠΑΠ, δεδομένου ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πρακτορείων καθορίζονται με τον προσβαλλόμενο Κανονισμό Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ (όπως, τύποι πρακτορείων με αντίστοιχα επιτρεπόμενα παίγνια, αποστάσεις από σχολεία, αποστάσεις μεταξύ πρακτορείων, κριτήρια χωροθέτησης, ελάχιστο εμβαδόν ανάλογα με τον τύπο), ενώ η αποφασιστική αρμοδιότητα για την έγκριση της πρότασης γεωγραφικής κατανομής των πρακτορείων παραφυλάσσεται στην ΕΕΕΠ, τούτο δε δεν αναιρείται από την πρόβλεψη προθεσμίας μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η πρόταση θεωρείται σιωπηρώς εγκριθείσα. Τέλος, ανεξαρτήτως του ότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 20 του ν. 4002/2011 επιβάλλεται να οριστεί με τον προσβαλλόμενο Κανονισμό Πρακτόρων ΟΠΑΠ το μέγιστο ποσοστό κέρδους που αποδίδει κάθε μορφή τυχερού παιγνίου, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των κερδών κ.λπ., πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση με το άρθρο 9.3.13 του Κανονισμού Πρακτόρων ΟΠΑΠ απλώς καθορίζεται τι πρέπει να ρυθμίζεται με την σύμβαση πρακτόρευσης και όχι το ουσιαστικό περιεχόμενο των σχετικών όρων.
1609/2019 ΣΤΕ ( 758809)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Προστασία περιβάλλοντος. Αίτηση ακύρωση της κυα οικ. 34611/2014 για τη διαδικασία καταλογισμού και επιμερισμού χρηματικών προστίμων που επιβάλλονται στην Ελληνική Δημοκρατία λόγω καταδίκης για παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για τα απόβλητα. Η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 5 του ν. 4042/2012, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κυα, είναι σύμφωνη με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Τα άρθρα 25 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποκλείουν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στα πρόσωπα που παραβιάζουν υποχρεώσεις απορρέουσες από την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία για τα απόβλητα. Οι διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4042/2012 προβλέπουν ρητώς ότι το ύψος του παρακρατούμενου ποσού είναι ανάλογο του επιβληθέντος προστίμου και επιμερίζεται στους ΟΤΑ με βάση τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό του. Τα κριτήρια αυτά είναι πρόσφορα, αναλογικά και σύμφωνα προς τις αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητας. Νομίμως και εντός των ορίων της εξουσιοδότησης ορίζεται με την προσβαλλομένη ότι για την επιμέτρηση του κατ’ αποκοπήν ποσού λαμβάνεται υπόψη μόνο το πληθυσμιακό κριτήριο. Η υποχρέωση εκπλήρωσης νόμιμων υποχρεώσεων με χρηματικό αντικείμενο δεν μπορεί να αποκρουσθεί με την επίκληση της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ ή της ανάγκης ύπαρξης διαθέσιμων ποσών για την εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεών τους. Κριτήρια επιμερισμού στους συνυπαιτίους δήμους του κατ’ αποκοπήν ποσού και της ημερήσιας χρηματικής ποινής αντίστοιχα. Τα πληθυσμιακά κριτήρια είναι νόμιμα, διότι συναρτώνται με τη σοβαρότητα και την έκταση της ρύπανσης που προκαλείται στο περιβάλλον. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Όμοια με την αρ. 1610/2019 ΣτΕ.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων ακυρώσεως, ζητείται η ακύρωση της απόφασης οικ. 34611/14.7.2014 των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και ΥΠΕΚΑ και του Αναπλ.Υπουργού ΠΕΚΑ, «Διαδικασία καταλογισμού και επιμερισμού χρηματικών προστίμων που επιβάλλονται στην Ελληνική Δημοκρατία λόγω καταδίκης για παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45, παράγραφος 5 του ν. 4042/2012» (Β΄ 2113/1.8.2014).
3. Επειδή, οι παρατιθέμενες σε επόμενη σκέψη διατάξεις των άρθρων 44 και 45 παρ. 5 του ν. 4042/2012, κατ’επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλομένη, προβλέπουν τον καταλογισμό προστίμων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και σε ΟΤΑ ή νομικά πρόσωπα αυτών σε περίπτωση καταδίκης της Ελλάδας στην καταβολή χρηματικών ποινών για παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για τα απόβλητα, οι οποίες απορρέουν από πράξεις ή παραλείψεις των ανωτέρω προσώπων, αποσκοπούν δηλαδή στην αποτελεσματική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, η εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 5 (παρ. 1 περ. α΄) του π.δ. 361/2001 (Α΄ 244).
4. Επειδή, η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση (εφεξής “κ.υ.α.”) έχει κανονιστικό χαρακτήρα, διότι θεσπίζει γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις.
5. Επειδή, ο αιτών Δήμος με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, προβάλλοντας ότι με την απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Οκτωβρίου 2007 (C-440/2006) έγινε δεκτό ότι ο οικισμός της Ραφήνας δεν διαθέτει δίκτυα αποχέτευσης και συστήματα επεξεργασίας των αστικών λυμάτων που να ικανοποιούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ και ότι με βάση τις διατάξεις του ν. 4042/2012 και της προσβαλλόμενης κ.υ.α. θα κληθεί να καταβάλει, χωρίς δική του υπαιτιότητα, υπέρογκα πρόστιμα, δεδομένου ότι εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΕ προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ελλάδος λόγω μη συμμόρφωσης προς την ως άνω απόφαση του ΔΕΕ (υπόθ. C-167/2014). Ο ισχυρισμός του Δημοσίου, που προβάλλεται με το κατατεθέν εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο του Τμήματος προθεσμίας από 7.11.2017 υπόμνημα, κατά τον οποίο ο αιτών στερείται προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, επειδή αρνείται την υπαιτιότητά του για τη διαπιστωθείσα από το ΔΕΕ παράβαση, η δε βλάβη του θα επέλθει ενδεχομένως στο μέλλον με την έκδοση πράξεων καταλογισμού χρηματικών προστίμων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο, διότι, ο οικισμός της Ραφήνας συγκαταλέγεται στους οικισμούς που αναφέρονται στις παραπάνω υποθέσεις ενώπιον του ΔΕΕ και, ως εκ τούτου, ο αιτών Δήμος τελεί σε ιδιαίτερη νομική κατάσταση η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη έννομα αποτελέσματα και έχει, συνεπώς, έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωσή της, προκειμένου να αποτρέψει την επιβολή προστίμου σε βάρος του κατ’ εφαρμογήν της πράξης αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1309/2017 Ολ. σκ. 10, 12, 1253/2006 7μ. σκ. 4, 3215/1990 σκ. 4 κ.ά.).
10. Επειδή, με το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (πρβλ. ΣτΕ 1804/2017 Ολ., 3299/2014 Ολ., 1723/2014 7μ., 1722/2014 7μ., 235/2012 Ολ., 1210/2010 Ολ. 2815/2004 Ολ., 1101/2002 Ολ. κ.ά.). Οι ουσιαστικές δε αυτές ρυθμίσεις μπορεί να υπάρχουν είτε σε διατάξεις του νόμου, που περιέχει την εξουσιοδότηση, ακόμη και διαφορετικές από την ίδια την εξουσιοδότηση, είτε και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης (πρβλ. ΣτΕ 1804/2017 Ολ., 1749/2016 Ολ., 520/2015 Ολ., 3013/2014 Ολ., 2186/2013 Ολ., 1210/2010 Ολ. κ.ά.). Τέλος, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου τις περαιτέρω αρχές και κατευθύνσεις, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (ΣτΕ 1804/2017 Ολ., 3405/2014 Ολ., 3404/2014 Ολ. κ.ά.).
11. Επειδή, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης των αποβλήτων και του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, αποτελούμενο από ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες, αναθέτει, μεταξύ άλλων, στους δήμους και σε νομικά πρόσωπα αυτών καθώς και σε άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (π.χ. ΕΥΔΑΠ κ.ά.), αρμοδιότητες για την κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση συστημάτων αποχέτευσης και βιολογικού καθαρισμού. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της προαναφερθείσας οικ.5673/400/1997 κ.υ.α. μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 91/271/ΕΟΚ και θεσπίσθηκαν τα αναγκαία μέτρα, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων σε ορισμένους μεγαλύτερους οικισμούς, με τη δημιουργία δικτύων αποχέτευσης αστικών λυμάτων και σταθμών επεξεργασίας, τη διενέργεια ελέγχων, την κατάρτιση εκθέσεων και προγραμμάτων και την πρόβλεψη κυρώσεων. Το άρθρο 3 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι οικισμοί που αναφέρονται στο άρθρο αυτό να διαθέτουν, κατ’αρχήν, δίκτυα αποχέτευσης αστικών λυμάτων και το άρθρο 4 παρ. 1 ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα να υποβάλλονται, πριν από την απόρριψή τους, σε δευτεροβάθμια ή σε ισοδύναμη επεξεργασία (βλ. και άρθρα 4 και 7 επόμ. της ως άνω κ.υ.α.). Αντίστοιχες διατάξεις ως προς τις υποχρεώσεις των κρατών μελών για την ορθή διαχείριση των αποβλήτων περιλαμβάνει και η οδηγία 2008/98/ΕΚ, μεταφερθείσα με τον ν. 4042/2012, από το πεδίο εφαρμογής της οποίας εξαιρούνται, πλην άλλων, τα λύματα, εφόσον καλύπτονται από άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις (άρθρο 2 παρ. 2 περ. α΄ της οδηγίας). Περαιτέρω, ως προς τους δήμους, στο άρθρο 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, κυρωθέντος με τον ν. 3463/2006 (Α΄ 11), ορίζεται ότι «Ι. Οι δημοτικές και οι κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας. Οι αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων αφορούν, κυρίως, τους τομείς: α) […] β) Περιβάλλοντος, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως: 1. […] 4. Η καθαριότητα όλων των κοινόχρηστων χώρων της εδαφικής τους περιφέρειας, η αποκομιδή και διαχείριση των αποβλήτων, καθώς και η κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση συστημάτων αποχέτευσης και βιολογικού καθαρισμού […]» (πρβλ. και αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 24 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα- π.δ. 410/1995- υπό το προγενέστερο καθεστώς). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 107 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) οι Δήμοι μπορεί να έχουν, πλην άλλων, μία δημοτική επιχείρηση ύδρευσης-αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) [πρβλ για τις αρμοδιότητες και την οργάνωση των επιχειρήσεων αυτών και τις διατάξεις του ν. 4483/2017, «Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) …» (Α΄ 107), που τέθηκε σε ισχύ μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης]. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε, με το άρθρο 44 του ν. 4042/2012 προβλέπεται ότι τα ποσά που καταβάλλονται από την Ελλάδα ως χρηματικά πρόστιμα λόγω παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα απόβλητα και την επεξεργασία των αστικών λυμάτων και που απορρέουν από πράξεις ή παραλείψεις φυσικών ή νομικών προσώπων, των ΟΤΑ ή νομικών τους προσώπων για τη διαχείριση των αποβλήτων και την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, επιβάλλονται ως χρηματικά πρόστιμα στα πρόσωπα αυτά. Στην ίδια διάταξη προβλέπεται και ο επιμερισμός του προστίμου με βάση τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό των χρηματικών κυρώσεων σε βάρος των κρατών μελών, ενώ για τον επιμερισμό των προστίμων στους υπαίτιους ΟΤΑ ορίζεται ότι συνεκτιμάται ο πληθυσμός τους καθώς και βαθμός συμμόρφωσής τους κατά τον χρόνο καταλογισμού του προστίμου. Περαιτέρω, με το άρθρο 45 παρ. 5 του ίδιου ν. 4042/2012 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με κ.υ.α. του ποσού που παρακρατείται, της διαδικασίας της παρακράτησης, του τρόπου υπολογισμού του αναλογούντος ποσού σε περίπτωση επιμερισμού του σε περισσότερους ΟΤΑ, καθώς και κάθε άλλου σχετικού θέματος. Τα ως άνω θέματα, ήτοι το παρακρατούμενο ποσό, ο τρόπος υπολογισμού και επιμερισμού του σε συνυπαίτια πρόσωπα, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα για τον καταλογισμό του προστίμου, συνιστούν ειδικότερα θέματα κατά την έννοια του άρθρου 43 (παρ. 2 εδ. δεύτερο) του Συντάγματος, διότι αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις σε σχέση με το προαναφερθέν γενικό πλαίσιο που προβλέπεται στο άρθρο 44 του ν. 4042/2012, σε συνδυασμό και με τις λοιπές, ως άνω, ισχύουσες ρυθμίσεις για τη διαχείριση εν γένει των αποβλήτων. Επομένως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν απαιτείτο εν προκειμένω να γίνει η ρύθμιση των ανωτέρω θεμάτων με προεδρικό διάταγμα και, ως εκ τούτου, εγκύρως από συνταγματική άποψη με την παρ. 5 του άρθρου 45 του ν. 4042/2012 χορηγήθηκε εξουσιοδότηση για τη ρύθμισή τους με υπουργική απόφαση. Περαιτέρω, η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 5 του ν. 4042/2012, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κ.υ.α., είναι ειδική και ορισμένη, δεδομένου ότι στην εξουσιοδοτική διάταξη καθορίζονται συγκεκριμένα τα θέματα που μπορεί να ρυθμιστούν από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ενόψει μάλιστα και των ουσιαστικών ρυθμίσεων που θεσπίζει το άρθρο 44 του ν. 4042/2012, δεν απαιτείτο για το συνταγματικό κύρος της εξουσιοδότησης να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου και άλλες περαιτέρω αρχές και κατευθύνσεις, στο πλαίσιο των οποίων θα όφειλε να κινηθεί η Διοίκηση κατά τη ρύθμιση των προαναφερθέντων θεμάτων. Επομένως, είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως του κυρίου δικογράφου, με τους οποίους προβάλλεται α) ότι η σχετική εξουσιοδότηση μπορούσε να δοθεί μόνο προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος και χωρίς εξουσιοδότηση, επειδή, κατά τα προβαλλόμενα από τον αιτούντα, τα θέματα που ρυθμίστηκαν με την προσβαλλομένη δεν είναι ειδικότερα ή μερικότερα σε σχέση με τα θέματα του άρθρου 44 του ν. 4042/2012, ή έστω λεπτομερειακά, τεχνικά ή τοπικά και β) ότι η προσβαλλομένη εκδόθηκε χωρίς ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση.
Αριθμός 1717/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2018, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ηλ. Μάζος, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Χ. Μπολόφη, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 20 Οκτωβρίου 2013 αίτηση:
της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Κινηματογράφου – Τηλεόρασης και Συναφών Κλάδων» (Π.Ο.Ε.Κ.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα (..), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Μαρία Τσίπρα (Α.Μ. 21969), που τη διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρός της..,
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του προεδρικού διατάγματος 108/2013 «Καθορισμός ειδικοτήτων και βαθμίδων επαγγελματικών προσόντων για την επαγγελματική δραστηριότητα της εκτέλεσης, συντήρησης, επισκευής και λειτουργίας ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και προϋποθέσεις για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής από φυσικά πρόσωπα» (Α΄ 141/12.6.2013).
10. Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 4 παρ. 4 του ν. 3982/2011, κατ’ εξουσιοδότηση των οποίων θεσπίσθηκαν οι προβλεπόμενες στο προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα ρυθμίσεις, δεν αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 3 του Συντάγματος. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τις λοιπές προβλέψεις του νομοθετήματος αυτού, στο οποίο αυτές εντάσσονται και με το οποίο, όπως προελέχθη, καθιερώθηκε ένα γενικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων και διαδικασιών αδειοδοτήσεως, είναι ειδικές, εφόσον με αυτές καθορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο τα θέματα, τα οποία είναι δυνατόν να ρυθμίσει ο κανονιστικός νομοθέτης (ήτοι οι επιμέρους ειδικότητες, ομάδες και αντίστοιχες βαθμίδες επαγγελματικών προσόντων, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασία για την απόκτηση των επαγγελματικών αδειών, καθώς και η αντιστοίχισή τους με τις ήδη υφιστάμενες άδειες). Είναι δε και ορισμένες, καθόσον με τις διατάξεις του εν λόγω ν. 3982/2011 αλλά και της σύνολης νομοθεσίας, στο πλαίσιο της οποίας το προσβαλλόμενο διάταγμα συστηματικά εντάσσεται (ήτοι της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, του σε συμμόρφωση προς αυτήν εκδοθέντα ν. 3844/2010 αλλά και του ν. 3919/2011) παρέχονται οι γενικές αρχές και κατευθύνσεις για το περιεχόμενο των επίμαχων κανονιστικών ρυθμίσεων, προς εκπλήρωση των σκοπών που θάλπουν οι διατάξεις αυτές, ήτοι της διευκόλυνσης της άσκησης των τεχνικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων και της καθιέρωσης ενός απλουστευμένου, κατά το δυνατόν, συστήματος αδειοδότησης των επαγγελματιών που κατέχουν τα κατάλληλα προσόντα. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση που παρέχεται με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 4 παρ. 4 του ν. 3982/2011 , δεν είναι ειδική και ορισμένη, διότι οι διατάξεις αυτές παρέχουν μόνο κάποιες γενικές και αόριστες κατευθύνσεις σχετικά με την απαιτούμενη διάρθρωση του προεδρικού διατάγματος, ενώ δεν περιλαμβάνουν κανένα κριτήριο ή κατεύθυνση σχετικά με τα τυπικά προσόντα (λ.χ. πτυχία ή προϋπηρεσία) για την απόκτηση της άδειας ορισμένης δραστηριότητας, ούτε και εξειδίκευση των στοιχείων της εισαγόμενης ρύθμισης, παρά μόνο παραπομπές σε έτερες διατάξεις του νομοθετήματος που και πάλι έχρηζαν εξειδικεύσεως, πολλώ δε μάλλον εφόσον προβλέπει την κατάργηση ολόκληρων κλάδων όπως είναι οι χειριστές μηχανημάτων προβολής κινηματογραφικών ταινιών.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 2006/123/ΕΚ, διότι: α) εισάγει ένα πολύπλοκο σύστημα αναγγελιών, αδειών και μητρώων, με αποτέλεσμα η διαδικασία χορήγησης άδειας να καθίσταται πιο δυσχερής, ενώ ναι μεν οι προϋποθέσεις άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας που ορίζονται στο άρθρο 3 δύναται να θεωρηθούν σαφείς και σύμφωνες με την κείμενη νομοθεσία, αλλά οι επιμέρους όροι των άρθρων 10-16 του π.δ/τος, όπως η βεβαίωση αναγγελίας, τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση άδειας, η τεκμηρίωση της προϋπηρεσίας, επιβάλλουν μια σειρά ενεργειών που πόρρω απέχουν από το να έχουν το μικρότερο κόστος χρόνου και χρήματος, β) η χορηγούμενη άδεια δεν έχει στην πραγματικότητα αόριστη διάρκεια (όπως απαιτείται από το άρθρο 11 της οδηγίας), αλλά περιορισμένη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 του π.δ/τος, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται σε υποχρέωση να θεωρείται η άδεια που του έχει χορηγηθεί ανά διάστημα 8 ετών, υποβάλλοντας μια σειρά συμπληρωματικών δικαιολογητικών, διαφορετικά η άδειά του ανακαλείται και οφείλει να υποβληθεί εκ νέου σε συμπληρωματικές εξετάσεις, στις οποίες πρέπει να υποβληθεί και σε περίπτωση που μεταβληθεί η εξεταστέα ύλη, και γ) η πρόβλεψη του άρθρου 10 παρ. 2Α του π.δ/τος, που επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 3982/2011, σύμφωνα με την οποία οι εξετάσεις για τη χορήγηση της άδειας μπορούν να διενεργούνται και από ικανούς φορείς του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, εμπλέκει στη διαδικασία χορήγησης αδειών φορείς που είναι τρίτοι προς τη διαδικασία χορήγησης αδειών.
12. Επειδή, όλοι οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη σκέψη ισχυρισμοί, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται λυσιτελώς από την αιτούσα ομοσπονδία, η οποία εκπροσωπεί τους χειριστές μηχανημάτων προβολής κινηματογραφικών ταινιών, ειδικότητα η οποία, όπως προεκτέθηκε, έπαψε μετά την 31.12.2014, να υπόκειται σε καθεστώς αδειοδοτήσεως, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέοι. Ειδικότερα, απορριπτέος τυγχάνει ο υπό στοιχ. α ισχυρισμός, καθόσον το προβλεπόμενο από το προσβαλλόμενο διάταγμα σύστημα αδειοδότησης αποσκοπεί στην διαπίστωση της συνδρομής αντικειμενικών προσόντων και δεξιοτήτων, με διαδικασία και απαιτήσεις εν γένει που πληρούν τους προβλεπόμενους με τον προαναφερθέντα ν. 3844/2010 όρους για την άσκηση με ασφαλή τρόπο των ρυθμιζόμενων στο διάταγμα τεχνικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και, συνεπώς, δεν αντίκειται στις διατάξεις της οδηγίας 2006/123/ΕΚ. Περαιτέρω, απορριπτέος τυγχάνει και ο υπό στοιχ. β ισχυρισμός, καθόσον η προβλεπόμενη στο προσβαλλόμενο διάταγμα θεώρηση της άδειας ανά 8 έτη και η υποβολή του ενδιαφερόμενου σε συμπληρωματική εξέταση σε περίπτωση μεταβολής της εξεταστέας ύλης, δεν αντίκεινται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ (άρθρο 12 του ν. 3844/2010), διότι με το άρθρο αυτό επιτρέπεται η παρέκκλιση από τον κανόνα της αόριστης διάρκειας της άδειας, στην περίπτωση, πλην άλλων, κατά την οποία η άδεια εξαρτάται από τη συνεχή τήρηση συγκεκριμένων απαιτήσεων για την άσκηση των προβλεπόμενων στο διάταγμα δραστηριοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η επικαιροποίηση της τεχνικής γνώσης του κατόχου της άδειας. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο υπό στοιχ. γ ισχυρισμός, διότι οι φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι δύνανται να διενεργούν εξετάσεις και να εκδίδουν βεβαίωση επιτυχούς εξέτασης του ενδιαφερόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2Α του προσβαλλόμενου διατάγματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ανταγωνιστικοί σε σχέση με την αδειοδοτούσα αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 6 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ και συνεπώς, ούτε η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία αυτή.
14. Επειδή, τέλος, η απλή παράθεση στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως της ερμηνευτικής εν γένει ανάλυσης των άρθρων 2, 4 παρ. 1, 5 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, χωρίς να προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς πώς παραβιάζονται τα άρθρα αυτά σε σχέση με το προσβαλλόμενο διάταγμα, δεν συνιστά παραδεκτώς προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως.
15. Επειδή, εν όψει της εν μέρει καταργήσεως της δίκης, πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα ομοσπονδία το καταβληθέν παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
|
||
17 |
||
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΔΔΔ 2019/670) Φορολογία ακίνητης περιουσίας και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων. Καθορισμός της τιμής εκκίνησης. Η επίδικη κανονιστική ρύθμιση θεσπίστηκε βάσει της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 46 του ν. 4509/2017. Οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις είναι κανονιστικές πράξεις και ελέγχονται από την άποψη της τήρησης των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της. Μεθοδολογία βάσει της οποίας πρέπει να διενεργείται ο προσδιορισμός των τιμών εκκίνησης. Στοιχεία που συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων στην οικεία ζώνη. Επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Συντάγματος, έχει χορηγηθεί η σχετική αρμοδιότητα στον Υπουργό Οικονομικών. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς σε ιδιώτες που διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη, εγγεγραμμένους στο Μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν και τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Η επίδικη εκτιμητική διαδικασία παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και ήταν μη νόμιμη η τηρηθείσα από τη Διοίκηση διαδικασία και μεθοδολογία εκτίμησης, που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης, εφόσον η μείωση των τιμών εκκίνησης έγινε συλλήβδην, για όλες τις ζώνες στις οποίες προέκυπτε αύξηση της τιμής εκκίνησης, κατ’ επίκληση της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, της συναφούς κατάστασης της αγοράς ακινήτων και της ανάγκης ομαλής μετάβασης σε νέο σύστημα αντικειμενικών αξιών, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία για τις αξίες των ακινήτων στις ζώνες αυτές ή σε άλλες, είτε γειτονικές είτε με ουσιώδεις ομοιότητες όσον αφορά την αγορά ακινήτων. Η ακύρωση της επίδικης ρύθμισης της υα ΠΟΛ. 1113/2018 πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με πράξη της Προέδρου του Β’ Τμήματος. |
|
|||
33 |
|||
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Τηλεοπτικοί σταθμοί και χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου. Με το άρθρο 15 του Συντάγματος δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, αλλά η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος τελεί υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Οι άδειες χορηγούνται αφού καθορισθεί ο αριθμός τους και η τιμή εκκινήσεως της προβλεπόμενης δημοπρασίας, η σχετική δε διαδικασία διεξάγεται κατόπιν εκδόσεως προκηρύξεως. Αν ο αριθμός των συμμετεχόντων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως είναι ίσος ή μικρότερος του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών, παρέλκει η διεξαγωγή του σταδίου της δημοπρασίας, όπως εν προκειμένω. Ο καθορισμός του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών δεν αποτελεί εμπόδιο για την απόκτηση άδειας για την νόμιμη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού από την αιτούσα, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις και έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον της προς ακύρωση της κυα 1830/2017 περί καθορισμού του αριθμού των αδειών, η οποία αφορά στη συγκεκριμένη διαδικασία αδειοδότησης, ενώ τυχόν πλημμέλειες της απόφασης αυτής μπορούν να προβληθούν ως λόγοι ακυρώσεως της αποφάσεως περί καθορισμού της τιμής εκκινήσεως και να εξετασθούν παρεμπιπτόντως. Αντίθετη μειοψηφία. Με έννομο συμφέρον προσβάλλεται η υα 2178/2017 περί καθορισμού του τιμήματος, χωρίς να ασκεί επιρροή το νόμιμο ή μη της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσας ή η μεταγενέστερη ανεπιφύλακτη συμμετοχή της στο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε. Είναι υποχρεωτική η διενέργεια αποκλειστικώς από το ΕΣΡ της διαγωνιστικής διαδικασίας και τηρήθηκε η συνταγματική εγγύηση του αμέσου ελέγχου των τηλεοπτικών σταθμών από το ΕΣΡ. Από τη θέσπιση ως προϋποθέσεως για την χορήγηση των αδειών της καταβολής τιμήματος αναλόγου προς την αξία τους, προσδιοριζομένου με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια αναλόγως των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων, δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα και η αρχή της αναλογικότητας. Επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, το άρθρο 2 παρ. 4 εδάφιο γ’ του ν. 4339/2015 παρέχει εξουσιοδότηση για την ρύθμιση του θέματος του καθορισμού του τιμήματος με κυα κατόπιν σύμφωνης γνώμης του ΕΣΡ. Η πρόβλεψη ότι κατά την διάρκεια ισχύος των επίδικων αδειών δεν θα χορηγηθούν άλλες της ίδιας εμβέλειας και κατηγορίας, νομίμως αξιολογήθηκε από το ΕΣΡ ως στοιχείο προσδιοριστικό της τιμής εκκινήσεως της δημοπρασίας. Ο νόμος δεν συναρτά το καθορισμό της τιμής εκκινήσεως των δημοπρατούμενων αδειών με τον αριθμό τους, ούτε για τον επίδικο καθορισμό είναι επιβεβλημένη η εκπόνηση σχετικής μελέτης της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς. Δεν προβλέπεται ως όρος του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας ο προηγούμενος προσδιορισμός του αριθμού των αδειών άλλων κατηγοριών. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
|
|||
34 |
|||
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Τηλεοπτικοί σταθμοί και χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου. Με το άρθρο 15 του Συντάγματος δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού, αλλά η διαμόρφωση ενός τέτοιου δικαιώματος αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος τελεί υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Οι άδειες χορηγούνται αφού καθορισθεί ο αριθμός τους και η τιμή εκκινήσεως της προβλεπόμενης δημοπρασίας, η σχετική δε διαδικασία διεξάγεται κατόπιν εκδόσεως προκηρύξεως. Η προκήρυξη του επίδικου διαγωνισμού υπόκειται σε προδικαστική προσφυγή. Πότε η προσφυγή λογίζεται απορριφθείσα σιωπηρώς. Αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής δεν είναι απαράδεκτη αν ασκήθηκε πριν από την παρέλευση απράκτου του 20ημέρου, εφόσον αυτό έχει συμπληρωθεί κατά την συζήτηση της υποθέσεως. Δεν εξέλιπε το έννομο συμφέρον της αιτούσας για προσβολή της προκήρυξης συνεπεία της μεταγενέστερης ανεπιφύλακτης συμμετοχής της στον διαγωνισμό. Αν ο αριθμός των συμμετεχόντων στη διαδικασία αδειοδοτήσεως είναι ίσος ή μικρότερος του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών, παρέλκει η διεξαγωγή του σταδίου της δημοπρασίας, όπως εν προκειμένω. Ο καθορισμός του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών δεν αποτελεί εμπόδιο για την απόκτηση άδειας για την νόμιμη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού από την αιτούσα, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις και έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον της προς ακύρωση της κυα 1830/2017 περί καθορισμού του αριθμού των αδειών, η οποία αφορά στη συγκεκριμένη διαδικασία αδειοδότησης. Με έννομο συμφέρον προσβάλλεται η υα 2178/2017 περί καθορισμού του τιμήματος. Είναι υποχρεωτική η διενέργεια αποκλειστικώς από το ΕΣΡ της διαγωνιστικής διαδικασίας. Από τη θέσπιση ως προϋποθέσεως για την χορήγηση των αδειών της καταβολής τιμήματος αναλόγου προς την αξία τους, προσδιοριζομένου με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια αναλόγως των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων, δεν παραβιάζονται το Σύνταγμα και η αρχή της αναλογικότητας. Επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, το άρθρο 2 παρ. 4 εδάφιο γ’ του ν. 4339/2015 παρέχει εξουσιοδότηση για την ρύθμιση του θέματος του καθορισμού του τιμήματος με κυα κατόπιν σύμφωνης γνώμης του ΕΣΡ. Η πρόβλεψη ότι κατά την διάρκεια ισχύος των επίδικων αδειών δεν θα χορηγηθούν άλλες της ίδιας εμβέλειας και κατηγορίας, νομίμως αξιολογήθηκε από το ΕΣΡ ως στοιχείο προσδιοριστικό της τιμής εκκινήσεως της δημοπρασίας. Νομίμως συνεκτιμήθηκαν η κατάσταση της τηλεοπτικής αγοράς και της εν γένει οικονομίας στην Χώρα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, ειδικότερα, τα δεδομένα της διαφημιστικής δαπάνης ανά κατηγορία μέσου μαζικής ενημερώσεως. Ο νόμος δεν συναρτά το καθορισμό της τιμής εκκινήσεως των δημοπρατούμενων αδειών με τον αριθμό τους, ούτε για τον επίδικο καθορισμό είναι επιβεβλημένη η εκπόνηση σχετικής μελέτης της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς. Δεν προβλέπεται ως όρος του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας ο προηγούμενος προσδιορισμός του αριθμού των αδειών άλλων κατηγοριών. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ. Όμοια με την αρ.2313/2018 απόφαση του ΣτΕ(ΟΛΟΜ).
|
|||
19. Επειδή το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Περαιτέρω, με την διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο ενεργεί η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΣτΕ 311 - 315/2018 7μελής, 1804/2017 Ολομέλεια, 3299/2014 Ολομέλεια, 1722, 1723/2014 7μελής, 235/2012 Ολομέλεια, 1210/2010 Ολομέλεια, 2815/2004 Ολομέλεια, 1101/2002 Ολομέλεια). Η αναφερθείσα ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 1749/2016 Ολομέλεια, 520/2015, 3013/2014, 2186/2013, 1210/2010 κ.ά.). Τέλος, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές και κατευθύνσεις στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (βλ. ΣτΕ 3405, 3404/2014 Ολομέλεια, 3748/2008 7μελής, 966, 720/2008, 2166, 1667 - 1672/2002 7μελής, 3722 - 3724/2000 7μελής, 2304, 1466/1995 Ολομέλεια). Στην κρινόμενη υπόθεση, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4339/2015 και του ν. 3592/2007, καθορίζεται συνολικά και αναλυτικά το νομικό πλαίσιο της αδειοδοτήσεως και λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών και, ειδικότερα, θεσπίζονται όχι μόνο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις μεταξύ άλλων, το σύστημα αδειοδοτήσεως παρόχων τηλεοπτικού προγράμματος, αλλά και η σχετική διαγωνιστική διαδικασία, με ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη (άρθρο 13 παράγραφος 1 ν. 4339/2015) σταδίου πλειοδοτικής δημοπρασίας μεταξύ προεπιλεγέντων υποψηφίων με βάση την καθοριζόμενη κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/2015 τιμή εκκινήσεως. Επομένως, το ζήτημα του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως της εν λόγω δημοπρασίας συνιστά ειδικότερο θέμα κατά το άρθρο 43 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, αφού αποτελεί μερικότερη περίπτωση όχι μόνο σε σχέση με το γενικό πλαίσιο αδειοδοτήσεως των παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου, που καθορίζεται από τις αναφερθείσες διατάξεις του νόμου οι οποίες περιλαμβάνουν την σχετική ουσιαστική ρύθμιση, αλλά, κυρίως, σε σχέση με τις ειδικότερες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε, ρητώς προβλέπουν την διενέργεια πλειοδοτικής δημοπρασίας βάσει ορισμένης τιμής εκκινήσεως. Κατά συνέπεια, επιτρεπτώς κατά την προμνησθείσα συνταγματική διάταξη, η διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 4 εδάφιο τρίτο του ν. 4339/2015 παρέχει εξουσιοδότηση για την ρύθμιση του θέματος αυτού με την οριζόμενη κοινή υπουργική απόφαση κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Περαιτέρω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παράγραφος 4 εδάφιο τρίτο του ν. 4339/2015, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία παρέχει στην Διοίκηση την δυνατότητα να καθορίζει την τιμή εκκινήσεως των δημοπρατούμενων επίδικων αδειών, είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον καθορίζεται σε αυτήν συγκεκριμένα το θέμα που μπορεί να ρυθμιστεί από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, δεν απαιτείται δε για το συνταγματικό κύρος της να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την ρύθμιση του θέματος αυτού (βλ. ΣτΕ 2501/2004 7μελής). Κατόπιν των προηγουμένων, είναι απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
20. Επειδή κατά τα παγίως νομολογηθέντα, οι κανονιστικές πράξεις, όπως η δεύτερη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, δεν ελέγχονται από απόψεως αιτιολογίας, αλλά μόνον από την άποψη της συνδρομής των όρων της εξουσιοδοτήσεως βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της (ΣτΕ 3430/2017, 2180/2016, 1901/2014 Ολομέλεια, 3155/2014 7μελής, 1437/2013 7μελής, 4799/2012 7μελής, 1210/2010 Ολομέλεια, 1585/2002 7μελής , 400/1986 Ολομέλεια). Ανήκει στην ουσιαστική κρίση της κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως η αξιολόγηση των τιθέμενων ή συναγόμενων (ΣτΕ 2180/2016, 2508/2015, 2020/2012 7μελής, 4170/2011 7μελής, 2107/2009, 230, 1585/2002 7μελής) κριτηρίων, η οποία μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και από άλλα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 2180/2016, 1463, 2309/2015, 800, 3828/2014 7μελής, 2566/2014, 1024, 1437, 3622/2013 7μελής, 2325, 2690, 2972/2013, 2020/2012 7μελής, 1210/2010 Ολομέλεια) και εκφεύγει, κατ’ αρχήν, του ακυρωτικού ελέγχου, ελέγχεται δε μόνον αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η κανονιστική ρύθμιση θεσπίσθηκε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως (ΣτΕ 2180/2016, 2508/2015, 800, 3155/2014 7μελής, 1437/2013 7μελής, 2972/2013, 456/2010, 3188/2004 - πρβλ. ΣτΕ 40/2013 Ολομέλεια).
21. Επειδή κατόπιν των προαναφερθέντων, κατά τον καθορισμό της επίδικης τιμής ελήφθη υπ’ όψιν το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς, στο οποίο έχει περιληφθεί, πάντως, το πλαίσιο των αναφερθεισών στην 9η σκέψη οδηγιών. Περαιτέρω, τα ληφθέντα υπ’ όψιν για τον καθορισμό της επίδικης τιμής (που συμπίπτει εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε, με το τίμημα της αδείας, το οποίο κατά τον νόμο είναι καταβλητέο σε δέκα ετήσιες ισόποσες δόσεις και είναι διακεκριμένο από την, προβλεπόμενη από άλλες διατάξεις, καταβολή ανταλλάγματος από τους αδειοδοτημένους παρόχους περιεχομένου στον αδειοδοτημένο πάροχο δικτύου), σύμφωνα με την διατυπωθείσα σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και τα στοιχεία που την συνοδεύουν, αποτελούν αντικειμενικά και πρόσφορα, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, κριτήρια και δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα (και, ιδιαίτερα, τα άρθρα 5 παράγραφος 1, 5Α, 14 παράγραφος 1, 15 παράγραφος 2 και την αρχή της αναλογικότητας) ως εκ τούτου δε, νομίμως συνεκτιμήθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, η αξιολόγηση της οποίας εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου, εφόσον δεν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η κανονιστική ρύθμιση θεσπίστηκε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως. Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 13 παράγραφος 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του ν. 4339/2015) ότι κατά την διάρκεια της δεκαετούς ισχύος των επίδικων επτά (7) διοικητικών αδειών δεν θα χορηγηθούν άλλες άδειες της ίδιας εμβέλειας και κατηγορίας, καθώς και τα κύρια κατά νόμο (ν. 4339/2015) χαρακτηριστικά τους (βλ. ιδίως τα εκτεθέντα στην 17η σκέψη), συνιστούν κρίσιμα νομικά δεδομένα για την εκτίμηση της οικονομικής αξίας των αδειών αυτών και, συνεπώς, νομίμως αξιολογήθηκαν από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως στοιχεία προσδιοριστικά της τιμής εκκινήσεως της δημοπρασίας. Εξ άλλου, οι εν λόγω διοικητικές άδειες λαμβάνουν οικονομική αξία και από το απορρέον από αυτές προεκτεθέν δικαίωμα προσβάσεως, κατόπιν συνάψεως υποχρεωτικώς συμβάσεως με πάροχο δικτύου, στις αριθμητικά περιορισμένες, με τα υφιστάμενα τεχνολογικά δεδομένα, ραδιοσυχνότητες (που αποτελούν δημόσιο αγαθό), δικαίωμα το οποίο ισοδυναμεί με το δικαίωμα αναπτύξεως δραστηριότητας οικονομικού συμφέροντος με την εκμετάλλευση του εν λόγω δημόσιου πόρου, σε αγορά στην οποία μπορεί να δραστηριοποιείται αντιστοίχως περιορισμένος αριθμός επιχειρηματιών. Επιπροσθέτως, αποτελούν αντικειμενικά και πρόσφορα στοιχεία για τον επίδικο καθορισμό η κατάσταση της τηλεοπτικής αγοράς και της εν γένει οικονομίας στην Χώρα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (γνωστή εν πολλοίς και κατά κοινή πείρα) και, ειδικότερα, τα δεδομένα της διαφημιστικής δαπάνης ανά κατηγορία μέσου μαζικής ενημερώσεως (και μάλιστα στον τομέα της τηλεοράσεως), ήτοι τα έσοδα των μέσων αυτών, εφόσον τα δεδομένα αυτά ανάγονται στις οικονομικές συνθήκες λειτουργίας των τηλεοπτικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τα δεδομένα αυτά, από το από 28.7.2017 πρακτικό του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και το προαναφερθέν ΑΠ 6209/21.12.2017 έγγραφο του Προέδρου του προκύπτει ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έλαβε υπ’ όψιν την προαναφερθείσα, διενεργηθείσα κατόπιν αιτήματος της ΕΡΤ Α.Ε. και περιλαμβανομένη στον φάκελο, έρευνα - μελέτη της εταιρείας …………….s.a., στην οποία, όπως αναφέρθηκε, περιέχονται, εκτός άλλων, και αριθμητικά στοιχεία της σχετικής (πραγματικής) διαφημιστικής δαπάνης κατά τα τελευταία έτη (μέχρι το έτος 2016), καθώς και πρόβλεψή της για τα επόμενα έτη (μέχρι τα έτη 2018 και 2021). Περαιτέρω, είναι αντικειμενικά και πρόσφορα στοιχεία για τον καθορισμό της τιμής εκκινήσεως της επίμαχης πλειοδοτικής δημοπρασίας τα πραγματικά δεδομένα που σχετίζονται με το προσφερθέν τίμημα των πλειοδοτών στην δημοπρασία για την χορήγηση τεσσάρων αντίστοιχων αδειών κατόπιν της 1/2016 προκηρύξεως του Υπουργού Επικρατείας, που ανέρχεται σε 43,6, 52,6, 75,9 και 73,9 εκατομμύρια ευρώ (καταβλητέο μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα), αφού τα ποσά αυτά απηχούν την εκτίμηση των ίδιων των τηλεοπτικών επιχειρήσεων για την οικονομική αξία των αδειών, χωρίς να ασκεί κατά τούτο επιρροή το γεγονός ότι οι άδειες αυτές τελικώς δεν χορηγήθηκαν κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας που ακύρωσε την προμνησθείσα προκήρυξη για πλημμέλεια που ανάγεται στην παράκαμψη από την διαγωνιστική διαδικασία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Τέλος, ο νόμος δεν συναρτά το καθορισμό της τιμής εκκινήσεως των δημοπρατούμενων αδειών με τον αριθμό τους (ούτε καν προβλέπει ότι ο καθορισμός του αριθμού των αδειών πρέπει να προηγείται του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως), ενώ, εξ άλλου, η Διοίκηση, κατά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητάς της, δεν προέβη σε υπολογισμό της τιμής εκκινήσεως, βάσει του καθορισθέντος αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών. Η Διοίκηση με την προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει απλώς την σχετική 1830/7.7.2017 υπουργική απόφαση περί καθορισμού του αριθμού δημοπρατούμενων αδειών ως την πρώτη χρονικώς πράξη που εντάσσεται στο πλαίσιο της εν γένει διαδικασίας αδειοδοτήσεως. Εξ άλλου, ο αριθμός των προς δημοπράτηση αδειών δεν προσφέρει ασφαλή βάση για την ορθή άσκηση της επίδικης κανονιστικής αρμοδιότητας, αφού, κατά τα προαναφερθέντα (βλ. 13η σκέψη), αναλόγως του αριθμού των υποψηφίων ή/και προεπιλεγομένων σε σχέση με τον αριθμό των υπό χορήγηση αδειών η σχετική διαδικασία είτε διεξάγεται με το σύστημα του πλειοδοτικού διαγωνισμού επί της ορισθείσας τιμής εκκινήσεως είτε ολοκληρώνεται χωρίς το στάδιο της δημοπρασίας οπότε το ποσόν που έχει καθορισθεί ως τιμή εκκινήσεως της δημοπρασίας αποτελεί το (σταθερό) τίμημα των αδειών που θα χορηγηθούν. Εφόσον, συνεπώς, για τον προσδιορισμό της επίδικης τιμής δεν ήταν νομικά κρίσιμος και, πάντως, δεν συνεκτιμήθηκε ως κρίσιμο στοιχείο ο προμνησθείς καθορισμός του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών, αλυσιτελώς επιχειρείται με την κρινόμενη αίτηση η αμφισβήτησή του και, ειδικότερα, η παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση της νομιμότητας της 1830/7.7.2017 προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως, η οποία, πάντως, -λαμβανομένης υπ’ όψιν της εξελίξεως εν προκειμένω της σχετικής διαδικασίας (βλ. 11η, 13η και 14η σκέψη)-, δεν αποτελεί, καθ’ εαυτή, εμπόδιο για την απόκτηση άδειας για την νόμιμη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού από την αιτούσα. Κατόπιν των προηγουμένων, είναι απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Εξ άλλου, για τον επίδικο καθορισμό δεν είναι επιβεβλημένη η εκπόνηση σχετικής μελέτης της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς, όπως αβασίμως προβάλλεται, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από διάταξη νόμου ούτε άλλωστε η αιτούσα επικαλείται σχετική διάταξη. Δεδομένου, συνεπώς, ότι, κατά τα προαναφερθέντα, η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, μη ελεγχόμενη από άποψη αιτιολογίας, θεσπίσθηκε κατόπιν συνεκτιμήσεως των προαναφερθέντων νομίμων, πρόσφορων και αντικειμενικών κριτηρίων κατά την ανέλεγκτη ακυρωτικώς ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα αφ’ ενός μεν ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν και άλλα στοιχεία, μη προβλεπόμενα ειδικώς στον νόμο (όπως τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία των λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών), αφ’ ετέρου δε ότι θα έπρεπε να αιτιολογηθεί η απόκλιση της ορισθείσας τιμής έναντι προτεινόμενης τιμής από μελέτη (της Σχολής της Φλωρεντίας ή της εταιρείας “………………………..”) την οποία επικαλείται η αιτούσα.
22. Επειδή προβάλλεται ότι η τιμή εκκινήσεως των δημοπρατούμενων αδειών είναι αυθαίρετη και βασίζεται επί εσφαλμένων προϋποθέσεων, διότι δεν έχει προσδιορισθεί ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών των παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας, καθώς και ο αριθμός των αδειών των παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου μη ενημερωτικού περιεχομένου, εθνικής εμβέλειας κατά παράβαση του άρθρου 2 παράγραφος 4 του ν. 4339/2015. Τα στοιχεία αυτά κατά την αιτούσα είναι ουσιώδη αφού η αδειοδότηση διενεργείται με το σύστημα της δημοπρασίας πολλών γύρων (με πλειοδοτικό διαγωνισμό) και άρα η τιμή εκκινήσεως και το προσφερόμενο τίμημα από τους υποψηφίους εξαρτάται από τον αριθμό των ανταγωνιστών τους στο τηλεοπτικό πεδίο. Ωστόσο οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, διότι η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παράγραφος 4 εδάφιο τρίτο του ν. 4339/2015, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προβλέπει ως όρο του καθορισμού της τιμής εκκινήσεως ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας τον προσδιορισμό του αριθμού των αδειών άλλων κατηγοριών ούτε συνάγεται κάτι τέτοιο από τις προεκτεθείσες διατάξεις. Άλλωστε η διαδικασία αδειοδοτήσεως παρόχων περιεχομένου διεξάγεται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών κατόπιν εκδόσεως προκηρύξεως (άρθρα 2 παράγραφος 6 και 11 παράγραφος 3 του ν. 4339/2015). Περαιτέρω λαμβανομένης υπ’ όψιν της αναφερθείσας εξελίξεως (χωρίς το στάδιο της δημοπρασίας) της διαδικασίας αδειοδοτήσεως στην οποία έχει υποβάλει υποψηφιότητα η αιτούσα, είναι αλυσιτελείς οι συναφώς προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που αφορούν το σύστημα της δημοπρασίας (βλ. 11η, 13η και 14η σκέψη).
23. Επειδή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα τα προβαλλόμενα ότι η επίδικη τιμή είναι υπερβολική, διότι με τους σχετικούς λόγους αμφισβητείται η ουσιαστική εκτίμηση της κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως.
24. Επειδή περαιτέρω, προβάλλεται ότι η καθορισθείσα υπερβολική τιμή εκκινήσεως της δημοπρασίας δυσχεραίνει την συμμετοχή υποψηφίων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτήν. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως προβαλλόμενος άνευ έννομου συμφέροντος, εφ’ όσον η ίδια η αιτούσα, όπως έχει εκτεθεί, έλαβε πάντως, μέρος στην επίμαχη διαγωνιστική διαδικασία (περιλαμβάνεται μάλιστα μεταξύ των προσωρινώς προεπιλεγέντων υποψηφίων), κατόπιν δε της συμμετοχής αυτής της αιτούσας στον επίμαχο διαγωνισμό, θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντά της η συμμετοχή μεγαλύτερου αριθμού υποψηφίων σε αυτόν.