ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥΣ
ΚΠολΔ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΔΙΑΔΙΚΟΙ
[άρθρα 62 έως 68 και 73[1]]
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
[ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ]
Ι. Εισαγωγή – Ιδιότητα διαδίκου, δίκη και «τρίτοι»
Α. Δίκη, διάδικοι και διαδικαστικές προϋποθέσεις
1. Ο (δικαστικός) έλεγχος των προϋποθέσεων του παραδεκτού προϋποθέτει τη διεξαγωγή δίκης, κατά την οποία θα συντελεσθεί η αντίστοιχη δικαστική κρίση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Ωστόσο, δίκη χωρίς διαδίκους (όπως και χωρίς δικαστήριο) δεν νοείται. Συνεπώς, πρώτα αποκτάται η ιδιότητα του διαδίκου και στη συνέχεια κρίνεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτού (ή διαδικαστικές προϋποθέσεις) ως προς τα συγκεκριμένα πρόσωπα (βλ. και άρθρο 73). Όπως ακριβώς πρώτα ανοίγει μια δίκη ενώπιον ενός συγκεκριμένου δικαστηρίου και στη συνέχεια ερευνάται αν το δικαστήριο αυτό έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα (βλ. και άρθρα 4, 45 – 46 και 263). Δηλαδή, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις «προϋποθέτουν» τη δίκη και δεν τη συνεπάγονται.
Β. Τρόποι απόκτησης της ιδιότητας του διαδίκου και «τρίτοι»
2. Η ιδιότητα του διαδίκου αποκτάται αμέσως με την άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος (ή και ενδίκου μέσου), με το οποίο καθίσταται εκκρεμής (σύμφωνα με το νόμο) μια δίκη ενώπιον οιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου. Για παράδειγμα, με την άσκηση της αγωγής κατά το άρθρο 215, η οποία προκαλεί εκκρεμοδικία (221 § 1 και 222), αυτός που την ασκεί (ενάγων) και αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή (εναγόμενος), τα στοιχεία των οποίων αναγράφονται στο σχετικό δικόγραφο (118), γίνονται αυτομάτως διάδικοι, χωρίς να απαιτείται τίποτα άλλο για την εκ μέρους τους απόκτηση της ιδιότητας αυτής.
3. Δεν αποκλείεται φυσικά τόσο στη θέση του ενάγοντος όσο και στη θέση του εναγομένου να βρίσκονται περισσότερα πρόσωπα (βλ. τις περιπτώσεις ομοδικίας ή «υποκειμενικής σώρευσης»[2] κατά τα άρθρα 74 έως 78).
3. Δεν αποκλείεται, επίσης, μετά την έναρξη της δίκης, να εισέλθουν (και να συμμετάσχουν) στη δίκη και τρίτα πρόσωπα, όπως λ.χ. στις περιπτώσεις των παρεμβάσεων «τρίτων» (άρθρα 79, για την κύρια παρέμβαση, και 80 έως 85 για την πρόσθετη παρέμβαση[3]), της προσεπικλήσεως τρίτων (άρθρα 86 έως 90) και της ανακοινώσεως της δίκης σε τρίτους (άρθρα 91 και 92).
Γ. Συνέπειες της ιδιότητας του διαδίκου (και «τρίτοι»)
4. Μόνο όσοι έχουν αποκτήσει με τον ανωτέρω τυπικό τρόπο την ιδιότητα του διαδίκου μπορούν να πάρουν μέρος στη δίκη, μόνο αυτοί φέρουν τα βάρη και έχουν τις δικονομικές δυνατότητες που προβλέπει σχετικά ο νόμος (όπως λ.χ. προβολή ισχυρισμών και αιτημάτων, επίσπευση διαδικασίας, κατάθεση εγγράφων προτάσεων και συμμετοχή στη συζήτηση, επίκληση και προσαγωγή αποδεικτικών μέσων, βάρος κανονικής συμμετοχής στη δίκη υπό τον κίνδυνο της ερήμην τους συζητήσεως και των συνεπειών της ερημοδικίας κ.λπ. κατά τα άρθρα 106, 108, 115, 237, 261, 271 και 272 κ.λπ.), μόνο ως προς αυτούς και μεταξύ αυτών θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση (300 επ.) και μόνο αυτούς ωφελούν ή βλάπτουν οι συνέπειες της αποφάσεως, δηλαδή το δεδικασμένο (321 επ. και ιδίως 325 αριθ. 1) και η εκτελεστότητα (904 επ. και ιδίως 919). Μόνο τους διαδίκους επίσης αφορά και η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ισότητας των διαδίκων (110). Όλοι οι υπόλοιποι είναι «τρίτοι» και δεν μπορούν να έχουν (κατ’ αρχήν) καμία συμμετοχή στη δίκη.
5. Τα ανωτέρω αποτελούν βέβαια τον κανόνα, ο οποίος υπόκειται και σε εξαιρέσεις, τις οποίες προβλέπει ειδικά ο νόμος (βλ. λ.χ. για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας και σε τρίτα πρόσωπα τα άρθρα 325 αριθ. 2 και 3, 326 έως 329, 919 και 920). Βλ. επίσης τη διαπλαστική απόφαση (71), η οποία, ως προς τη διάπλαση που προκαλεί, ενεργεί έναντι όλων (δηλαδή και μη διαδίκων), σύμφωνα ιδίως με τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου[4].
6. Η διάκριση μεταξύ διαδίκων και τρίτων είναι κρίσιμη και για το δίκαιο της αποδείξεως, αφού, μεταξύ άλλων, μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις, που αποτελούν αποδεικτικά μέσα, μπορούν να προέλθουν μόνο από τρίτους (339, 393 επ. και 421 επ.) και όχι από τους διαδίκους (για τους οποίους προβλέπεται ειδικά το αποδεικτικό μέσο της «εξέτασης διαδίκων» κατά τα άρθρα 415 επ.[5]).
Δ. Γενική παρουσίαση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν τους διαδίκους και σχέση τους με την ιδιότητα των διαδίκων
7. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού που αφορούν τους διαδίκους και πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά είναι οι εξής: Ικανότητα διαδίκου (62), ικανότητα δικαστικής παράστασης (63 έως 67), νομιμοποίηση (69∙ βλ. και 216 § 1 περ. α΄) και ικανότητα προς το δικολογείν, η οποία συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης δικαστικού πληρεξουσίου (94 επ.).
8. Όπως αναφέρθηκε ήδη, για ν’ αποκτήσει κανείς ιδιότητα διαδίκου δεν είναι ανάγκη να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Αυτές είναι διαδικαστικές προϋποθέσεις, δηλ. προϋποθέσεις του παραδεκτού, χωρίς τη συνδρομή των οποίων το δικαστήριο απαγγέλλει απαράδεκτο και δεν προχωρεί στην έρευνα της «ουσίας» της υποθέσεως. Είναι προϋποθέσεις οι οποίες (όπως και όλες οι προϋποθέσεις παραδεκτού) κρίνονται σε δίκη, η οποία έχει ήδη ανοίξει και η οποία πρέπει να λήξει με την έκδοση οριστικής αποφάσεως (300 επ., 308 και 309 για τη διάκριση μεταξύ οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων) ή με έναν από τους άλλους τρόπους που προβλέπει ο νόμος για την περάτωση της εκκρεμοδικίας (294 έως 299[6]), ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη των ως άνω προϋποθέσεων.
9. Για τους παραπάνω λόγους, ο εναγόμενος, εφόσον βέβαια είναι υπαρκτό πρόσωπο, έχει το βάρος να παραστεί κανονικά στη δίκη, για να υποστηρίξει την έλλειψη διαδικαστικών προϋποθέσεων και να ζητήσει την απόρριψη της εναντίον του αγωγής ως απαράδεκτης[7]. Παράλληλα, όμως, επειδή οι περισσότερες προϋποθέσεις του παραδεκτού ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλ. λ.χ. 4 εδ. α΄, 12 § 1, 46 εδ. α΄, 73∙ πρβλ. όμως 4 εδ. β΄, 263), έχει την ευχέρεια να αναλάβει τον κίνδυνο της απουσίας ή της σιωπής, ελπίζοντας ότι το δικαστήριο θα εντοπίσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο (βλ. και άρθρο 271 § 3).
Ε. Συνέπειες μεταβολών στα πρόσωπα των διαδίκων κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας – Διακοπή και επανάληψη της δίκης (286 – 292)
10. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας (μέχρι και το τέλος της συζήτησης μετά την οποία θα εκδοθεί η οριστική απόφαση) συμβούν μεταβολές στο πρόσωπο και στην προσωπική κατάσταση των διαδίκων που επηρεάζουν τις ανωτέρω διαδικαστικές προϋποθέσεις, η δίκη «διακόπτεται» και «επαναλαμβάνεται» υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 286 – 292.
11. Εάν ορισμένες από τις μεταβολές αυτές (που προβλέπονται στο άρθρο 286) συμβούν μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, οι συνέπειες αυτής διατηρούνται και επεκτείνονται υποκειμενικά σε «τρίτα» πρόσωπα (325 επ. για το δεδικασμένο, 919 για την εκτελεστότητα).
ΣΤ. Συνέπειες μεταβίβασης του επιδίκου δικαιώματος ή αντικειμένου κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας
12. Κατά το άρθρο 225, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί από τους διαδίκους την κατά το ουσιαστικό δίκαιο εξουσία διαθέσεως του επιδίκου δικαιώματος και αντικειμένου, η δε μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος ή αντικειμένου κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν προκαλεί καταρχήν καμία μεταβολή στη δίκη[8].
ΙΙ. Ικανότητα διαδίκου (62)
13. Για να μπορεί να γίνει κανείς παραδεκτά διάδικος σε μία συγκεκριμένη δίκη, πρέπει να μπορεί να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε δίκη γενικά και αφηρημένα (= ικανότητα διαδίκου). Ικανοί να είναι διάδικοι είναι όσα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) έχουν ικανότητα δικαίου (62 εδ. α΄) και, επιπλέον, ενώσεις προσώπων ή εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα (62 εδ. β΄). Ο προσδιορισμός γίνεται με βάση το ουσιαστικό δίκαιο (βλ. κυρίως άρθρα 34 επ. και 61 επ. ΑΚ).
14. Επί ανυπαρξίας ικανότητας διαδίκου, η αγωγή (ή άλλη αίτηση παροχής έννομης προστασίας) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ. και 73).[9]
15. Αν εκδοθεί απόφαση παρά την έλλειψη ικανότητας διαδίκου, η απόφαση είναι ανυπόστατη στην περίπτωση του άρθρου 313 περ. δ΄ και υπόκειται στη δικονομική μεταχείριση που προβλέπουν τα άρθρα 313 – 314 (πρβλ. άρθρα 286 επ. για τη διακοπή της δίκης»)[10].
III. Ικανότητα δικαστικής παράστασης (63 – 67)
A. Έννοια και διάκριση από ικανότητα διαδίκου
16. Από την ικανότητα διαδίκου (62) διακρίνεται η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (ή προς δικαστική παράσταση ή προς το παρίστασθαι) (63). Η διάκριση είναι αντίστοιχη προς τη διάκριση του ουσιαστικού δικαίου μεταξύ ικανότητας δικαίου και ικανότητας προς δικαιοπραξία.
17. Ικανότητα δικαστικής παράστασης ιδίω ονόματι (: για τον εαυτό τους ως διάδικο) έχουν τα πρόσωπα που είναι ικανά ή περιορισμένως ικανά προς δικαιοπραξία (63 § 1∙ βλ. κυρίως 127 επ. ΑΚ). Ειδικότερα, για την παραδεκτή διεξαγωγή δίκης δεν αρκεί να μπορεί να είναι κανείς διάδικος (62). Πρέπει και να μπορεί να διεξάγει τη δίκη και τις επιμέρους διαδικαστικές πράξεις που απαιτούνται στο δικό του όνομα. Πρέπει δηλαδή να διαθέτει και ικανότητα δικαστικής παράστασης (63 § 1 και 66 για τα αλλοδαπά πρόσωπα).
18. Αποκλίσεις προβλέπονται για τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (63 § 2 και 682 επ.) και για την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (594∙ βλ. και 591 § 1 εδ. α΄). Ειδική ρύθμιση υπάρχει και για τη διαδικασία εκδίκασης των υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας (742∙ βλ. και άρθρα 1 περ. β΄, 739 και 741).
Β. Δικαστική παράσταση ανικάνων «προς το παρίστασθαι» φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων ή ενώσεων και εταιρειών που δεν έχουν νομική προσωπικότητα – «Νόμιμοι εκπρόσωποι» και όρια εξουσίας τους
19. Όταν κανείς μπορεί να είναι διάδικος (έχει δηλαδή ικανότητα διαδίκου) αλλά δεν διαθέτει (προσωρινά έστω) ικανότητα δικαστικής παράστασης ιδίω ονόματι [όπως συμβαίνει α) με τα ανίκανα προς δικαιοπραξία φυσικά πρόσωπα σε ορισμένες περιπτώσεις και β) με τα νομικά πρόσωπα πάντα], μπορεί (και πρέπει) να διεξάγει τη δίκη, στο δικό του μεν όνομα, αλλά δια του νομίμου «αντιπροσώπου» ή «εκπροσώπου» του, ο οποίος πρέπει να διαθέτει την αντίστοιχη εξουσία (64 – 65).[11]
20. Για την ανάγκη ύπαρξης «εξουσιοδότησης» (γενικής ή και ειδικής) προς διεξαγωγή δίκης, την έκταση αυτής και τους περιορισμούς της βλ. άρθρα 64 § 2 εδ. β΄ και 65 §§ 1 και 2. Για την ικανότητα δικαστικής παράστασης αλλοδαπών βλ. άρθρο 66.
21. Δεν επιτρέπεται εκούσια αντιπροσώπευση προς διεξαγωγή δίκης εκ μέρους προσώπων που έχουν ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (ενώ, αντίθετα, είναι δυνατή η κατάρτιση δικαιοπραξίας με αντιπρόσωπο κατά τα άρθρα 211 επ. ΑΚ). Εξ άλλου, η νόμιμη εκπροσώπηση των ανικάνων προς το παρίστασθαι διαδίκων κατά τα άρθρα 64 και 65 πρέπει να διακρίνεται από την ανάγκη συμμετοχής στη δίκη με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τα άρθρα 94 επ., η οποία καλύπτει την έλλειψη «ικανότητας προς το δικολογείν», δηλαδή μια άλλη και αυτοτελή διαδικαστική προϋπόθεση.
Γ. Συνέπειες ελλείψεων και δυνατότητα «συμπλήρωσης» αυτών
22. Σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείψεων σχετικών με την ικανότητα δικαστικής παράστασης ή με τη νόμιμη εκπροσώπηση ανικάνων προς το παρίστασθαι, δεν απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη. Προβλέπεται δυνατότητα συμπλήρωσης των ελλείψεων (βλ. άρθρο 67, όπου και για την αναμονή συμπλήρωσης και την περαιτέρω πορεία της δίκης σε περίπτωση συμπλήρωσης ή μη).
23. «Συμπλήρωση» ελλείψεων προβλέπει και το άρθρο 227 για περιπτώσεις τυπικών ελλείψεων του δικογράφου της αγωγής (118), όχι όμως και ελλείψεων που οδηγούν σε αοριστία της αγωγής (216). Οι τελευταίες μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 εδ. β΄ είναι δυνατό να συμπληρωθούν, εφόσον δεν προκαλούν μεταβολή της βάσεως της αγωγής και δεν οδηγούν σε αιφνιδιασμό του εναγομένου[12]. Δυνατότητα «συμπλήρωσης» προβλέπει επίσης και το άρθρο 105 για περιπτώσεις ελλείψεων ως προς την ύπαρξη δικαστικής πληρεξουσιότητας, η οποία αφορά τη διαδικαστική προϋπόθεση της «ικανότητας προς το δικολογείν».
24. Η δυνατότητα «συμπλήρωσης» μπορεί να συσχετισθεί γενικότερα και με το «καθήκον του δικαστηρίου προς καθοδήγηση των διαδίκων», κατά το άρθρο 236, το οποίο μπορεί επίσης να προστεθεί στις διατάξεις που εισάγουν «θεμελιώδεις δικονομικές αρχές» (άρθρα 106 επ.∙ βλ. ιδίως 116 § 2 και 116Α).
25. Εξ άλλου, η δυνατότητα αυτή («συμπλήρωσης»), όταν επιτρέπεται, διασώζει τις συνέπειες ασκήσεως της αγωγής, αποφεύγοντας την απόρριψή της, και από τη σκοπιά αυτή μπορεί να συσχετισθεί και με ελλείψεις άλλων προϋποθέσεων του παραδεκτού, οι οποίες δεν οδηγούν σε απόρριψη της αγωγής, αλλά σε ηπιότερες συνέπειες, όπως η «παραπομπή» της υποθέσεως (βλ. λ.χ. τις περιπτώσεις των άρθρων 46 και 264).
26. Τέλος, ως ανάλογη (ηπιότερη της απόρριψης) συνέπεια απαραδέκτου μπορεί να θεωρηθεί και ο «χωρισμός», ο οποίος προβλέπεται στα άρθρα 78 (για τις περιπτώσεις μη συνδρομής των προϋποθέσεων της ομοδικίας) και 218 § 2 (για τις περιπτώσεις μη συνδρομής των προϋποθέσεων επιτρεπτού της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών). Σημειωτέον, ότι τα «μέτρα» αυτά διατάσσονται με μη οριστικές δικαστικές αποφάσεις[13].
Απόστολος Σοφιαλίδης
επίκ. καθηγ. Πολιτικής Δικονομίας ΑΠΘ
24 Μαρτίου 2020
[1] Διάφορα ακόμη άρθρα του ΚΠολΔ (αρκετά από τα οποία αναφέρονται στη συνέχεια του κειμένου) περιέχουν διατάξεις που αφορούν τους διαδίκους. Αυτά όμως, όπως και τα άρθρα 94 έως 105 του 12ου κεφαλαίου για την «ικανότητα προς το δικολογείν» και τη «δικαστική πληρεξουσιότητα», περιέχουν τις βασικότερες διατάξεις για τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που αφορούν τα συγκεκριμένα υποκείμενα της δίκης, όπως όσες προηγήθηκαν των έξι πρώτων κεφαλαίων (άρθρα 1 έως 47) αφορούν το δικαστήριο. Στη συνέχεια του κειμένου, αριθμοί χωρίς άλλη ένδειξη παραπέμπουν σε άρθρα του ΚΠολΔ.
[2] Ο όρος επισημαίνει την αντιδιαστολή έναντι της «αντικειμενικής σώρευσης αγωγών», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 218.
[3] Η ειδικότερη μορφή της «αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης» κατά το άρθρο 83 συνδέεται με την «ομοδικία» και αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες, εξαιρετικά, οι συνέπειες της δικαστικής αποφάσεως καταλαμβάνουν και «τρίτους» μη διαδίκους.
[4] Το οποίο αποσκοπεί ειδικά στο αποτέλεσμα αυτό και για το λόγο αυτό προβλέπει συνήθως την ανάγκη επέλευσης της διάπλασης με δικαστική απόφαση και όχι με απλή δήλωση βουλήσεως του ενός μέρους ή με σύμβαση (πρβλ. ΑΚ 361).
[5] Το άρθρο 415, στις παραγράφους 2 και 3 αυτού, περιέχει διατάξεις χρήσιμες για συσχετισμούς με τη διαδικαστική προϋπόθεση της «ικανότητας προς δικαστική παράσταση», ενώ στην παράγραφο 4 αναφέρεται σε μία περίπτωση «εξαιρετικής νομιμοποίησης» διαδίκου.
[6] Με την επιφύλαξη του άρθρου 298 (: «αποδοχή αγωγής» ή «αναγνώριση του ασκηθέντος δικαιώματος»), στην περίπτωση του οποίου εκδίδεται οριστική απόφαση, σύμφωνη με την αποδοχή.
[7] Αν ο εναγόμενος είναι ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεν τίθεται θέμα, αφού η απόφαση που τυχόν εκδοθεί επί της ουσίας θα είναι «ανύπαρκτη», σύμφωνα με το άρθρο 313 § 1 περ. δ΄.
[8] Βλ. αναλυτικότερα παρακάτω για τη διαδικαστική προϋπόθεση της νομιμοποίησης των διαδίκων. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 225 πρέπει να συσχετισθούν και με εκείνες των άρθρων 325 αριθ. 2 και 83 (για την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση).
[9] Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να ασκήσω παραδεκτά αγωγή εναντίον του «πρώτου τμήματος» που παρακολουθεί το μάθημα της πολιτικής δικονομίας, με αίτημα να υποχρεωθούν οι φοιτητές που ανήκουν σ’ αυτό να απαντήσουν στο πρακτικό θέμα που απέστειλα ηλεκτρονικά, γιατί το «τμήμα» δεν διαθέτει ικανότητα δικαίου, ούτε αποτελεί ένωση χωρίς νομική προσωπικότητα κατά την έννοια του άρθρου 62 εδ. β΄. Αν ασκήσω, αυτή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. και 73) και αν τυχόν γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, η σχετική απόφαση θα είναι ανύπαρκτη ή αυτοδικαίως άκυρη (313 § 1 περ. δ΄). Η αγωγή, για να είναι παραδεκτή από τη σκοπιά της ικανότητας διαδίκων, θα πρέπει να ασκηθεί ατομικά εναντίον (όλων) των φοιτητών που ανήκουν στο τμήμα (και του καθενός από αυτούς), οι οποίοι θα τελούν μεταξύ τους σε σχέση (παθητικής) ομοδικίας (κατά τα άρθρα 74 επ.). Δεν ενδιαφέρουν στο σημείο αυτό τα προβλήματα ελλείψεως δικαιοδοσίας ή νομικής αβασιμότητας, στα οποία θα προσέκρουε ενδεχομένως μια παρόμοια αγωγή.
[10] Όπως προκύπτει και από τις παραπάνω διατάξεις, η απόφαση είναι (και) εσφαλμένη και για λόγο αυτό υπόκειται, παρά την «ανυπαρξία» της στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, και σε άσκηση ενδίκων μέσων.
[11] Ο νόμιμος «εκπρόσωπος» ή «αντιπρόσωπος» του ανικάνου διαδίκου δεν καθίσταται διάδικος, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπόκειται σε ανάλογη προς αυτόν μεταχείριση (βλ. λ.χ. τις διατάξεις του άρθρου 415 §§ 2 και 3). Παραμένει «τρίτος», με όλες τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την ιδιότητα αυτή.
[12] Οι κατά κανόνα απαγορεύσεις μεταβολής του αιτήματος και της ιστορικής βάσεως της αγωγής, κατά τα άρθρα 223 και 224, αντίστοιχα, αποτελούν περαιτέρω συνέπειες της εκκρεμοδικίας και της «αποκρυστάλλωσης» του αντικειμένου της δίκης, την οποία επιφέρει η άσκηση της αγωγής (βλ. άρθρα 215, 221 και 222). Αντίθετα, όπως αναφέρθηκε ήδη, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν προκαλεί απαγόρευση διαθέσεως του επίδικου αντικειμένου (225), γι’ αυτό και ο νόμος προβλέπει τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες υπέρ ή σε βάρος των (ειδικών) διαδόχων [225 § 2 εδ. β΄, 325 αριθ. 2 (το οποίο αφορά και τους καθολικούς διαδόχους), 83 κ.λπ.].
[13] Για τη διάκριση μεταξύ οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων βλ. άρθρα 308 και 309. Για περιπτώσεις άλλων μη οριστικών αποφάσεων βλ. και άρθρα 67, 222 § 2, 246, 247, 249, 254.