ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ – ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
εαρ. εξ. 2020-21 – Γ Τμ. – επ.καθ. Ι.Μαθιουδάκης
Ι. Διάγραμμα
§ 1. Εισαγωγή: Η Δημόσια Διοίκηση και το ιδιαίτερο δίκαιό της (το Διοικητικό Δίκαιο)
1. Η δδ/ση: Το άρ. 26 του Συντ. και η διάκριση των λειτουργιών [διάκριση από την νομοθετική και την δικαστική λειτουργία] – η εκτελεστική λειτουργία – κυβέρνηση και δημόσια δ/ση. – δδ/ση κατά το τυπικό (οργανικό) [κεντρική και νπδδ, 101, 102 Συντ.] και κατά το ουσιαστικό (λειτουργικό) κριτήριο [δημόσιες επιχειρήσεις = νπιδ της δδ/σης – οι δημόσιοι φορείς] – κρατική δ/ση και δημόσια δ/ση – δημ.δ/ση εξουσιαστική [ή κυριαρχική, κανόνας = περιοριστική, παροχική , ρυθμιστική/προγραμματική, αρ. 79 παρ. 8 Συντ. κ.λπ.) ή συναλλακτική (εξαίρεση, συμμετέχει στην ανταγωνιστική οικονομία για τον πορισμό των μέσων της) – δημόσια υπηρεσία – δημόσιος τομέας – γενική κυβέρνηση.
2. Το ΔΔ: Το Α του ΔΔ είναι η δδ/ση. Ωστόσο, η δδ/ση μπορεί κατ’ εξαίρεση να δρα κατά το ιδΔ (διοικητικό ιδιωτικό δίκαιο). Διάκριση ΔΔ(δημοσίουΔ)-ιδΔ [κριτήρια: δημόσια εξουσία, δημόσια υπηρεσία] – Διάκριση ΔΔ-Συντ.Δ – Γενικό, ειδικό και δικονομικό ΔΔ – ΔΔ & δεπιστήμη – η αυτονομία του ΔΔ [ίδιες πηγές + δικ/σία + αρχές, π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, δημόσια κτήση, δ.συμβάσεις, κρατική ευθύνη] με περιεχόμενο την υπεροχή + την πρόσληψη του ιδΔ (είτε διαφορετικοί, είτε ίδιοι, είτε μετασχηματισμένοι κανόνες) – Χαρακτηριστικά του ΔΔ: ο καίριος ρόλος της νομολογίας, ο οποίος σταδιακά υποχωρεί λόγω της παρέμβασης του νομοθέτη , παραλληλα, νομοθεσία και κωδικοποίηση .
3. Ιστορικά: Ελλάδα τουρκοκρατίας – 17ος-18ος αι. δύση/Princeps legibus solutus με ρύθμιση λεπτομερειών της ιδιωτικής ζωής, Polizeistaat – 19ος αι. και γαλλική επανάσταση, φιλελευθερισμός, Rechtsstaat – κοινωνικό κράτος 20ου αι., Daseinvorsorge.
4. Σύγχρονες τάσεις: Η εξέλιξη του κράτους: κράτος δικαίου , κράτος πρόνοιας /παρεμβατικό κράτος, τελικά, διοικητικό κράτος . Η εξέλιξη της διοίκησης μέσω μίας αντιστροφής: διευρύνεται το πεδίο δράσης της, γίνεται λιγότερο εκτελεστικό και περισσότερο ρυθμιστικό και «πολιτικό» εκτοπίζοντας το πεδίο του νόμου [: διακριτική ευχέρεια της διοίκησης] ενώ ο νόμος αποκτά από γενικό και αφηρημένο εργαλειακό (λεπτομερειακό) περιεχόμενο. Η ρυθμιστική διοίκηση συνεπάγεται την αύξηση των υποκειμενικών δημόσιων δικαιωμάτων και τις πολυμερείς έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου . Η πολυσύνθετη διοικητική απόφαση προβαίνει στην στάθμιση των αντιμαχόμενων συμφερόντων μέσω μίας διοικητικής διαδικασίας ενώ από την διοικητική πράξη περνάμε παράλληλα στην έννομη σχέση δημοσίου δικαίου με αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις· από τον καταναγκασμό περνάμε έτσι στη συνεργασία και από τον υπήκοο στον υπεύθυνο πολίτη .
ΙΙ. Η εκτελεστική λειτουργία κατά το αρ. 26 Συντ.
Η εκτελεστική λειτουργία διακρίνεται καταρχήν τόσο οργανικά όσο και λειτουργικά από την νομοθετική και την δικαστική κατά το άρ. 26 Συντ. Ωστόσο η διάκριση των λειτουργιών στο άρ. 26 Σ. δεν είναι απόλυτη, ούτε οργανικά, ούτε λειτουργικά.
-Οργανική διάκριση:
Η εκτ.λ. περιλαμβάνει στις ανώτερες βαθμίδες της τον ΠτΔ, τον Πρωθυπουργό, τους Υπουργούς, το Υπουργικό Συμβούλιο κ.λπ. (=πολιτειακά-κυβερνητικά όργανα) και, κατά τα λοιπά, τα διοικητικά όργανα (Γενικοί διευθυντές υπουργείων, διευθυντές, υπάλληλοι, Πρυτάνεις ΑΕΙ, περιφερειάρχες, δήμαρχοι κ.λπ.). Διακρίνεται από τα όργανα της νομοθετικής λ. (καταρχήν η Βουλή + ΠτΔ) και της δικαστικής λ. (Τα δικαστήρια και οι δικαστές).
-Λειτουργική διάκριση:
Ο κανόνας: Τα πολιτειακά όργανα ασκούν καταρχήν το ανώτερο (επιτελικό) τμήμα της εκτ.λ., την «κυβερνητική». Με την «κυβερνητική» λειτουργία ασχολείται ως επί το πλείστον το ΣυντΔ. Την «διοικητική» λειτουργία αναλαμβάνουν τα ‘διοικητικά όργανα’. Ωστόσο (κατ’ εξαίρεση): α) Η κυβ.λειτ. μπορεί να ασκεί και έργα διοίκησης (με την έκδοση διοικητικών πράξεων) εκτός από την διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Δεν αποκλείεται να αναλαμβάνει και αρμοδιότητες νομοθετικές (ΠτΔ με Βουλή, ή αρ. 43 παρ. 2 Συντ), πιο σπάνια και δικαστικές (λειτουργικός διχασμός των οργάνων των λειτουργιών). β) Τα διοικητικά όργανα, ομοίως, μπορεί να αναλαμβάνουν νομοθετικές αρμοδιότητες (αρ. 43 παρ. 2 Συντ.).
ΙΙΙ. Η δημόσια διοίκηση.
Οργανικά: Εν ευρεία εννοία δδ/ση: Πρόκειται για ένα σύνολο ΝΠΔΔ (κατ’ εξαίρεση και ΝΠΙΔ), με κύριο αυτό του ελληνικού δημοσίου (ΝΠΔΔ), το οποίο απαρτίζεται από περισσότερους κλάδους (Υπουργεία) και όργανα στο κέντρο και στην περιφέρεια του κράτους. Επιπλέον, υπάρχουν ΝΠΔΔ της κατά τόπον (ΟΤΑ) και καθύλην (π.χ. ΑΕΙ) αυτοδιοίκησης καθώς και κατ’ εξαίρεση ΝΠΙΔ του κράτους. Εν στενεί εννοία δδ/ση: περιλαμβάνει μόνον το ελλην.δημόσιο και τα ΝΠΔΔ.
Λειτουργικά (ως διοικητική λειτουργία): Πρόκειται για την δράση των ανωτέρω ΝΠ, η οποία διακρίνεται από την δράση των ιδιωτών με βάση: α) την άσκηση δημόσιας εξουσίας, β) τον σκοπό της δράσης, εφόσον αποσκοπεί στην ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, όπως με την παροχή κοινωφελών προς τους πολίτες υπηρεσιών όχι με σκοπό το οικονομικό όφελος (κριτήριο του σκοπού∙ κριτήριο της δημόσιας υπηρεσίας).
Κατ’ εξαίρεση η δδ/ση μπορεί να έχει την μορφή ενός ΝΠΙΔ (οργανικά) και να ασκεί έργα νομοθετικά (άρ. 43 παρ. 2 Συντ.). Επίσης, κατ’ εξαίρεση μπορεί να μην κάνει χρήση του ειδικού δικαίου, που προορίζεται για αυτήν, του ΔΔ.
IV. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.
Το Δ. της (εν στενεί εννοία) δημόσιας διοίκησης είναι κατά κανόνα ένα ιδιαίτερο σώμα κανόνων δικαίου, που διαχωρίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, τόσο ως προς το Α (ρυθμίζει την δράση όχι μόνον των ιδιωτών αλλά και δημόσιων φορέων), όσο και ως προς το περιεχόμενο (είναι ένα εξουσιαστικό δίκαιο μονομερούς επιβολής) (διοικητικό δίκαιο). Η (εν στενεί εννοία) δδ/ση μπορεί κατ’ εξαίρεση να εφαρμόζει το ιδιωτικό δίκαιο, που ισχύει μεταξύ των ιδιωτών, πάλι, όμως, με ορισμένες διαφοροποιήσεις (ιδιωτικό δίκαιο της δδ/σης ή ιδιωτικό διοικητικό δίκαιο).
Από άποψη περιεχομένου το ΔΔ είναι το δίκαιο της «δημόσιας διοίκησης», περιλαμβάνει δηλ. τους κανόνες τόσο της οργάνωσης, όσο και της δράσης της και των συνεπειών της . Έτσι, δίδεται το βασικό διάγραμμα της ύλης του ΔΔ, το οποίο περιλαμβάνει: τις πηγές του ΔΔ, το δίκαιο των ΔΠ ως κατεξοχήν μέσο δράσης της δδ, το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, την κρατική ευθύνη και το Δ. της διοικητικής οργάνωσης του κράτους.
Το ΔΔ ρυθμίζει, βέβαια, και τις σχέσεις της ΔΔ με τους διοικουμένους, υποβάλει πιθανώς την δράση των τελευταίων σε προηγούμενο έλεγχο (άδεια) ενώ μπορεί να ρυθμίζει τους κανόνες δράσης τους σε συγκεκριμένα πεδία. Μπορεί να τους αναγνωρίζει δικαιώματα έναντι της ιδίας (π.χ. προηγούμενη ακρόαση κατά την διοικητική διαδικασία) ή άλλων ιδιωτών ή και να τους επιβάλει υποχρεώσεις (π.χ. φορολογική υποχρέωση).
Η οντολογία της δδ, πώς είναι δηλ. αυτή πραγματικά, εξετάζεται από την διοικητική επιστήμη.
Η Σχέση μεταξύ οργανικής δδ/σης και εφαρμογής του ΔΔ
Το ΔΔ εφαρμόζεται κατά κανόνα από την εν στενεί εννοία ΔΔ (ΝΠΔΔ), η οποία κατ’ εξαίρεση εφαρμόζει το ιδΔ. Τα ΝΠΙΔ του δημόσιου τομέα (που ανήκουν στην εν ευρεία εννοία ΔΔ) εφαρμόζουν κατά κανόνα το ιδΔ και κατ’ εξαίρεση το ΔΔ.
Σχετική νομολογία
1. Νπιδ του δημόσιου τομέα εφαμόζει κατ’ εξαίρεση το ΔΔ – τα κριτήρια εφαρμογής του ΔΔ
Στον ΕΛΓΑ (Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, κοινωφελές νπιδ, που ανήκει εξ’ ολοκλήρου στο δημόσιο) έχει ανατεθεί με τον ν. 1790/1988 η αρμοδιότητα υποχρεωτικής ασφάλισης της παραγωγής των αγροτών, όπως σε περίπτωση καταστροφών λόγω κακοκαιρίας. Η αξίωση αγρότη που καταστράφηκε η παραγωγή του κατά του ΕΛΓΑ θα στηριχθεί στο διοικητικό ή στο ιδιωτικό δίκαιο; (ΑΕΔ 10/2019).
Σκ. 8: δεν είναι ιδιωτική διαφορά, παρά το γεγονός ότι ο ΕΛ.Γ.Α. είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αφού αυτή (διαφορά) ανεφύη από την παρ αυτού άσκηση δημόσιας εξουσίας, δηλαδή με την άσκηση εκ μέρους του αρμοδιοτήτων που αφορούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην παράγραφο 7 της παρούσας.
Σκ. 6: Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της γεωργικής παραγωγής και του φυτικού κεφαλαίου από τον ΕΛ.Γ.Α. – στον οποίο μεταβιβάσθηκε από τον Ο.Γ.Α. με τον προαναφερθέντα Ν. 1790/1988 – υπό τους όρους και κατά τη διοικητική διαδικασία που προβλέπονται στον ως άνω Κανονισμό ασφάλισης της φυτικής παραγωγής, εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον που συνιστάται στην ενίσχυση και ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας και όχι στην ασφαλιστική προστασία των ζημιούμενων καλλιεργητών, οι οποίοι μπορεί να μην είναι κατ επάγγελμα αγρότες ή να είναι νομικά πρόσωπα και, συνεπώς, οι διαφορές που γεννώνται από την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής, μετά την 11.6.1984, παρά το χρηματικό αντικείμενό τους, συνιστάμενο σε αξίωση καταβολής αποζημίωσης, έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου και θεμιτώς υπήχθησαν με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτωση στ΄ του Ν. 1406/1983 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως διοικητικές διαφορές ουσίας (ΣτΕ 177/1996, πρβλ. ΣτΕ 3925/2010).
Σκ. 7. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 περ. η΄ του Ν. 1406/1983, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, πλην άλλων, και οι διαφορές οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Παρά δε τη συσταλτική διατύπωση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας , η έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι η αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή άλλων ν.π.δ.δ. για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, παρέχεται όχι μόνο στις περιπτώσεις ευθύνης από την έκδοση ή την παράλειψη έκδοσης εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας αυτής και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας των ως άνω προσώπων, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 7/2004, 10/2003, 53/1995). Με τις ίδιες προϋποθέσεις γεννώνται διοικητικές διαφορές και από πράξεις οργάνων ν.π.ι.δ. στα οποία έχει εκ του νόμου ανατεθεί η άσκηση δημόσιας εξουσίας , καθόσον αυτά, κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας, ασκούν αρμοδιότητες που αφορούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και, συνεπώς, λειτουργούν ως ν.π.δ.δ. (ΑΠ 1243/2017, 657/2014, 123/2005, πρβλ. ΑΠ 972/2002, πρβλ. τις σχετικές με το ν.π.ι.δ. του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. αποφάσεις Α.Ε.Δ. 17/2017, 1/2015, 21/2012).
2. Μετά από την εκποίηση δημόσιου κτήματος με παραχωρητήριο από το Δημόσιο αυτό ανακαλείται. Εφαρμόζει το Δημόσιο ΔΔ;
ΑΠ 192/2013
Η ανάκληση παραχωρητηρίου [επί εκποίησης δημοσίου κτήματος] δεν συνιστά ατομική διοικητική πράξη, γιατί δεν αφορά σε άσκηση δημοσίας εξουσίας και δεν εκδίδεται εξουσιαστικώς, αλλά με κριτήρια διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου και ως εκ τούτου δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου, που είναι προαπαιτούμενο εκδόσεως πράξεως της διοίκησης που αφορά σε άσκηση δημόσιας εξουσίας.
Επειδή, με το από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Π.Δ. “περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων” που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν.4266/1929 προβλέπεται η δια δημοπρασίας κατ’αρχήν, εκποίηση των δημοσίων κτημάτων (άρθρο 65), και κατ’ εξαίρεση η ελεύθερη εκποίηση αυτών με την τήρηση των όρων και διαδικασιών που προβλέπονται σ’ αυτό. Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 97 του ως άνω ΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.25 του Ν.5234/1931, αστικά κτήματα μικρής αξίας στις Νέες Χώρες, τα οποία κατοικούνται επί τριετία από μη ομολογουμένους ευπόρους, μπορούν να εκποιηθούν στους κατόχους έναντι τιμήματος με απόφαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 αυτού Διοικούσας Επιτροπής της Διοίκησης Δημοσίων Κτημάτων που βεβαιώνει την συνδρομή της παραπάνω ιδιότητας, η οποία λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση τριμελούς τοπικής επιτροπής και υπόκειται σε έγκριση από τον Υπουργό Οικονομικών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 73 και ίδιου ΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν.338/1943, η σύμβαση πώλησης θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί οριστικά από την έκδοση του πωλητηρίου (παραχωρητηρίου) από τον Υπουργό Οικονομικών. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η άνευ δημοπρασίας εκποίηση ακινήτων του Δημοσίου, ανηκόντων στην ιδιωτική του περιουσία κατά τις διατάξεις αυτές, συνιστά πράξη αναγόμενη σε διαχείριση ιδιωτικής περιουσίας, δηλαδή πράξη που δεν εκδίδεται εξουσιαστικώς από τη διοίκηση με σκοπό τη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος, αλλά με κριτήρια διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου και αποσκοπεί στη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων (ΣτΕ 2109/2012, 572/2012, 574/2012, 899/2011) …
Όσον αφορά την αιτίαση περί ελλείψεως ακροάσεως, αυτή και αν ακόμη είχε νόμιμα προταθεί στα δικαστήρια της ουσίας, η σιωπηρή ή ρητή απόρριψη της, δεν θα επιστήριζε κάποιο αναιρετικό λόγο, αφού θα ήταν νόμιμη, καθόσον προαπαιτούμενο της ανάκλησης του παραχωρητηρίου δεν ήταν η προηγούμενη ακρόαση των αναιρεσειόντων. Τούτο δε γιατί αυτό (παραχωρητήριο) δεν εκδίδεται από το Δημόσιο κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας του, δηλαδή εξουσιαστικώς με σκοπό τη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος ή την ικανοποίηση δημοσίου σκοπού, αλλά κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, με κριτήρια διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου και ως εκ τούτου δεν συνιστά ατομική διοικητική πράξη, για την οποία και μόνο προβλέπεται στη διοικητική διαδικασία, το κατά το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως, που κατά το άρθρο 6 του Ν.2690/1999 περί “Κύρωσης του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας” συνίσταται στη δυνατότητα του διοικουμένου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι’αυτόν ατομικής διοικητικής πράξεως, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο (πρβλ.ΑΠ 1020/2010). Ενόψει των προεκτεθέντων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 1651/2011).
Εμβάθυνση σε σχετικά ζητήματα:
1) Πώς διακρίνεται το αντικείμενο ρύθμισης του διοικητικού δικαίου όταν αφορά α) στους ιδιώτες, β) στο κράτος;
ΣΕ 1187/2019
Υποκείμενα του ατομικού δικαιώματος των διατάξεων του άρθρου 10 Συντάγματος και του άρθρου 4 του ΚΔΔ είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία υπόκεινται στην εξουσία που ασκεί το Κράτος ή άλλοι φορείς δημόσιας εξουσίας. Δεν αποτελούν υποκείμενα του δικαιώματος ούτε το ίδιο το Κράτος ούτε άλλοι φορείς δημόσιας εξουσίας στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις, οι οποίες ιδρύονται από τη ρύθμιση των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί από την κείμενη νομοθεσία.
2) Τα δικαιώματα, που έχει ιδιώτης έναντι των λοιπών ιδιωτών ταυτίζονται με όσα διαθέτει έναντι της δημόσιας εξουσίας; Η λειτουργία της άσκησης δημόσιας εξουσίας ως λόγο εξαίρεσης από εγγυήσεις και από την προστασία δικαιωμάτων.
Α) Επί του δικαίου του ανταγωνισμού (τα μονοπώλια του κράτους)
Η εκ μέρους της Εταιρίας Παραγωγής Αερίου (ΕΠΑ) Θεσσαλίας απαγόρευση χρήσης σωληνώσεων συγκεκριμένου τύπου (CSST Gastite) κατά την κατασκευή εγκαταστάσεων φυσικού αερίου στην περιοχή ευθύνης της, ασκεί δημόσια εξουσία; Τί συνέπεια έχει αυτό;
[ΑΠ 1197/2018: Μονοπώλιο εμπορίας φυσικού αερίου – Αποκλειστική αντιπροσωπεία για την εμπορία και χρήση σωληνώσεων συγκεκριμένου τύπου – Απαγόρευση χρήσης αυτών – Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης – Αδικοπρακτική ευθύνη -. Η εκ μέρους της Εταιρίας Παραγωγής Αερίου (ΕΠΑ) Θεσσαλίας απαγόρευση χρήσης σωληνώσεων συγκεκριμένου τύπου (CSST Gastite) κατά την κατασκευή εγκαταστάσεων φυσικού αερίου στην περιοχή ευθύνης της, ανάγεται στη δραστηριότητά της ως φορέα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Συνεπώς, εταιρία που εμπορεύεται, ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος, σωληνώσεις του ως άνω απαγορευμένου τύπου δεν μπορεί να ενάγει την ΕΠΑ για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης καθώς αυτή δεν είναι «επιχείρηση» κατά την έννοια του δικαίου για την προστασία του ανταγωνισμού, το οποίο και δεν εφαρμόζεται σε αυτή την περίπτωση. Δεν αποκλείεται, όμως αυτομάτως και η τυχόν αδικοπρακτική ευθύνη της ΕΠΑ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των αρ. 914 επ. ΑΚ.]
Β) Επί των προσωπικών δεδομένων – ΣΕ 518/2018
Εφ’ όσον πρόκειται για νόμιμη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για σαφείς και νόμιμους σκοπούς, εξετάζεται περαιτέρω αν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του ή, κατ’ εξαίρεση, δεν έχει δώσει τη συναίνεσή του, εφ’ όσον η επεξεργασία είτε είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης του εκάστοτε υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο, είτε είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου, που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτήν είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας, είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα. Ο ΑΜΚΑ συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, καθ όσον, από την επεξεργασία του, μπορεί να προσδιορισθεί η ταυτότητα του υποκειμένου του. Η επεξεργασία του ΑΜΚΑ, ως δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά στο ανωτέρω πρώτο 6ψήφιο τμήμα του, παρίσταται νόμιμη και θεμιτή, διότι η επεξεργασία αυτή στοιχεί προς τους δημόσιους σκοπούς, που θάλπει ο ν. 3655/2008, οι οποίοι είναι σαφείς και θεμιτοί συνταγματικώς εφ’ όσον κατατείνουν στην εκπλήρωση της ευθέως προβλεπόμενης από το Σύνταγμα (άρθρο 22 § 5) υποχρέωσης παροχής αποτελεσματικών υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης. Η εν λόγω επεξεργασία παρίσταται νόμιμη ακόμη και χωρίς την συγκατάθεση του υποχρέου εφ’ όσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία θεμιτώς προβλέπεται και επιβάλλεται από τον νόμο.
3. Υποθηκοφύλακας (άμισθος ή έμμισθος) όταν στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του διαπράττει α) παρανομία, π.χ. αρνείται παράνομα να προβεί σε μετεγγραφή συμβολαίου, β) ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως π.χ. πλαστογραφία, βρίσκεται στο πεδίο του διοικητικού δικαίου;
ΑΠ 97/2018: στην περίπτωση του άμισθου ή έμμισθου υποθηκοφύλακα, ο οποίος ασκεί δημόσια εξουσία, ευθύνη του Δημοσίου και κατ επέκταση διοικητική διαφορά δημιουργείται, κατ άρθρον 13 του ν.δ. 4201/1961, που τροποποίησε σιωπηρά το άρθρο 1345 του ΑΚ, μόνο για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των έμμισθων υποθηκοφυλάκων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση [:όπως επί κατάρτισης πλαστού εγγράφου] δημιουργείται διαφορά ιδιωτικού δικαίου, όταν αξιώνεται αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ατομικά από τον ίδιο τον υποθηκοφύλακα (βλ. ad hoc ΑΠ 1666/2014, ΑΕΔ 53/1995, ΑΠ 1067/2015)
5. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την σύναψη ΣΣΕ ασκούν κανονιστική εξουσία;
ΑΠ 2011/2013
Νομική φύση των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ -. Έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη των ΣΣΕ νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί σ’ αυτές από τη συνταγματική διάταξη, δηλαδή, είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος και συνεπώς οι ΣΣΕ ως προς το κανονιστικό τους μέρος έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται και η αναφορά της ισχύουσας ΣΣΕ.
6. ΣΕ 1883/2017
Στελέχωση Δημοσίου – Δημόσιοι υπάλληλοι και έκτακτο προσωπικό – Τρόπος διορισμού στο Δημόσιο – Πλαίσιο επιτρεπτής θέσπισης μεταβατικών διατάξεων -. Η δημόσια διοίκηση, κατά το άρθρο 103 Σ, στελεχώνεται κατά κανόνα με μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή με πρόσωπα που καταλαμβάνουν με τον διορισμό τους νομοθετημένη οργανική θέση και συνδέονται με το Κράτος ή άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας με ειδική έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Ως εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα σύναψης σχέσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
7. Μπορεί ιδιώτης να ασκήσει ό,τι ασκεί και η δημόσια διοίκηση;
ΣΕ 2214/2017
Εγγυητική ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων του Κλάδου Πρόνοιας του ΤΑΠΙΛΤ. Εντεύθεν, η δράση των ασφαλιστικών οργανισμών, που έχουν τη μορφή ν.π.δ.δ., διέπεται από την αρχή της νομιμότητας τόσο κατά την έκδοση μονομερών διοικητικών πράξεων, όσο και κατά την κατάρτιση συμβάσεων από τους οργανισμούς αυτούς, οι δε σχέσεις μεταξύ των νομικών αυτών προσώπων με τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες αυτών, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, στις εισφορές και εν γένει στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, είναι σχέσεις δημόσιας εξουσίας, οι οποίες εξαιρούνται από τον χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη και η έκταση της υποχρέωσης καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η ύπαρξη και η έκταση κάθε άλλης υποχρέωσης, που επιβάλλεται προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ασφαλιστικός φορέας με μορφή ν.π.δ.δ., δεν εναπόκεινται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ρυθμίζονται αποκλειστικώς με κανόνες δημόσιας τάξης από τον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, ενεργούσα βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης.
8. ΣΕ 2469/2016
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) αποτελεί διοικητική αρχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστης, οι δε σχετικές πράξεις, που εκδίδονται είτε από τον ίδιο, είτε από τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν όργανα κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας για την προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση των οποίων γεννά ακυρωτική διαφορά που εκδικάζεται από το ΣτΕ.ένα πιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει προβλήματα ικανά να κλονίσουν την οικονομική σταθερότητά του και να θέσουν υπό διακινδύνευση την εν γένει εύρυθμη λειτουργία του, παρέχεται η δυνατότητα στην ΤτΕ, ως εποπτεύουσα αρχή, να επεμβαίνει με τη λήψη των καταλλήλων διορθωτικών μέτρων προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτό.
9. ΣΕ 2589/2014
Απόφαση της παραχωρησιούχου εταιρείας περί αναπροσαρμογής των διοδίων τελών επί αυτοκινητοδρόμου, με την οποία καθορίζεται, κατά παραχώρηση κρατικής αρμοδιότητας, χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για τη χρήση κοινοχρήστου πράγματος, όπως είναι ο αυτοκινητόδρομος εκδίδεται κατ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας δεδομένου ότι συνιστά ευθεία επέμβαση στο δικαίωμα των διοικουμένων προς ακώλυτη χρήση κοινοχρήστου πράγματος.
10. ΑΠ 762/2015
Ο Οργανισμός Λιμένος Πατρών λειτουργεί μεν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, αλλά παραμένει δημόσια υπηρεσία υπό λειτουργική έννοια. Οι μισθώσεις χώρων εντός της περιοχής λιμένος με εκμισθωτή τον Οργανισμό Λιμένος Πατρών Α.Ε. διέπονται (και) από τις διατάξεις του ΠΔ/τος 715/1979, με το άρθρο 40 § 1 περ. ζ του οποίου είναι δυνατόν να συμφωνηθεί η για οποιονδήποτε λόγο απαγόρευση της μείωσης του μισθώματος μετά την κατακύρωση στον μισθωτή. Η διάταξη όμως αυτή δεν υπερισχύει εκείνης των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, που είναι αναγκαστικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή τους εκ των προτέρων είτε με παραίτηση του ενός των συμβαλλομένων μερών είτε με συμφωνία και των δύο.
11. ΣΕ 1879/2012
Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων – Συνταγματικότητα ρύθμισης – Δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο Σύνταγμα διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης με την οποία επιτρέπεται στον ιδιώτη που ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία να λαμβάνει τα απαραίτητα, υποχρεωτικά για τους τρίτους και ιδίως τους χρήστες της υπηρεσίας, μέτρα για την ομαλή και ασφαλή λειτουργία της, υπό τον όρο ότι τηρείται η προστασία των ατομικών ελευθεριών και, περαιτέρω, προσδιορίζεται το περιεχόμενο και η διαδικασία λήψης των μέτρων, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και δεν θίγονται οι συναφείς αρμοδιότητες της δημόσιας αρχής. Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων κατά το μέρος που προβλέπει την ανέλκυση ή μεθόρμιση σκάφους από (ιδιωτικό) φορέα διαχείρισης λιμένα, η οποία δεν αποτελεί κύρωση αλλά μέτρο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ομαλής και ασφαλούς λειτουργίας του λιμένα, καθόσον η ενλόγω διάταξη είναι, εν όψει των ειδικότερων ρυθμίσεών της, σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και επίσης παραφυλάσσονται οι αρμοδιότητες της Λιμενικής Αρχής για την επιβολή κυρώσεων και την εν γένει διενέργεια ελέγχων, κατά τις κείμενες διατάξεις.