ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ – ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ – ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΠΑΝ.ΕΤΟΣ 2020-21 – ΔΙΔ: Ι.Μαθιουδάκης, επίκ.καθηγητής
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Βλ. Μ.ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Αι γενικαί αρχαί του ΔΔ – Η καταγωγή και νομική αξία τους, ΕΔΔ 1973, 113
Διάγραμμα
1. Γενικά
2. Η αρχή της νομιμότητας.
3. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
4. Η αρχή της αναλογικότητας.
5. Η αρχή της διαφάνειας και της πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα.
6. Η αυτεπάγγελτη δράση της διοίκησης.
7. Η αρχή της ταχείας δράσης (οι διοικητικές προθεσμίες και η ανωτέρα βία).
8. Η αρχή του ενιαίου της διοίκησης.
9. Η αρχή της συνεχούς λειτουργίας των Δημοσίων υπηρεσιών.
10. Η αρχή της αποτελεσματικότητας της διοίκησης.
11. Η αρχή της ισότητας.
12. Η αρχή της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
1. Γενικά.
Τυπική ισχύς και σημασία
Ορισμένες έχουν συνταγματική ισχύ (π.χ. αναλογικότητα, ισότητα), άλλες όχι (αρχή συνεχούς λειτουργίας Δημοσίων υπηρεσιών ή ταχείας δράσης) και άλλες κατά περίπτωση (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, αμεροληψία). Κανόνα αποτελεί η έλλειψη συνταγματικής ισχύος των γ.α.ΔΔ. (ΣΕ 671/1997: αρχή τυπικής ασφάλισης).
Μέσω όσων έχουν συνταγματική ισχύ ελέγχεται η συνταγματικότητα των νόμων. Με τις λοιπές ελέγχεται η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
1. Κατά τη μία εκδοχή της (ως αρχή της υπεροχής του νόμου) η διοικητική δράση πρέπει να μην έρχεται σε αντίθεση με τον νόμο. Κατά τη δεύτερη (αρχή της επιφύλαξης του νόμου) η Δ/ση οφείλει να δρα πάντα βάσει νόμου. Ο κανόνας στο ΔΔ είναι η εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας υπό τη δεύτερη εκδοχή της, κυρίως στην περιοριστική διοίκηση ενόψει του καθορισμού των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων (ΔΕφΑΘ 2518/1999, ΔΔ 00. 392 για τον νομάρχη, που συνήψε διοικητική σύμβαση). (τι συμβαίνει στην παροχική Δ/ση; Τι στο δημόσιο λογιστικό, όπου προβλέπεται η δυνατότητα της Δ/σης να συνάπτει συμβάσεις εφόσον ικανοποιείται δημόσιος σκοπός;).
2. Ευρεία και στενή έννοια. Υπό ευρεία έννοια γίνεται αντιληπτή στην κρατική ευθύνη ως το σύνολο των κανόνων λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης (εσωτερικών διαταγών, εγκυκλίων κ.λπ.)
3.Θεμέλιο. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (2.1 Συντ.), της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρ. 43, 44 Συντ.), άρθρ. 82.2 και 95.5 Σ. (ΔΕφΑΘ 2518/1999, ο.π. ).
4. Το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την έκδοση των ΔΠ.
ΣΕ 3662/00, ΔΔ 2002, 57: η νομιμότητα οικοδ.άδειας κρίνεται κατά τον χρόνο έκδοσής της εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
ΣΕ 3226/2004, ΕΔΚΑ 2005, 40: Νόμος που ορίζει ότι «Το Ταμείο Προνοίας Προσωπικού ΟΣΕ θεωρείται ότι συστήθηκε και λειτουργεί νόμιμα από την ίδρυσή του» δε μπορεί να θεωρηθεί ότι προσδίδει νομική ισχύ σε μη αναφερόμενες έστω κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους (αριθ., ΦΕΚ) κανονιστΠ, που ρυθμίζουν τη βάση για τον υπολογισμό του εφάπαξ στους ασφαλισμένους του ταμείου και δη αναδρομικώς (ΣΕ 2458/04)-διάταξη ν. περί αναδρομικής κύρωσης ατομΔΠ δεν καταλαμβάνει, ελλείψει ρητής πρόβλεψης, και τις εκκρεμείς ενώπιον δικαστηρ κατά τη δημοσίευση του ν. υποθέσεις πρβλ. 2458/04 και 173/03.
ΓνωμΝΣΚ 326/04: από καμία διάταξη ν. δεν παρέχεται αρμοδ. στον εισαγγελέα να παραγγείλει ή διατάξει τη διενέργεια φορολογ ελέγχου και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης από τα αρμόδια φορολογ όργανα – μπορεί να ζητήσει έλεγχο του ΣΔΟΕ
ΣΕ 2563/00: Η δ/ση αποφαίνεται αποκλειστικά και μόνο επί τη βάσει των κειμένων διατάξ ν. χωρίς να μπορεί να επικαλείται για την νομική θεμελίωση των π. της επικείμενες νομοθετικές ή κανονιστ ρυθμίσεις (ΣΕ 780/92, 1602/87)
ΣΕ 1594/2002, ΔΦΝ 2005, 9: σχολ. Καράκωστας: Η αναγνώριση από το ΔΙΚΑΤΣΑ αλλοδαπού τίτλου σπουδών ισχυροποιεί νομικά τον αλλοδαπό τίτλο, τον εξομοιώνει με τον ημεδαπό και ισχύει ex nunc (ο Κ. διακρίνει μεταξύ αναγνώρισης με εξέταση –ex nunc- και χωρίς αυτήν –ex tunc) – δεν πρόκειται για διαπιστωτική πράξη
ΣΕ 1040/2000, ΔΔ 2002, 340: αντιΣ (26, 4, 87 Σ) το άρθρ. 40. 2 ν. 1968/1991 περί επανάσκησης ενδίκων μέσων, τα οποία είχαν απορριφθεί λόγω μη νομιμοποίησης του ασκήσαντος διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου εφόσον δεν μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου στηρίχθηκε τότε η απόρριψη των ενδίκων μέσων.
ΕΔΔΑ 11-1-2001: η αναστολή των προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστ διακοπών μόνο υπέρ του δημοσίου παραβιάζει την αρχή της ισότητας των διαδίκων.
ΣE 1747/2019
9. Επειδή, η αναφερόμενη στην έκτη σκέψη εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 9 του ν. 2188/1994, με την οποία επετράπη ο καθορισμός με προεδρικό διάταγμα των όρων προκήρυξης και πλήρωσης θέσεων δικηγόρων που κατανεμήθηκαν στα Τ.Ε.Ι. και μάλιστα «κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων» που ρυθμίζουν την πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία σε νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο καθορισμός των προσόντων που πρέπει να έχουν οι υποψήφιοι για κατάληψη των θέσεων δικηγόροι, αποτελεί ειδική εξουσιοδότηση νόμου κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, εντός του περιεχομένου της οποίας ευρίσκονται οι κανονιστικές ρυθμίσεις του π.δ/τος 124/1994 (ΣτΕ 2458/2002 επτ.). Επομένως, νομίμως από την άποψη αυτή ορίστηκε, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω εκδοθέντος προεδρικού διατάγματος, ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ως αρμόδιο όργανο για την έκδοση της σχετικής προκήρυξης, τον καθορισμό των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων συμμετοχής στο διαγωνισμό και τον ορισμό επιτροπής αξιολόγησης των υποψηφίων δικηγόρων και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι αβάσιμα. Ειδικότερα, αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών ότι η κατ’ άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος αυτοδιοίκηση των Τ.Ε.Ι. επιβάλλει η όλη διαδικασία επιλογής δικηγόρου από Τ.Ε.Ι. να οργανώνεται και να εκτελείται από το ίδιο το νπδδ του Τ.Ε.Ι. Τούτο διότι, το δικαίωμα αυτοδιοικήσεως των Τ.Ε.Ι. περιλαμβάνει την εξουσία επιλογής δια των ιδίων τους οργάνων του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού αυτών (πρβλ. ΣτΕ 3010/2000) και όχι την εξουσία πρόσληψης δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής, οι οποίοι δεν αποτελούν διοικητικό προσωπικό του οικείου νομικού προσώπου (βλ. ΣτΕ 2795/2009, 1431/2005).
10. Επειδή, η σύνθετη διοικητική ενέργεια διέπεται από τις εκάστοτε διαδικαστικού χαρακτήρα διατάξεις που τίθενται σε ισχύ κατά το χρόνο της διάρκειάς της (βλ. ΣτΕ 991, 382/2007). Επομένως, νομίμως εν προκειμένω η τελική πράξη επιλογής εκδόθηκε από το Συμβούλιο του Τ.Ε.Ι. .., που ήταν το αρμόδιο προς τούτο όργανο, σύμφωνα με τη διάταξη του ισχύοντος κατά το χρόνο εκδόσεως αυτής άρθρου 8 παρ. 23 του ν. 3194/2003, και όχι από τον αρμόδιο κατά το προϊσχύσαν κανονιστικό καθεστώς (άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ/τος 124/1994, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο μόνο παρ. 2 του π.δ/τος 91/2001), Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΣτΕ 2795/2009). Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μη νομίμως εκδόθηκε από το Συμβούλιο του Τ.Ε.Ι. .., καθόσον η προκήρυξη για την πλήρωση της επίμαχης θέσης είχε εκδοθεί από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της χρηστής διοίκησης το Συμβούλιο του ΤΕΙ .. προέβη στην ανάκληση αρχικώς της 19 (πρακτικό 2/5.2.2004) απόφασης και στη συνέχεια της 122 (πρακτικό 10/29.3.2008) απόφασης, με τις οποίες είχε επιλεγεί ο παρεμβαίνων στην επίμαχη θέση, προκειμένου να αποφύγει την ακύρωση των πράξεων αυτών. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από τον αιτούντα, καθόσον με τις ανακληθείσες πράξεις είχε επιλεγεί στην επίμαχη θέση ο παρεμβαίνων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το Συμβούλιο του ΤΕΙ .. είχε ευχέρεια να ανακαλέσει τις πράξεις αυτές, εφόσον έκρινε ότι ήταν παράνομες και, ακολούθως, να εκδώσει πράξη με το αυτό περιεχόμενο θεραπεύοντας τις πλημμέλειες των πράξεων που ανακλήθηκαν.
ΣΕ 99/2018 – υποχρέωση ανάκλησης όμοιων πράξεων
8. Επειδή, με την απόφαση 2366/2007 της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η τροποποίηση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος στόχευσε στην επέκταση του θεσμού της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης προεχόντως στον τομέα των πολεοδομικών ρυθμίσεων και, συνεπώς, ο τρόπος αυτός αποζημίωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 3 (παρ. 1 περίπτ. δ΄) του ν. 3044/2002, είναι πλέον, κατ’ αρχήν, επιτρεπτός και για το σύνολο των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, με την προϋπόθεση ότι τον αποδέχονται οι δικαιούχοι και ότι η μεταφορά γίνεται υπό όρους και περιορισμούς τέτοιους, ώστε να διασφαλίζονται οι συνθήκες διαβίωσης και να προστατεύεται το οικιστικό περιβάλλον στην περιοχή υποδοχής του συντελεστή. Εν όψει τούτων, με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι η εφαρμογή του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης στην περίπτωση αυτή δεν έρχεται, κατ’ αρχήν, σε αντίθεση προς τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, αλλά συμπορεύεται με τους σκοπούς του, αφού συμβάλλει στην εφαρμογή των ρυμοτομικών σχεδίων με τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων και των χώρων κοινωφελών χρήσεων που προβλέπονται στα σχέδια αυτά (ΣτΕ Ολ. 2366/2007 σκ. 12). Περαιτέρω, όμως, και δεδομένου ότι με την προαναφερθείσα 1071/1994 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κριθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, αντισυνταγματική στο σύνολό της και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα η ρύθμιση του θεσμού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης που είχε θεσπισθεί με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979 και των εκτελεστικών του διαταγμάτων, άρα και των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 2, οι οποίες προβλέπουν τον καθορισμό Ζ.Α.Σ. και με την απόφαση 4573/1996 Ολ. είχε επίσης κριθεί, ως αντισυνταγματική και μη εφαρμοστέα, η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2300/1995 για τη μετατροπή σε Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή των Ζ.Α.Σ. που είχαν καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του ν. 880/1979, έγινε δεκτό ότι η παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3044/2002, η οποία επιτρέπει τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε περιοχές που έχουν ήδη καθορισθεί ως Ζ.Α.Σ. με προεδρικά διατάγματα, τα οποία είχαν εκδοθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 880/1979 που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές και μη εφαρμοστέες, καθώς και την πραγματοποίησή της, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς, που προβλέπονται στην πράξη καθορισμού τους, ανεξαρτήτως αν, εν τω μεταξύ, έχει τροποποιηθεί το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, είναι και αυτή αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος (ΣτΕ Ολ. 2366/2007 σκ. 17). Κατόπιν τούτου, ακυρώθηκε εν μέρει η προαναφερθείσα οικ.5636/ 3.2.2004 κ.υ.α., και συγκεκριμένα καθ’ ο μέρος δια της εφαρμογής της καθίσταται δυνατή η πραγματοποίηση Μ.Σ.Δ. σε Ζώνες Αγοράς Συντελεστή, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3044/2002 (ΣτΕ Ολ. 2366/2007 σκ. 18). Εξάλλου, με την 2367/2007 απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και η μεταβατική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, ακυρώθηκε δε απόφαση οργάνου της πολεοδομίας, με την οποία εγκρίθηκε η μεταφορά συντελεστή δόμησης από ρυμοτομούμενο ακίνητο σε ωφελούμενο ακίνητο στο οποίο έχει γίνει αυθαίρετη αλλαγή χρήσης καθώς και η ερειδόμενη επ’ αυτής οικοδομική άδεια (ΣτΕ Ολ. 2367/2007 σκ. 13-14).
9. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής, ή εκείνες που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις περιπτώσεις, όμως, κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση (ΣτΕ Ολ 2176/2004, Ολ. 2177/2004, 2123/2006), περαιτέρω δε να προχωρήσει στην ανάκληση της πράξης, εντός του πλαισίου της απονεμομένης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας για την έκδοσή της, κατ’ εκτίμηση των λόγων υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες, δεν ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της, τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8 (ΣτΕ Ολ.2176-7/2004, 1933/2005, Ολ. 1175/2008). Επίσης, η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης ως παράνομης συνιστά, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, εκτελεστή διοικητική πράξη. Τα ως άνω ισχύουν και στην περίπτωση, κατά την οποία με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, στην εν λόγω περίπτωση υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης, ερειδόμενη και στην υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση, η οποία, στην περίπτωση αυτή, ισχύει έναντι πάντων, να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν της ως άνω αντισυνταγματικής κανονιστικής διοικητικής πράξης, εφόσον υποβληθεί αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου (ΣτΕ Ολ. 1175/2008 σκ. 7, πρβλ. Ολ. 2176/2004 σκ. 4, Ολ. 2177/2004 σκ. 4, 370/1997 σκ. 4).
ΣΕ 359/2018
2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2717/1999 (Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 217 ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού …», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο …» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Εξάλλου, το ν.δ. 356/1974, «περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», (Α΄ 90), ορίζει στο άρθρο 9 ότι: «Τα προς είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εφαρμοζόμενα αναγκαστικά μέτρα είναι τα εξής: 1. Κατάσχεσις κινητών, είτε εις χείρας του οφειλέτου είτε κινητών και απαιτήσεων εν γένει αυτού εις χείρας τρίτου. 2. Κατάσχεσις ακινήτων και 3. … Η χρήσις των αναγκαστικών τούτων μέτρων εναπόκειται εις την κρίσιν του διώκοντος Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, δυναμένου να λάβη ταύτα κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος, είτε αθροιστικώς είτε εν έκαστον κατά την ελευθέραν αυτού κρίσιν…», στο δε άρθρο 30 ορίζει ότι: «1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου δια κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην… 2. Δια του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ’ αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον… 3. Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασχεθέντα χρήματα ή πράγματα ουδέ δύναται να συμψηφίση προς ανταπαιτήσεις του μεταγενεστέρας της κατασχέσεως, επιφερούσης τα αποτελέσματα αυτοδικαίως χωρούσης αναγκαστικής εκχωρήσεως… 4. (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 41 παρ. 2 του ν. 2648/1998, Α΄ 238, αναριθμουμένων των παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού σε 5 και 6 αντίστοιχα). Η κατάσχεση μπορεί να περιοριστεί σε μικρότερο ποσό ή ποσοστό, μετά από αιτιολογημένη απόφαση εκείνου που την επέβαλε». Περαιτέρω, στο άρθρο 31 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: «Εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων: α) … ε) τα 3/4 των απαιτήσεων εκ μισθών, συντάξεων και πάσης φύσεως ασφαλιστικών βοηθημάτων καταβαλλομένων περιοδικώς επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/4 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων των απαιτήσεων τούτων, στ) …».
3. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι η κρίση του Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου για τη λήψη των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές είναι μεν ελεύθερη, όμως δεν πρέπει να παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, κατά την οποία η Διοίκηση οφείλει να απέχει από τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης τα οποία δεν είναι αναγκαία ούτε κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού της είσπραξης των εσόδων, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων. (Βλ. ΣτΕ 848-850/2012). Στην περίπτωση όμως, κατά την οποία ο αρμόδιος Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου επιλέξει τελικά, μετά από τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, το αναγκαστικό μέτρο της κατάσχεσης απαιτήσεων από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα εις χείρας τρίτου, ο νόμος θεσπίζει περαιτέρω το ακατάσχετο του ποσοστού των 3/4 των απαιτήσεων αυτών προς διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του οφειλέτη. Με τα δεδομένα αυτά, ο ως άνω καθορισμός του ορίου του ακατασχέτου ποσοστού μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, κατά τρόπο γενικό και ανεξάρτητα από τις συνθήκες εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά, αντιθέτως, τις λαμβάνει υπ’ όψη και τις συνεκτιμά στο προσήκον μέτρο εν όψει και του δημοσίου συμφέροντος της απρόσκοπτης και εύρυθμης δημοσιονομικής λειτουργίας του κράτους.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με το …./18.10.2004 κατασχετήριο έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ………….., κατασχέθηκε αναγκαστικώς εις χείρας του Τ.Ε.Β.Ε., ως τρίτου, για λογαριασμό του αναιρεσείοντος οφειλέτη του Δημοσίου, το ποσοστό 1/4 της καταβαλλόμενης σε αυτόν από το Τ.Ε.Β.Ε. μηνιαίας σύνταξης, και έως του ποσού της οφειλής αυτού, ύψους 42.611,57 ευρώ, που προέρχεται από χρέη προς το Δημόσιο της ομόρρυθμης εταιρείας «…………..», της οποίας ο αναιρεσείων ήταν ομόρρυθμος εταίρος. Ειδικότερα, τα χρέη της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας, σύμφωνα με τον συνημμένο στο κατασχετήριο έγγραφο πίνακα χρεών, προέρχονται από φόρο εισοδήματος οικονομικού έτους 1999 (χρήση 1998) ποσού 688,80 ευρώ (…/16.3.1999 πράξη ταμειακής βεβαίωσης), από πρόστιμο ΚΒΣ οικονομικού έτους 1995 ποσού 24.211 ευρώ (…/6.2.2001 πράξη ταμειακής βεβαίωσης), από φόρο εισοδήματος οικονομικού έτους 2001 (χρήση 2000) ποσού 218,99 ευρώ (…/2.4.2001 πράξη ταμειακής βεβαίωσης), από χρηματική ποινή οικονομικού έτους 2001 ποσού 300,51 ευρώ (../11.10.2001 πράξη ταμειακής βεβαίωσης) και από φόρο εισοδήματος οικονομικού έτους 2002 (χρήση 2001) ποσού 153,54 ευρώ (…/1.4.2002 πράξη ταμειακής βεβαίωσης). Η παρακράτηση του ποσού που αντιστοιχεί στο 1/4 της μηνιαίας σύνταξης, ανερχόμενο σύμφωνα με το από 26.10.2004 έγγραφο του Τ.Ε.Β.Ε., σε 217,05 ευρώ μηνιαίως, ορίσθηκε να αρχίσει, κατά τα αναφερόμενα στο ως άνω έγγραφο του Ταμείου, από 1.12.2004, μετά την υποβολή στο Ειρηνοδικείο Αθηνών της ../26.10.2004 δήλωσης του Τ.Ε.Β.Ε., ως τρίτου, σχετικά με το ότι ο αναιρεσείων είναι συνταξιούχος του Ο.Α.Ε.Ε.- Τ.Ε.Β.Ε. και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη 904,33 ευρώ, υποκείμενη σε κρατήσεις 36,17 ευρώ, καθώς και το ότι έχει καταβληθεί σε αυτόν από το Ταμείο έως και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2004. Κατά του παραπάνω κατασχετηρίου εγγράφου ο αναιρεσείων άσκησε ανακοπή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της κατασχέσεως προβάλλοντας ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση της προηγούμενης του μέτρου ακρόασής του, ότι το μέτρο αντίκειται στο άρθρο 281 του Α.Κ. και ότι τα επίμαχα χρέη δημιουργήθηκαν μετά την αποχώρησή του, από την εταιρεία οπότε δεν ευθύνεται για την καταβολή τους. Η ανακοπή απορρίφθηκε με την 458/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση δε του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο, έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το λόγο που αναφέρεται σε παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, με την αιτιολογία ότι αναφέρεται στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου και δεν έχει εφαρμογή σε εκείνες του δημοσίου δικαίου. Επίσης, έκρινε ότι ορθώς, αν και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ο λόγος περί παραβιάσεως του δικαιώματος της προηγουμένης ακρόασης, εφόσον, πάντως, στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων ενημερώθηκε με το από 26/10/2004 έγγραφο του Τ.Ε.Β.Ε. για την, δυνάμει του επίδικου κατασχετηρίου εγγράφου, παρακράτηση του 1/4 της σύνταξής του μέχρι την εξόφληση του χρέους του. Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσείων ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας της οποίας ήταν ομόρρυθμο μέλος και τα οποία αφορούν χρονικό διάστημα κατά το οποίο ήταν εταίρος, διότι κρίσιμος είναι ο χρόνος γένεσης των οφειλών και όχι ο χρόνος ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Τέλος, το εφετείο έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι με την έφεση λόγοι περί παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης πίστης του διοικουμένου προς τη διοίκηση ως προς την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι, αφενός, προβάλλονται αορίστως, εφόσον δεν γίνεται μνεία άλλου λιγότερο επαχθούς μέτρου προς είσπραξη των χρεών του αναιρεσείοντος ούτε προβάλλεται συμπεριφορά της Διοίκησης από την οποία μπορεί να συναχθεί ότι δημιουργήθηκε εύλογη πεποίθηση του αναιρεσείοντος περί μη είσπραξης της οφειλής του από το Δημόσιο, αφετέρου, η διάταξη του άρθρου 31 περ. ε΄ ΚΕΔΕ, που θεσπίσθηκε για ιδιαίτερους λόγους δημοσιονομικής πολιτικής και διασφάλισης της είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου, λαμβάνει, ρητώς, πρόβλεψη για την συντήρηση των συνταξιούχων, θεσπίζοντας το ακατάσχετο των 3/4 της συντάξεώς των.
5. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβιάσεως των αρχών της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας, και της επιείκειας κατά την επιβολή του επίδικου μέτρου, ενόψει της οικονομικής κατάστασης του αναιρεσείοντος και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 3 το άρθρο 31 του ΚΕΔΕ, κατ’ εφαρμογή του οποίου έλαβε χώρα εν προκειμένω η επίδικη κατάσχεση, δεν αντίκειται στις ανωτέρω γενικές αρχές ούτε στα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
ΣΕ 2213/2017: Κοινωνική ασφάλιση εργαζομένων – Ελλείμματα ΤΑΠΙΛΤ – Εγγυητική ευθύνη -. Η δράση των ασφαλιστικών οργανισμών που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, τόσο κατά την έκδοση μονομερών διοικητικών πράξεων όσο και κατά την κατάρτιση συμβάσεων από τους οργανισμούς αυτούς, οι δε σχέσεις μεταξύ των νομικών αυτών προσώπων δημοσίου δικαίου με τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες αυτών, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις εισφορές και εν γένει τις οικονομικές υποχρεώσεις τους είναι σχέσεις δημόσιας εξουσίας, οι οποίες εξαιρούνται από το χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη και η έκταση της υποχρέωσης καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η ύπαρξη και η έκταση κάθε άλλης υποχρέωσης που επιβάλλεται προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ασφαλιστικός φορέας με μορφή νπδδ, δεν εναπόκεινται στην ιδιωτική βούληση αλλά ρυθμίζονται αποκλειστικώς με κανόνες δημοσίου δικαίου, από τον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, ενεργούσα βάσει της κατ’ άρθρο 43 του Συντάγματος νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η διαφορά που γεννάται από την προσβολή εκ μέρους του αιτούντος συλλόγου συνταξιούχων της παράλειψης του δ.σ. του ΤΑΥΤΕΚΩ να προβεί σε «αποδοχή απαίτησης», κατ’ ουσίαν δε να καταλογίσει ποσό σε βάρος της εργοδότριας Τράπεζας ALPHA BANK «με βάση την εγγυητική ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων του ανωτέρω τομέα ώστε να ικανοποιηθεί και ο τελευταίος ασφαλισμένος και δικαιούχος εφάπαξ παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού όπως ισχύει», είναι διοικητική. Το Ταμείο δεν είχε εξουσία να καταλογίσει το διαπιστωθέν με την αναλογιστική μελέτη έλλειμμα του Τομέα ΤΑΠΙΛΤ.
4. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 περίπτ. α΄ και 94 παρ. 3 του Συντάγματος, οι οποίες χαράσσουν τα όρια μεταξύ της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφενός και της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αφετέρου, προκύπτει ότι από τις πράξεις ή παραλείψεις που φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξης και παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακυρωτική διαφορά προκαλούν μόνον εκείνες από τις πράξεις ή παραλείψεις αυτές, οι οποίες επιδιώκουν άμεσα, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη διοικητική δράση, συγκεκριμένο δημόσιο σκοπό. Αντιθέτως, οι πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης, οι οποίες είναι αμέτοχες του λειτουργικού αυτού στοιχείου, κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου και γεννούν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται στη γενική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 1562/1986 Ολομ, 1570/2000, 3117/2001 7μ, 1554/2005, 4246/2009, 2629/2014, 2243/2015, 2860/2016 κ.α.).
5. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 22 του Συντάγματος προβλέπει, στην παρ. 5 ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, ανάγεται δε η μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Εξάλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση εκδηλώνεται μέσω της ίδρυσης από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, του ορισμού των διοικούντων αυτούς οργάνων, της άσκησης εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους, της θέσπισης κανόνων που διέπουν τη λειτουργία τους και της μέριμνας για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ, 2690, 2692/1993 Ολομ, 3096-3101/2001 Ολομ, 3487/2008 Ολομ, 2202/2010 Ολομ, 2287/2015 Ολομ, 2290/2015 Ολομ, 660/2016 7μ, 960/2017 7μ). Εντεύθεν, η δράση των ασφαλιστικών οργανισμών που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, τόσο κατά την έκδοση μονομερών διοικητικών πράξεων όσο και κατά την κατάρτιση συμβάσεων από τους οργανισμούς αυτούς, οι δε σχέσεις μεταξύ των νομικών αυτών προσώπων δημοσίου δικαίου με τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες αυτών, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις εισφορές και ενγένει τις οικονομικές υποχρεώσεις τους είναι σχέσεις δημόσιας εξουσίας, οι οποίες εξαιρούνται από το χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη και η έκταση της υποχρέωσης καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η ύπαρξη και η έκταση κάθε άλλης υποχρέωσης που επιβάλλεται προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ασφαλιστικός φορέας με μορφή νπδδ, δεν εναπόκεινται στην ιδιωτική βούληση αλλά ρυθμίζονται αποκλειστικώς με κανόνες δημοσίου δικαίου, από τον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, ενεργούσα βάσει της κατ΄ άρθρο 43 του Συντάγματος νομοθετικής εξουσιοδότησης (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ, 2559/2006, 1185/2010 7μ, πρβ. ΣτΕ 3359/1988, 2629/2014, ΑΠ 9/2012 Ολομ και ΕΣ 7424/2015).
ΣΕ ΕΑ 791/2008 Δημόσιοι διαγωνισμοί -Αρχή νομιμότητας διοικητικής δράσης -Αθέμιτος ανταγωνισμός – Διαμόρφωση προσφοράς και κάτω του ελαχίστου, κατά νόμον, εργατικού κόστους -. Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, που διέπει το σύνολο της διοικητικής δράσης, κάθε διακήρυξη δημόσιου διαγωνισμού πρέπει, ακόμη και αν ελλείπει σχετική ρήτρα, να ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα στους διαγωνιζομένους να τηρούν, κατά τη διαμόρφωση της προσφοράς τους, τις κείμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση έχουν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του ελαχίστου κόστους εργασίας. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, ελλείψει σχετικής ρήτρας στη διακήρυξη, οι διαγωνιζόμενοι θα μπορούσαν να διαμορφώνουν την προσφορά τους και κάτω του ελαχίστου, κατά νόμον, εργατικού κόστους, ο δε έλεγχος του στοιχείου αυτού δεν θα γινόταν κατά την κατάθεση των προσφορών αλλά μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, δεν παραβιάζει μόνο την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και προσκρούει, για τον λόγο αυτό, και στην αρχή της ισότητας των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας της διαδικασίας. Η αιτούσα εταιρεία προβάλλει ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η προσφορά της με την αιτιολογία της μη τήρησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, λόγω του ότι , η διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν επιβάλλει τη σχετική υποχρέωση στο προσυμβατικό στάδιο, κατά τη σύνταξη και αξιολόγηση των προσφορών, αλλά μόνο στο στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης. Ο λόγος αυτός, δεν πιθανολογείται βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετικός όρος στη διακήρυξη, οι υποβληθείσες προσφορές των διαγωνιζομένων πρέπει, προκειμένου να κριθούν ως νόμιμες, να μην παραβιάζουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του ελαχίστου εργατικού κόστους. Η αιτιολογία αποκλεισμού της αιτούσας, για τον λόγο ότι οι υπολογισθείσες αμοιβές του προσωπικού της υπολείπονται των νομίμων που προβλέπονται από την ισχύουσα κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την αιτούσα ούτε με την προδικαστική της προσφυγή ούτε με την κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη. Απορρίπτει την αίτηση.
________________________________________
6. Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, που διέπει το σύνολο της διοικητικής δράσης, κάθε διακήρυξη δημόσιου διαγωνισμού πρέπει, ακόμη και αν ελλείπει σχετική ρήτρα, να ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα στους διαγωνιζομένους να τηρούν, κατά τη διαμόρφωση της προσφοράς τους, τις κείμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση έχουν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του ελαχίστου κόστους εργασίας. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, ελλείψει σχετικής ρήτρας στη διακήρυξη, οι διαγωνιζόμενοι θα μπορούσαν να διαμορφώνουν την προσφορά τους και κάτω του ελαχίστου, κατά νόμον, εργατικού κόστους, ο δε έλεγχος του στοιχείου αυτού δεν θα γινόταν κατά την κατάθεση των προσφορών αλλά μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, δεν παραβιάζει μόνο την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και προσκρούει, για τον λόγο αυτό, και στην αρχή της ισότητας των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας της διαδικασίας.
7. Επειδή, η αιτούσα εταιρεία προβάλλει ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η προσφορά της με την αιτιολογία της μη τήρησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι, η διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν επιβάλλει τη σχετική υποχρέωση στο προσυμβατικό στάδιο, κατά τη σύνταξη και αξιολόγηση των προσφορών, αλλά μόνο στο στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον με την υπό κρίση αίτηση (ενόψει του ότι, ναι μεν δεν απετέλεσε αντικείμενο της προδικαστικής προσφυγής, αλλά σχετική κρίση περιελήφθη στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η προσφυγή απορρίφθηκε), δεν πιθανολογείται βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετικός όρος στη διακήρυξη, οι υποβληθείσες προσφορές των διαγωνιζομένων πρέπει, προκειμένου να κριθούν ως νόμιμες, να μην παραβιάζουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του ελαχίστου εργατικού κόστους. Συνεπώς, η αιτιολογία αποκλεισμού της αιτούσας, για τον λόγο ότι οι υπολογισθείσες αμοιβές του προσωπικού της υπολείπονται των νομίμων που προβλέπονται από την ισχύουσα κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την αιτούσα ούτε με την προδικαστική της προσφυγή ούτε με την κρινόμενη αίτηση, φαίνεται να είναι νόμιμη. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμός της αιτούσας ότι το ύψος της προσφερόμενης τιμής καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης, τα μειωμένα διοικητικά και γενικά έξοδα και τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει για το προσωπικό της και όχι μόνο από τα κατώτατα όρια αποδοχών που καθορίζει η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αορίστως προβαλλόμενος.
8. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει και αναλύει με το από 18.7.2008 υποβληθέν υπόμνημά της, ότι ο επίδικος διαγωνισμός πρέπει να ακυρωθεί, διότι το συνολικό ποσό των αποδοχών του προσωπικού των συμμετεχουσών εταιρειών που, κατά τη διακήρυξη, απαιτείται για τη φύλαξη του καθού Νοσοκομείου, εάν υπολογισθεί με βάση τις νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων που προβλέπονται από τη σχετική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ξεπερνά το ποσό της προϋπολογισθείσας δαπάνης του διαγωνισμού. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως διότι, αναφερόμενος σε πλημμέλειες του κανονιστικού πλαισίου του διαγωνισμού, στρέφεται απαραδέκτως κατά του κύρους της διακήρυξης, εφόσον η αιτούσα έλαβε μέρος στο διαγωνισμό χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις για τη νομιμότητα του ποσού της προϋπολογισθείσας δαπάνης του.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.
ΣΕ 562/2015: Κοινοτική ενίσχυση – Αναζήτηση αυτής ως αχρεώστητης – Αρχή προστατευόμενης εμπιστοσύνης -. Σε περίπτωση που η σύμβαση για τη χορήγηση ενίσχυσης, την οποία έχει συνάψει ο δικαιούχος με την αρμόδια εθνική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού 2078/92 σχετικά με μεθόδους παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος και τη διατήρηση του φυσικού χώρου, είναι ασυμβίβαστη με το εγκεκριμένο πρόγραμμα, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να συνάγουν τις αναγκαίες κατά το εθνικό δίκαιο συνέπειες, όπως είναι η ανάκληση των διοικητικών πράξεων ή η καταγγελία των σχετικών συμβάσεων και η αναζήτηση των χρηματοοικονομικών παροχών που έχει καταβάλει αχρεωστήτως η Διοίκηση. Προς τον σκοπό αυτό, τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν τους κανόνες περί διαδικασίας και τύπου του δικαίου του οικείου κράτους-μέλους, λαμβάνοντας υπ’ όψη, κατά την εφαρμογή του εθνικού αυτού δικαίου, τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το πεδίο εφαρμογής και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Εφ’ όσον διαπιστωθεί, με βάση την αρχή της νομιμότητας, ότι ενισχύσεις που συγχρηματοδοτήθηκαν από την Κοινότητα καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν αποκλείεται η εφαρμογή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όσον αφορά στην αναζήτηση των εν λόγω ενισχύσεων, δεδομένου ότι και οι αρχές αυτές αποτελούν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το συμφέρον της Κοινότητας λαμβάνεται επίσης υπ’ όψη και ότι έχει αποδειχθεί η καλή πίστη του λαβόντος την επίμαχη ενίσχυση.
________________________________________
ΣΕ 2502/2016: Φορολογία εισοδήματος – Αρχή της νομιμότητας των φόρων – Ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών – Αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων – Διοικητική επίλυση φορολογικής διαφοράς – Ανάκληση δήλωσης -. Μη ανάκληση δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κατ’ επίκληση νομικής ή πραγματικής πλάνης. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ (ν. 2238/2994) και, ιδίως, της παραγράφου 6, σε περίπτωση που φύλλο ελέγχου καταστεί οριστικό, συνεπεία πράξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που προέκυψε από την έκδοσή του, ο φορολογούμενος (που συνέπραξε στη διοικητική επίλυση της διαφοράς) δεν μπορεί να ανακαλέσει τη δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος, κατ επίκληση νομικής ή πραγματικής πλάνης, ως προς ζήτημα ή αντικείμενο που καλύπτεται από το ρυθμιστικό περιεχόμενο του φύλλου ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 4075/2012). Η ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ συνάδει προς το Σύνταγμα και, ειδικότερα, προς τις αρχές της νομιμότητας των φόρων και της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται παράλληλα με την επίσης συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων (ιδίως, δε, όσων έχουν οριστικοποιηθεί, κατόπιν διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επίλυσης φορολογικής διαφοράς), η οποία έχει μεγάλη σημασία στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, ως συνδεόμενη με τη δημοσιονομική τάξη και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας, και, σταθμιζόμενη με τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, δικαιολογεί τον αποκλεισμό της ανατροπής, δια ανακλητικής δήλωσης του φορολογούμενου, της διοικητικής κατάστασής του, που δημιουργήθηκε με τη συναίνεση και τη σύμπραξή του, κατόπιν διοικητικής/συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικής διαφοράς.
Σκ. 4: Επειδή, στο άρθρο 70 του ΚΦΕ ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμοδίου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. 2. […] 3. Η πρόταση υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου […]. 4. […] 5. […] 6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και: α) […] β) δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου, όταν πρόκειται για φύλλα ελέγχου που αναφέρονται σ’ αυτή, συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς […]. Με την πράξη αυτή, που είναι αμετάκλητη, θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτήν, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα […]». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ και, ιδίως, της παραγράφου 6, σε περίπτωση που φύλλο ελέγχου καταστεί οριστικό, συνεπεία πράξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που προέκυψε από την έκδοσή του, ο φορολογούμενος (που συνέπραξε στη διοικητική επίλυση της διαφοράς) δεν μπορεί να ανακαλέσει τη δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος, κατ’ επίκληση νομικής ή πραγματικής πλάνης, ως προς ζήτημα ή αντικείμενο που καλύπτεται από το ρυθμιστικό περιεχόμενο του φύλλου ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 4075/2012). Η ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 70 του ΚΦΕ συνάδει προς το Σύνταγμα και, ειδικότερα, προς τις αρχές της νομιμότητας των φόρων και της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται παράλληλα με την επίσης συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων (ιδίως, δε, όσων έχουν οριστικοποιηθεί, κατόπιν διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επίλυσης φορολογικής διαφοράς: πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.), η οποία έχει μεγάλη σημασία στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, ως συνδεόμενη με τη δημοσιονομική τάξη και την εν γένει οικονομική ζωή της χώρας, και, σταθμιζόμενη με τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, δικαιολογεί τον αποκλεισμό της ανατροπής, δια ανακλητικής δήλωσης του φορολογούμενου, της διοικητικής κατάστασής του, που δημιουργήθηκε με τη συναίνεση και τη σύμπραξή του, κατόπιν διοικητικής/συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικής διαφοράς.
________________________________________
ΣΕ Ολ 3839/2009: Παρεμπίπτων έλεγχος κανονιστικών πράξεων -. Η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως, που αποτελεί έκφραση της αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία έχει συνταγματική θεμελίωση, επιβάλλει, σε περίπτωση προσβολής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξεως, να ελέγχεται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως πληττόμενη με το ένδικο βοήθημα ατομική πράξη, ενόψει των καθιερουμένων στην ελληνική έννομη τάξη δικονομικών κανόνων ευθείας προσβολής των κανονιστικών πράξεων, κατά τους οποίους η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτών κινείται από μόνη τη δημοσίευση τους και είναι σχετικώς βραχεία (εξηκονθήμερη). Περαιτέρω, ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου των διοικητικών διαφορών, απορρέουσα από το κατοχυρούμενο οτο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό (Αντίθετη μειοψηφία). Τούτο δε διότι σκοπός της αρχής του παρεμπίπτοντος ελέγχου του απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, του οποίου τα αποτελέσματα δεν εξαντλούνται σε ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές περιπτώσεις, είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής του κανόνα αυτού από πρόσωπα, τα οποία, κατά το χρόνο εκδόσεως της κανονιστικής πράξεως και εντός της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως, δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός περιορισμός δηλαδή του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο, η κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του, κατά τα ως άνω, χρονικού διαστήματος ως έχουσα οιονεί «αμάχητο τεκμήριο» νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί από τα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως παράνομη. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δεν μπορεί να περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της κανονιστικής πράξεως, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενο της, είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο, διότι τούτο θα προσέκρουε στα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ 4 του Συντάγματος. Εξάλλου, η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της ατομικής πράξεως την παρανομία της κανονιστικής, στην οποία στηρίζεται, δεν εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της εκδόσεως ατομικής πράξεως που θα μπορούσε να προσβάλει εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, γεγονός που συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των οικοδομικών αδειών, οι οποίες εκδίδονται κατ’ αρχήν κατά νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής των σχεδίων πόλεων, ήτοι μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων κανονιστικών πράξεων. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (Ειδικότερη γνώμη – Αντίθετη μειοψηφία).
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Εφαρμόζεται κυρίως στους χώρους του φορολογικού, κοινωνικοασφαλιστικού και διοικητικού οικονομικού δικαίου.
1- Πράξη ή παράλειψη της διοίκησης. Ακόμη και μορφές άτυπης διοικητικής δράσης (υποσχέσεις δ/σης, πράξη εκτελεστή ή μη, εγκύκλιοι).
ΑΠ 1170/1980, ΝοΒ 1981, 537 Γνωστοποίηση σχεδίου ΥΑ για την κρατική ενίσχυση των εξαγωγών, η οποία δεν δημοσιεύθηκε τελικά στο ΦΕΚ (ανυπόστατη πράξη) με αποτέλεσμα την απόρριψη των επιδοτήσεων, παρότι είχαν λάβει χώρα οι εξαγωγές. Δεκτή αγωγή 105 ΕισΝΑΚ γιατί η υπόσχεση του διοικητικού οργάνου ήταν αρκούντως σαφής και έδειχνε διάθεση αυτοδέσμευσης της Δ/σης.
«[αντίθεση στην αρχή της χρηστής διοίκησης] αφού αύτη [η Δ/ση] δι’ αποφάσεώς της γνωσοτποιηθείσης εις τους διοικουμένους υπεσχέθη αυτοίς παροχή δια την εκ μέρους αυτών εκτέλεσιν ορισμένης πράξεως συμφώνως προς την απόφασίν της, είτα της πράξεως εκτελεσθείσης εν καλή πίστη τελούντων των διοικουμένων περί του κύρους της αποφάσεως, η διοίκησις αρνείται την εκπλήρωσιν της υποχρεώσεώς της προβάλλουσα το άκυρον της αποφάσεώς της, το οποίο προήλθεν εκ της παραλείψεως υπό της ιδίας της διοικήσεως όπως ενεργήσει τα εις αυτήν επιβαλλόμενα πρς έγκυρον σύστασιν της εν λόγω αποφάσεως».
Θέμα: εν προκειμένω στηρίζεται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σε ανυπόστατη πράξη – αντίθετα συμβαίνει, όμως, στη θεωρία των de facto οργάνων.
Ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να στηρίξει εμπιστοσύνη, διότι άλλως θα κωλυόταν η νομοθετική πρωτοβουλία. Παράδειγμα: υπαγωγή σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο μόνο των πτυχιούχων.
Η νομολογία δεν μπορεί να στηρίξει ~ με εξαίρεση την περίπτωση που λόγω αντιφατικής νομολογίας ο δ/νος υποπίπτει σε διαδικαστική ή δικονομική πλημμέλεια (ΔΕφΘεσσαλονίκης …).
Η εγκύκλιος στηρίζει ~ εκτός εάν υπάρχει αντίθετη νομολογία του ΣΕ. Το παράδειγμα της εγκυκλίου, που επέτρεπε την υποβολή μισθοδοτικών καταστάσεων μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα ενώ η προθεσμία του νόμου ήταν 30νθήμερη.
Η αδράνεια δεν μπορεί να στηρίξει ~ απαιτείται θετική ενέργεια της Δ/σης (ΔΕφΑθ 129/1998, ΔΔ 1999, 723). Αρκεί, όμως, αδράνεια του διοικουμένου (Κατρούγκαλος, ΔΔ 1993, 949).
2 – Υλικό στοιχείο (Vertrauensschutztatbestand): Συμπεριφορά της δ/σης άξια εμπιστοσύνης. Διάρκεια στον χρόνο και ομοιόμορφη (νομιμοφάνεια). Θα πρέπει ο δ/νος να έδειξε δικαιολογημένα εμπιστοσύνη λόγω της αντικειμενικής νομιμοφάνειας της συμπεριφοράς της δ/σης και του γεγονότος ότι ο ίδιος είναι επιμελής και ενημερωμένος (ΣΕ Ολ 5116/1996, ΕΔΚΑ ΛΘ, 20: αποκλεισμός καπνοκαλλιεργητών από το καθεστώς της κοινοτικής πριμοδότησης – ένας επιμελής και ενημερωμένος καλλιεργητής δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει στη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης ενόψει των προειδοποιήσεων νομοθετικής μεταρρύθμισης).
3 – Υλικό στοιχείο: Δημιουργία πραγματικής κατάστασης, που χρήζει προστασίας.
4- Το ψυχολογικό στοιχείο του Δ/νου: Η καλή πίστη του διοικουμένου. Ο δ/νος πρέπει να μην προκάλεσε δόλια και παραπλανητικά τη διοικητική ενέργεια. Δεν αρκούν υποψίες του δ/νου περί παρανομίας της ΔΠ λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας των τελευταίων (πρβλ. Κατρούγκαλος, ΔΔ 93, 947).
Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ασφαλιστικών παροχών. Προϋποθέσεις: 1) Έλλειψη δόλου του ιδιώτη (να μην προκάλεσε παράνομα τη ΔΠ). Επιγενόμενη κακή πίστη δεν βλάπτει – από την αρχική καλή πίστη τεκμαίρεται αυτή και στη συνέχεια, 2) πάροδος ικανού χρόνου, 3) οικονομικό αδιέξοδο από την αναζήτηση.
ΣΕ 931/2010
15. Επειδή η επίμαχη απαγόρευση της λιανικής πώλησης των συμπληρωμάτων
διατροφής εκτός φαρμακείων, περιορίζει την άσκηση της επαγγελματικής
δραστηριότητας των διατηρούντων καταστήματα, όπως αυτά που εκπροσωπούνται
από το αιτούν σωματείο. Το δικαίωμα όμως της ιδιοκτησίας των ως άνω
επιχειρηματιών, ακόμη και όταν αυτή νοείται ευρύτερα, ως ένα οικονομικό
συμφέρον με περιουσιακή αξία, δεν θίγεται από την καθιέρωση ενός γενικού
μέτρου, όπως το επίδικο. Και τούτο, διότι κανένας επιχειρηματίας δεν μπορεί
να διεκδικήσει δικαίωμα ιδιοκτησίας σε μερίδιο της αγοράς, ακόμη και αν το
κατείχε σε δεδομένη χρονική στιγμή, αφού η κατοχή μεριδίου της αγοράς
αποτελεί απλώς μια προσωρινή οικονομική θέση, εκτεθειμένη στις συγκυριακές
μεταβολές των περιστάσεων. Eνας επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί
κεκτημένο δικαίωμα ή, έστω, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση ακόμη
και μιας υφιστάμενης κατάστασης, όταν η κατάσταση αυτή μπορεί να
τροποποιηθεί με απόφαση των αρμοδίων κρατικών οργάνων στο πλαίσιο της
εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν (πρβλ. μνημονευθείσα απόφαση Δ.Ε.Κ.
Alliance for natural health κ.λπ., σκ. 125-130). Εξάλλου, ακόμη και αν
θεωρηθεί ότι η απαγόρευση που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 10α της
προσβαλλόμενης κ.υ.α. συνιστά ρύθμιση της χρήσης αγαθών, κατά την έννοια του
άρθρου 1, εδάφιο τρίτο, του μνημονευμένου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αποσκοπεί
πάντως η ρύθμιση αυτή στην προστασία της υγείας των ανθρώπων, αφορά δηλαδή
σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Το μέτρο δε αυτό, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, όχι
μόνο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προδήλως ακατάλληλο ή δυσανάλογο σε
σχέση με το σκοπό δημοσίου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε, αλλά είναι
και επαρκώς τεκμηριωμένο όσον αφορά την αναγκαιότητα και καταλληλότητά του
για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη
κανονιστική ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της
ΕΣΔΑ, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν μπορεί να
γίνει καν λόγος για κεκτημένο δικαίωμα των επιχειρηματιών που εκπροσωπούνται
από το αιτούν σωματείο ή, έστω, για δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη
διατήρηση μιας υφιστάμενης κατάστασης, αφού, όπως εκτέθηκε, και υπό την
κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε πριν από την προσβαλλόμενη κ.υ.α. προβλεπόταν
ρητώς ότι η διάθεση των συμπληρωμάτων διατροφής στο κοινό γίνεται
αποκλειστικά από τα φαρμακεία. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο
προβάλλεται ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 1 του
Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΣΕ 3826/2009
7. Επειδή, ο προπαρατεθείς λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τούτο δε για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχάς, η εγκύκλιος την οποία επικαλείται
ο αιτών δεν μπορούσε να στηρίξει προσδοκία αυτού (δυναμένη να θεμελιώσει
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη άξια προστασίας), ότι όσο καιρό θα αποφάσιζε να
ασκεί το επάγγελμα του ιατρού υπό την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία
στην Αθήνα, θα μπορούσε να το πράττει στον συγκεκριμένο αυτό τόπο, ανεξάρτητα
από το αν θα καταλάμβανε στο μέλλον και θέση μέλους ΔΕΠ σε ΑΕΙ εκτός Αθηνών,
για την κατάληψη της οποίας θα απαιτείτο ως τυπικό προσόν το πτυχίο Ιατρικής.
Τούτο δε, διότι εν πρώτοις η εγκύκλιος ανεφέρετο στην ρητώς προκύπτουσα από
το άρθρο 145 του ν. 2071/1992 υποχρέωση όλων των ιατρών να εγγράφονται σε ένα
και μόνο Ιατρικό Σύλλογο, προσδιόριζε, δε περαιτέρω, ότι σε περίπτωση που
κάποιοι ιατροί ασκούσαν το ιατρικό επάγγελμα ιδιωτικώς και κατείχαν παράλληλα
και έμμισθη θέση σε ασφαλιστικό οργανισμό ή νοσοκομείο σε περιοχή άλλου
ιατρικού συλλόγου, θα έπρεπε να εγγραφούν στον Σύλλογο, στην περιφέρεια του
οποίου ασκούσαν πραγματικά το επάγγελμά τους. Οι διατάξεις όμως αυτές, τις
οποίες ερμήνευσε η εγκύκλιος, δεν αφορούσαν το ειδικότερο θέμα της υποχρέωσης
μελών ΔΕΠ ΑΕΙ ιατρικής ειδικότητας να είναι εγγεγραμμένοι στον Ιατρικό
Σύλλογο της περιφέρειας που εδρεύει το οικείο ΑΕΙ, και ούτε, εξ άλλου και θα
μπορούσαν να αφορούν ένα τέτοιο θέμα, διότι αυτό ανέκυψε μεταγενεστέρως και
συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του μεταγενεστέρως
δημοσιευθέντος ν. 2530/1997, οι οποίες, συνερμηνευόμενες με εκείνες του άρθρο
145 του ν. 2071/1992, επέβαλαν την υποχρέωση αυτή. Περαιτέρω, ο αιτών κατά
τον χρόνο εκδόσεως της εγκυκλίου ήταν απλώς ελεύθερος επαγγελματίας ιατρός
και δεν ισχυρίζεται, αλλά ούτε και προκύπτει από τον φάκελο, ότι κατείχε τότε
παράλληλα και κάποια άλλη έμμισθη θέση ως κάτοχος πτυχίου ιατρικής. Μόνο,
όμως, ο ιατρός, που ασκούσε κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο την
ελεύθερη ιατρική και κατείχε παράλληλα και έμμισθη θέση σε νοσοκομείο ή
ασφαλιστικό οργανισμό και αποφάσισε, στηριχθείς στην εγκύκλιο αυτή και στην
συνακόλουθη πρακτική των Ιατρικών Συλλόγων, να εγγραφεί στον Ιατρικό Σύλλογο
της περιφέρειας στην οποία ασκούσε την ιατρική ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα
μπορούσε ενδεχομένως, να επικαλεσθεί την προστασία της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης, που του είχε προκληθεί από την πρακτική αυτή, έναντι αιφνίδιας
αλλαγής της πρακτικής των Ιατρικών Συλλόγων, που θα συνίστατο στην επιβολή
της υποχρέωσης εγγραφής στον Σύλλογο όχι πλέον της περιφέρειας, στην οποία
έχει ο εν λόγω ιατρός το ιδιωτικό του ιατρείο, αλλά εκείνης στην οποία
εδρεύει η δημόσια θέση, την οποία παραλλήλως κατείχε. Μόνον δηλ. εκείνος, το
καθεστώς του οποίου αφορούσε η εγκύκλιος και ο οποίος είχε στηρίξει επιλογές
του σε αυτήν, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή, και,
επομένως, όχι ο αιτών, δεδομένου ότι η εγκύκλιος δεν αφορούσε το ενεστώς
επαγγελματικό αυτού καθεστώς, δηλ. το καθεστώς της εποχής της εκδόσεώς της.
Ανεξαρτήτως όμως των προεκτεθέντων, ήδη από το έτος 1997 με την έκδοση του ν.
2530/1997 κατέστη πλέον σαφές ότι, οψέποτε ο οιοσδήποτε ιατρός θα αποφάσιζε
να αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους ΔΕΠ, θα έπρεπε να εγγραφεί στον Ιατρικό
Σύλλογο της περιοχής, στην οποία εδρεύει το ΑΕΙ, σε περίπτωση δε που η έδρα
του εν λόγω ΑΕΙ είναι σε περιφέρεια Ιατρικού Συλλόγου διαφορετικού από
εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου ο ενδιαφερόμενος ιατρός ασκούσε το
επάγγελμα του ιατρού, ο τελευταίος θα έπρεπε να διαγραφεί από τα μητρώα του
τελευταίου. Σε κάθε δε περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένας
στοιχειωδώς επιμελής ιατρός (πρβλ. ΣτΕ 618/2005), που αποφάσισε μετά την
ψήφιση του νόμου αυτού οικειοθελώς να αναλάβει καθήκοντα σε θέση μέλους ΔΕΠ
ΑΕΙ, εξακολουθούσε να έχει καλόπιστα και δικαιολογημένα την πεποίθηση (ακόμη
και αν αυτή του είχε δικαιολογημένα προκληθεί στο παρελθόν προ της ψηφίσεως
του νόμου αυτού) ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν και ότι
η προαναφερθείσα εγκύκλιος απηχούσε και το νέο κρίσιμο για το επίμαχο ζήτημα
καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε πλέον μετά την θέση σε ισχύ και του εν λόγω
ν. 2530/1997. Εάν, τέλος, ο ισχυρισμός του αιτούντος περί παραβιάσεως στην
περίπτωσή του της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει
την έννοια ότι, η όποια πεποίθηση είχε δημιουργηθεί στους ιατρούς κατά το
παρελθόν ότι με βάση την επίμαχη εγκύκλιο θα μπορούν εσαεί να εγγράφονται
στον Ιατρικό Σύλλογο, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν την Ιατρική ως
ελεύθεροι επαγγελματίες, και ότι τούτο θα παρεκώλυε τον νομοθέτη να εκδώσει
νόμο με αντίθετο περιεχόμενο, γι’ αυτούς, στο μέλλον, τότε ο ισχυρισμός είναι
απορριπτέος διότι η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης παραβιάζεται μεν
όταν με νεότερη νομοθετική ρύθμιση μεταβάλλονται επί το δυσμενέστερο όροι ή
προϋποθέσεις για την άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος, εφόσον η ρύθμιση αυτή
έχει αναδρομικά αποτελέσματα (πρβλ. ΣτΕ 1702/2005), όχι όμως και στις
περιπτώσεις, όπως αυτή του ν. 2530/1997, όπου θεσπίζεται ρύθμιση γενική, η
οποία πρόκειται να ισχύσει για το μέλλον, διότι διαφορετικά τούτο θα οδηγούσε
στην ματαίωση της εξουσίας του νομοθέτη να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα, κατ’
εκτίμηση των επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνεται από τις
διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (Πρβλ. ΣτΕ 4237/2005, 2607/2005, 2102/2004,
1128/2000, 3743/1999, 12/1999).
ΣΕ 459/2008
4. Επειδή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) με απόφασή του της
14ης Σεπτεμβρίου 2006 (υποθέσεις C-181/04 έως C-183/04, . κατά
Υπουργού Οικονομικών), αποφαινόμενο επί προδικαστικού ερωτήματος που
απεύθυνε το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκρινε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το
ζήτημα αν πράξη της εθνικής φορολογικής αρχής που επιτρέπει σε υποκείμενο
στον φόρο να μη μετακυλίσει τον Φ.Π.Α. στον αντισυμβαλλόμενό του μπορεί,
μολονότι είναι παράνομη, να δημιουργήσει στον υποκείμενο στον φόρο
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η οποία να αποκλείει την εκ των υστέρων καταβολή
αυτού του φόρου, ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αρχές της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου περιλαμβάνονται στην
κοινοτική έννομη τάξη. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, αλλά και τα κράτη
μέλη, πρέπει να τις τηρούν κατά την άσκηση των εξουσιών που τους απονέμουν
οι κοινοτικές οδηγίες (βλ. μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1998,
C-381/97, Belgocodex, Συλλογή 1998, σ. I-8153, σκέψη 26, και της 26ης
Απριλίου 2005, C-376/02, «Goed Wonen», Συλλογή 2005, σ. I-3445, σκέψη 32).
Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να τηρούν την αρχή της
προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών. Όσον αφορά
την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη
ευεργετικής πράξεως, επιβάλλεται, αρχικώς, να εξεταστεί (από το εθνικό
δικαστήριο) αν οι πράξεις των διοικητικών αρχών δημιούργησαν στο πνεύμα ενός
σώφρονος και ενημερωμένου επιχειρηματία δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. υπό
αυτή την έννοια τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1975, 95/74 έως 98/74,
15/75 και 100/75, Union nationale des coopratives agricoles de crales
κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1975, σ. 503, σκέψεις 43
έως 45, και της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 78/77, Lhrs, Συλλογή τόμος 1978, σ.
71, σκέψη 6). Αν η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι καταφατική, πρέπει, στη
συνέχεια, να αποδειχθεί ο δικαιολογημένος χαρακτήρας αυτής της εμπιστοσύνης.
ΣΕ 1086/2008
10. Επειδή, το προβλεπόμενο από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21
παρ. 11 εδ. δ΄ του π.δ/τος 465/1970 μέτρο της διακοπής της απ` ευθείας
συνδέσεως με οδό ταχείας κυκλοφορίας λειτουργούντων πρατηρίων και λοιπών
εγκαταστάσεων, αποβλέπον, κατά τα προεκτεθέντα, στην προστασία του δημοσίου
συμφέροντος, λαμβάνεται κατ` ενάσκηση δεσμίας αρμοδιότητος της Διοικήσεως
(βλ. Σ.τ.Ε. 2770, 3142/2003, 1187/2005). Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο λόγος
ακυρώσεως περί παραβάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και προστασίας
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε στις αιτούσες από συμπεριφορά
της Διοικήσεως. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι
είχε δημιουργηθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις αιτούσες ότι θα συνεχισθεί
η λειτουργία των επιχειρήσεών τους με απ` ευθείας σύνδεση με την εθνική οδό
και μετά την κατασκευή του παράπλευρου οδικού δικτύου και όλοι οι περί του
αντιθέτου ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικώς ως προς τις
δεύτερη και τρίτη από τις αιτούσες, οι οποίες διατηρούν επιχειρήσεις
πρατηρίων υγρών καυσίμων, τέτοια πεποίθηση δεν μπορεί να είχε δημιουργηθεί,
εφόσον με τις υπ` αριθ. πρωτ. 11209/16.10.1990/8.11.1991 και
12210/16.10.1990/8.11.1991 αποφάσεις του Νομάρχη Βοιωτίας, με τις οποίες
είχε χορηγηθεί σ` αυτές η σχετική άδεια λειτουργίας, είχε ρητώς ορισθεί ότι
η άδεια ισχύει έως ότου εκδοθεί πράξη της εποπτεύουσας υπηρεσίας του φορέα
κατασκευής του έμπροσθεν των πρατηρίων αυτοκινητοδρόμου, μετά από γνώμη
τριμελούς επιτροπής και μετά από βεβαίωση της διευθύνουσας το έργο υπηρεσίας
για την έναρξη λειτουργίας της κύριας οδού ως κλειστής οδού και την
εξασφάλιση λειτουργίας μέσω παραπλεύρων οδών, και μάλιστα «εάν τούτο είναι
δυνατόν». Ούτε το γεγονός ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που
άρχισε να λειτουργεί η εθνική οδός ως οδός ταχείας κυκλοφορίας στην
συγκεκριμένη θέση έως την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως δικαιολογεί την
δημιουργία στις αιτούσες πεποιθήσεως, άξιας μάλιστα προστασίας, ότι, κατά
παράβαση του νόμου, θα συνεχιζόταν η απ` ευθείας σύνδεση των επιχειρήσεών
τους με την εθνική οδό και μετά την κατασκευή του παράπλευρου οδικού
δικτύου. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι αιτούσες δεν ισχυρίζονται ότι έως
την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από
την ολοκλήρωση και του παράπλευρου οδικού δικτύου, ενόψει του ότι μόνη η
έναρξη λειτουργίας της εθνικής οδού ως οδού ταχείας κυκλοφορίας δεν αρκούσε,
κατά τα προεκτεθέντα, για να διαταχθεί η διακοπή της συνδέσεως των
επιχειρήσεων των αιτουσών απ` ευθείας με την εθνική οδό. Περαιτέρω, ούτε το
γεγονός ότι, κατά τις αιτούσες, έγιναν κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και έργα
ηλεκτροφωτισμού στα ακίνητα, στα οποία λειτουργούν οι επιχειρήσεις τους,
προς προσαρμογή στην νέα μορφή της εθνικής οδού, κατέβαλαν μισθώματα στο
Τ.Ε.Ο. για την χρήση χώρου, ο οποίος ανήκει στο Δημόσιο και κατελήφθη με τις
κυκλοφοριακές αυτές ρυθμίσεις, καθώς και για την παροχή από το Τ.Ε.Ο.
υπηρεσιών σχετικά με τον καθαρισμό του χώρου τούτου, δικαιολογεί την
δημιουργία πεποιθήσεως ως η ανωτέρω, διότι οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και τα
έργα ηλεκτροφωτισμού, που ενδεχομένως έγιναν στα επίμαχα ακίνητα, κατέστησαν
αναγκαίες για να συνεχισθεί η λειτουργία των επιχειρήσεων των αιτουσών μετά
την έναρξη λειτουργίας της νέας εθνικής οδού και έως την ολοκλήρωση του
παράπλευρου οδικού δικτύου, ενόψει δε της συνεχίσεως της λειτουργίας των
επιχειρήσεων δικαιολογημένως κατεβλήθησαν μισθώματα για την χρήση του
καταλαμβανομένου με τις ρυθμίσεις αυτές χώρου του Δημοσίου και για την
παροχή υπηρεσιών από το Τ.Ε.Ο.. Εξάλλου, δεν μπορούν οπωσδήποτε να ληφθούν
υπόψη για την θεμελίωση άξιας προστασίας εμπιστοσύνης των αιτουσών γεγονότα
μεταγενέστερα της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, που έχουν σχέση με
την συνέχιση της απ` ευθείας συνδέσεως των εγκαταστάσεών τους με την εθνική
οδό, παρά την έκδοση της εν λόγω πράξεως. Τέλος, από το γεγονός ότι με την
υπ` αριθ. Α.Π. 36118/94/10.7.1995 κοινή απόφαση του Υπουργού και του
Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του
Υφυπουργού Γεωργίας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την
κατασκευή και την λειτουργία της Νέας Εθνικής Οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης στο
τμήμα Υλίκης – Κάστρου, προβλέφθηκε ότι θα κατασκευασθεί αμφίπλευρος σταθμός
εξυπηρέτησης αυτοκινήτων στην χ.θ. 90+000 ή 91+000, δεν δικαιολογείται η
δημιουργία στις αιτούσες πεποιθήσεως ότι θα συνεχιζόταν η λειτουργία των
επιχειρήσεών τους με απ` ευθείας σύνδεση αυτών με την εθνική οδό. Και τούτο
διότι, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 10 εδ. β΄ του
β.δ/τος 465/1970, σταθμοί εξυπηρετήσεως αυτοκινήτων ιδρύονται και
λειτουργούν σε ακίνητα, που ανήκουν στο Δημόσιο είτε περιέρχονται σ` αυτό με
αναγκαστική απαλλοτρίωση και των οποίων την εκμετάλλευση έχει το Τ.Ε.Ο.,
και, ως εκ τούτου, ενόψει της διατάξεως αυτής οι αιτούσες δεν μπορούσαν
πάντως να έχουν την προσδοκία ότι, και σε περίπτωση προβλέψεως τέτοιων
σταθμών στην χ.θ. 90+000 της εθνικής οδού, θα συνεχιζόταν οπωσδήποτε η
λειτουργία των δικών τους επιχειρήσεων στην θέση αυτή, εν πάση περιπτώσει με
την ανωτέρω απόφαση περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων δεν προβλέφθηκε η
κατασκευή σταθμών εξυπηρέτησης αυτοκινήτων οπωσδήποτε στην χ.θ. 90+000,
αλλά, όπως συνάγεται από την διατύπωση της εν λόγω αποφάσεως, η επιλογή
μεταξύ της χ.θ. 90+000 και της χ.θ. 91+000 για την εγκατάσταση των σταθμών
αυτών ανατέθηκε στο αρμόδιο για την έγκριση της μελέτης κατασκευής της οδού
όργανο (σύμφωνα, άλλωστε, και με την διάταξη του υπεδ. α΄ του εδ. γ΄ της
παρ. 10 του β.δ/τος 465/1970, πρβλ. και Σ.τ.Ε. 3142/2003), από τα στοιχεία
δε του φακέλου δεν προκύπτει ότι με την αφορώσα την Νέα Εθνική Οδό Αθηνών –
Λαμίας μελέτη επελέγη τελικώς η λύση της εγκαταστάσεως των εν λόγω σταθμών
στην χ.θ. 90+000 (βλ. το υπ` αριθ. πρωτ. ΟΑΠ/Α1/Φ4.1/14038/16.3.2006 έγγραφο
της Διευθύντριας της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων / Οδικοί Άξονες
Παραχώρησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, στο οποίο αναφέρεται ότι
από τα τεύχη δημοπράτησης του οδικού άξονα Αθήνα – Άγιος Κωνσταντίνος δεν
προβλέπεται λειτουργία Σ.Ε.Α. στη χ.θ. 90+000, και το υπ` αριθ. πρωτ.
487/Κ/Υ.Κ.σχετ.559/16.9.1996 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος
Κατασκευών Θήβας της ΕΥΔΕ/ΠΑΘΕ, από το οποίο προκύπτει ότι η κατασκευή των
σταθμών εξυπηρέτησης αυτοκινήτων προβλέφθηκε στην χ.θ. 91+000 και ότι το
Τ.Ε.Ο. είχε ζητήσει την μετακίνησή τους στις χ.θ. 96+500 και 97+000, αλλά το
αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό από την Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του
Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία ενέμεινε
στην κατασκευή των σταθμών αυτών στην χ.θ. 91+000). Άλλωστε, αν ήθελε
θεωρηθεί ότι οι αιτούσες παραπονούνται για το γεγονός ότι τα ακίνητα, στα
οποία λειτουργούν οι επιχειρήσεις τους, δεν έχουν καθορισθεί ως χώροι για
την εγκατάσταση σταθμών εξυπηρετήσεως αυτοκινήτων, ο λόγος είναι απορριπτέος
προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η παράλειψη αυτή δεν αφορά πλημμέλεια της
προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση πράξεως, αλλά ενδεχομένως άλλης
πράξεως, εκδιδομένης κατά διαφορετική διαδικασία και αφορώσης την σχεδίαση
και κατασκευή της εθνικής οδού και τον καθορισμό των αναγκαίων προς
εξυπηρέτηση αυτής εγκαταστάσεων, της οποίας η νομιμότητα δεν μπορεί να
ερευνηθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης (βλ. Σ.τ.Ε.
2770/2003).
ΧΡΗΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΣΕ 546/2000: φόρος ο οποίος επιρρίπτεται στην κατανάλωση – δημιουργία στον φορολογούμενο περί και παραγραφή
ΣΕ 2718/2006:
ΔΕφΑθ 122/2001, ΔΔ 02, 88: πρόσληψη ειδικών φρουρών – τραυματισμός κατά τις αθλητικές δοκιμασίες κ αποκλεισμός υποψηφίου – παράβαση αρχών ~ και επιείκειας
ΣΕ 4547/1997 7μ., ΔΔ 00, 589: αν εκδηλωθεί πρόθεση διορισμού πρέπει η διαδικασία να περατωθεί με βάση την αρχή χρηστής Δ/σης
ΣΕ 1591/2002, ΔΦΝ 05, 9 ΣΧΟΛ. Καράκωστα: ανυπαίτια εκπρόθεσμη υποβολή πράξης του ΔΙΚΑΤΣΑ, οπότε δε λαμβάνεται υπόψη ούτε ο αλλοδαπός τίτλος σπουδών
ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ
Επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία μονίμων ανωτάτων αξιωματικών εν αποστρατεία (ΣΕ 34/1999, ΕΔΔ 1999, 821). Δεν αντίκειται στην ~ «εφόσον μοναδικό κριτήριο για την επαναφορά είναι η επαγγελματική ικανότητα των αξιωματικών που επαναφέρονται σε συνδυασμό με τις υπηρεσιακές ανάγκες και ο αιτών δεν προβάλει ότι ο επιλεγείς εστερείτο των αναγκαίων προσόντων για τη επαναφορά»
Αντίθετα, η ~ παραβιάζεται όταν διορίζεται σε οργανική θέση ιατρός του ΕΣΥ που απώλεσε την βουλευτική του ιδιότητα κατ’ απόκλιση από το σύστημα πρόσληψης (προκήρυξη και συγκριτική αξιολόγηση)(ΔΕφΑθ 1182/1995, … 888).
ΣΕ Ολ 2396/2004, ΕΔΚΑ 2005, 126: αντικ στην αρχή της ~ και ισότητας το άρθρ. 16.5,6 ν. 2190/94 για δήλωση μίας μόνο νομαρχίας και 10 επιλογών στην ίδια νομαρχία – ποσόστωση 50% αποφοίτων τεχνικού-γενικού λυκείου
ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΣ Ολ 2347/04, ΕΔΚΑ 05, 138: απώλεια συνταξιοδ δ για αμετάκλητη καταδίκη κατά δωροδοκή δωροληψ κατά του δημοσίου – μεταβίβαση της σύνταξης στην σύζυγο και τέκνα – δεν αντίκ στην ~ γιατί δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερου επαχθούς μέτρου – αντισυντ η στέρηση σύνταξης μόνον επί πειθαρχικά κολάσιμης συμπεριφοράς
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΧΕΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ (οι διοικητικές προθεσμίες και η ανωτέρα βία).
– Διάκριση των προθεσμιών σε ενδεικτικές (προτροπή του νομοθέτη για επίσπευση της διοικητικής δράσης ), αποκλειστικές/ανατρεπτικές (αυστηρός χρόνος δράσης του διοικητικού οργάνου ή του δ/νου) και ανασταλτικές (όσο διαρκούν η Δ/ση δε μπορεί να δράσει π.χ. μετά την υποβολή της απολογίας του υπαλλήλοπυ μεσολαβεί ορισμένο χρονικό διάστημα για τη συνέχιση της διαδικασίας).
– Κατά τον βασικό κανόνα του άρθρ. 10 ΚΔΔ οι προθεσμίες ε καταρχήν ενδεικτικές για τη Δ/ση και αποκλειστικές για τον δ/νο.
Η αληθής φύση της προθεσμίας, ωστόσο, προκύπτει όχι μόνο από το γράμμα του ν. αλλά από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων (χαρακτηριστικά, ΣΕ 2079/1987 για αποκλειστική προθεσμία κατά την εκλογή μέλους ΔΕΠ, η οποία κρίθηκε ενδεικτική).
– Συνέπειες υπέρβασης ενδεικτικής προθεσμίας: Η Δ/ση οφείλει να εκδώσει απόφαση εντός ευλόγου χρόνου από την πάροδό της.
– Συνέπειες υπέρβασης αποκλειστικών προθεσμιών:
Η αίτηση του Δ/νου απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Παρεκκλίσεις:
Α) Γεγονότα ανωτέρας βίας (αρ. 10.6 ΚΔΔιαδ): Παρατείνεται η προθεσμία, εφόσον το γεγονός ανωτέρας βίας ξεκίνησε πριν τη λήξη της και συνεχίσθηκε κατά τη λήξη της. Στη συνέχεια η αίτηση ασκείται αμελλητί.
Β) Με βάση την αρχή της χρηστής διοίκησης (βλ. για την προθεσμία υποβολής υποψηφιότητας κατά την εκλογή μέλους ΔΕΠ, ΣΕ ….).
Για τη Δ/ση: η απόφαση είναι παράνομη λόγω κατά χρόνο αναρμοδιότητας.
– Συνέπειες παραβίασης ανασταλτικής προθεσμίας:
Αν η Δ/ση δράση δεν ματαιώνεται η συνέχεια της διαδικασίας αλλά μπορεί εκ νέου να κινήσει τη διαδικασίας τηρώντας την ανασταλτική προθεσμία.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣΕ Ολ 605/2008: η μεταβολή της πάγιας νομολογίας για τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – προσβολή από μέλος κοινοπραξίας πιστοπ ΕΣΡ – προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ για την μεταβολή πάγιας νομολογίας και την απόρρ ενδ βοηθήματος
ΣΕ 3126/2003, ΔΔ 05, 63: Άρθρ. 12.2 του ν. 2298/95: η γνωμοδ ΝΣΚ για το παραδεκτό και βάσιμο ενός τουλάχ λόγου της αιτ αναιρ πρεος το ΣΕ, ΑΠ και ΕΣ οφείλει να κατατεθεί εντός 3Μ από την άσκηση του ενδ βοηθ «λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τη νομολογία του οικείου Δικαστηρίου»
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο κατ` αρχάς επανέλαβε στη μείζονα σκέψη του δικανικού του συλλογισμού την όμοια σκέψη της 3253/2014 (αναιρετικής) απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία: το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) με απόφασή του της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 (υποθέσεις C-181/04 έως C- 183/04, …. κατά Υπουργού Οικονομικών), αποφαινόμενο επί προδικαστικού ερωτήματος που απηύθυνε το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκρινε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το ζήτημα αν πράξη της εθνικής φορολογικής αρχής που επιτρέπει σε υποκείμενο στον φόρο να μη μετακυλίσει τον Φ.Π.Α. στον αντισυμβαλλόμενό του μπορεί, μολονότι είναι παράνομη, να δημιουργήσει στον υποκείμενο στον φόρο δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η οποία να αποκλείει την εκ των υστέρων καταβολή αυτού του φόρου, ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου περιλαμβάνονται στην κοινοτική έννομη τάξη. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, αλλά και τα κράτη μέλη, πρέπει να τις τηρούν κατά την άσκηση των εξουσιών που τους απονέμουν οι κοινοτικές οδηγίες […]. Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να τηρούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών. Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη ευεργετικής πράξεως, επιβάλλεται, αρχικώς, να εξεταστεί (από το εθνικό δικαστήριο) αν οι πράξεις των διοικητικών αρχών δημιούργησαν στο πνεύμα ενός σώφρονος και ενημερωμένου επιχειρηματία δικαιολογημένη εμπιστοσύνη […] Αν η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι καταφατική, πρέπει, στη συνέχεια, να αποδειχθεί ο δικαιολογημένος χαρακτήρας αυτής της εμπιστοσύνης. Στη συνέχεια το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας με τις ακόλουθες σκέψεις: 5. Επειδή, από την επανεκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Μετά το υπ αριθμ. /10.3.93 έγγραφο της [αναιρεσείουσας], η 14η Διεύθυνση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών γνωστοποίησε στην [αναιρεσείουσα] ότι σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 περ. β, γ΄, και δ΄ και 22 παρ. 1 περ. β, γ΄ και ε΄ του ν. 1642/1986, οι παραδόσεις τροφοεφοδίων και λοιπών αγαθών που προορίζονται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών καθώς και οι παροχές υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με τις παραδόσεις αυτές και παρέχονται κατά το χρόνο ανεφοδιασμού των αεροσκαφών στην πίστα του αεροδρομίου (που δεν είναι ελεύθερος χώρος) απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α.. Ενόψει του ανωτέρω εγγράφου η [αναιρεσείουσα], με το υπ αριθ. πρωτ. /3-5-1993 έγγραφό της, ζήτησε από την 14η Διεύθυνση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας να διευκρινιστεί, εάν οι παραδόσεις τροφοεφοδίων κατά εντολή και λογαριασμό μη αεροπορικών εταιρειών απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α.. Ειδικότερα η [αναιρεσείουσα] ανέφερε ότι παραδίδει τροφοεφόδια σε αεροσκάφη στην πίστα αεροδρομίων της χώρας ή σε επιβάτες αεροσκαφών που βρίσκονται εν αναμονή σε χώρους transit κατ εντολή εταιρειών που έχουν αναλάβει την εν γένει εξυπηρέτηση των αεροσκαφών τα οποία ανήκουν σε εταιρείες χωρίς επαγγελματική εγκατάσταση στην Ελλάδα. Με το υπ αριθμ. ./0014 και /1172 με ημερομηνία 24.5.1993 (και όχι 24.3.1993 όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην αναπεμπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) η 14η Διεύθυνση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών απάντησε στην [αναιρεσείουσα] ότι: «Απαντώντας στο πιο πάνω σχετικό με το θέμα έγγραφο, σας γνωρίζουμε ότι όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις περ. β΄ και της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 1642/1986, όπως ισχύει, δεν απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α., οι παραδόσεις τροφοεφοδίων αεροσκαφών που πραγματοποιείτε προς τρίτους οι οποίοι στη συνέχεια εφοδιάζουν τα αεροσκάφη, ή τα διαθέτουν για ανάλωση από επιβάτες κατά το χρόνο αναμονής τους σε χώρους τράνζιτ». 6. Επειδή, με το προαναφερόμενο έγγραφο, είχε γνωστοποιηθεί με σαφήνεια προς την [αναιρεσείουσα] από την 14η Διεύθυνση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 περιπτ. α του π.δ. 284/1988 (ΦΕΚ Α΄ 128) «οργανισμός υπουργείου οικονομικών» όπως αντικαταστάθηκε από το π.δ. 511/1988 (ΦΕΚ Α΄ 128) είναι αρμόδια για την κατεύθυνση και παρακολούθηση της εφαρμογής του Φ.Π.Α., ότι οι επίμαχες παραδόσεις τροφοεφοδίων και λοιπών αγαθών στους χώρους transit δεν απαλλάσσονται σε καμία περίπτωση από τον Φ.Π.Α.. Συνεπώς μετά το παραπάνω έγγραφο ένας σώφρων και ενημερωμένος επιχειρηματίας, δεν θα μπορούσε δικαιολογημένα να πιστεύει, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια μεταγενέστερη ρητή αντίθετη υπόδειξη της φορολογικής Αρχής, ότι οι ένδικες παραδόσεις αγαθών απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α.. Για τον λόγο αυτό αβασίμως επικαλείται η [αναιρεσείουσα] τους προσωρινούς ελέγχους που έγιναν κατά τις διαχειριστικές περιόδους 1993, 1994, 1995 και 1996, κατά τους οποίους διέφυγε από τους ελεγκτές, η μη καταβολή Φ.Π.Α., καθόσον οι προσωρινοί έλεγχοι μπορούσαν σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 1642/1986 να ανατραπούν, ενώ δεν αφορούσαν μακρό χρονικό διάστημα, και δεν υπάρχει καμία σχετική με το επίμαχο ζήτημα παρατήρηση στις εκθέσεις προσωρινών ελέγχων που να οδηγεί σε αντίθετη ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων.
ΣΕ 2220/2018
Δικαίωμα περιουσίας – Αρχή προστατευόμενης εμπιστοσύνης – Φορολογία εισοδήματος – Φορολογικές απαλλαγές – Κρατικές ενισχύσεις – Δίκαιο ΕΕ – Κρατική ενίσχυση υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος -. Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασύμβατη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος. Η επιβολή φόρου στο πλαίσιο κατάργησης και ανάκτησης ασύμβατης προς το ενωσιακό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης, η οποία χορηγήθηκε μέσω φοροαπαλλαγής χωρίς να έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ (και ήδη άρθρου 108 ΣΛΕΕ), δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη προς τους σκοπούς των άρθρων 87 και 88 ΣυνθΕΚ (και, ήδη, των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ) και δεν παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των λαβόντων την ενίσχυση, τέτοια επέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας των βαρυνόμενων επιχειρήσεων, που υποχρεώνονται σε (έντοκη) επιστροφή της παρανόμως ληφθείσας κρατικής ενίσχυσης, συνάδει προς το άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ περί προστασίας της περιουσίας. Δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα διατάξεις νόμου με τις οποίες προβλέπεται η αναζήτηση ποσού ενίσχυσης μέσω της επιβολής στις ωφεληθείσες επιχειρήσεις του φόρου από τον οποίο αυτές απαλλάχθηκαν δυνάμει του παράνομου μέτρου ενίσχυσης.
5. Επειδή, η Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣυνθΕΚ) ορίζει, στο άρθρο 87 [πρώην άρθρο 92 της Συνθήκης – νυν άρθρο 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)], ότι «1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως. 2. Συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές, υπό τον όρο ότι χορηγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων’ β) οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα’ γ) οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας [.]. 3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση’ β) οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους’ γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον’ δ) οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον’ ε) άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής.» και, στο άρθρο 88 (πρώην άρθρο 93 – νυν άρθρο 108 ΣΛΕΕ), ότι «1. Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς. 2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 226 και 227. [… ] 3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.». Συναφώς, ο Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22.3.1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (που στη συνέχεια αναριθμήθηκε σε άρθρο 88) ΣυνθΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: α) […]’ στ) “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης […]», στο άρθρο 7 παρ. 5, ότι «Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (εφεξής αποκαλούμενη “αρνητική απόφαση”).», στο άρθρο 14, ότι «1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. 2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. [το σχετικό επιτόκιο ρυθμίζεται από τα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 (ΕΕ L 140, σελ. 1)] 3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 185 της συνθήκης, η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.» και, στο άρθρο 15, ότι «1. Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. 2. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. […]». 6. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι ορισμένες χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, έχει εξουσία να υποχρεώσει το κράτος μέλος να αναζητήσει τις ενισχύσεις αυτές από τους εξ αυτών ωφεληθέντες, ώστε να επαναφερθούν τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση, σκοπός που επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις (αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας) επιστραφούν από τις επιχειρήσεις που τις έλαβαν (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 29.4.2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 73-75). Η αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν η επιστροφή της ενίσχυσης συνδυάζεται με την καταβολή τόκων από την ημέρα καταβολής της ενίσχυσης και αν τα εφαρμοστέα επιτόκια είναι αντιπροσωπευτικά των ισχυόντων στην αγορά επιτοκίων, άλλως ο λαβών την ενίσχυση θα διατηρούσε τουλάχιστον πλεονέκτημα αντιστοιχούν σε άνευ ανταλλάγματος προκαταβολή ή σε επιδοτούμενο δάνειο (βλ. ΔΕΚ 24.9.2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 159). Ειδικότερα, όσον αφορά παράνομη ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής εισοδημάτων, η ανάκτηση της ενίσχυσης συνεπάγεται την υπαγωγή (εντόκως) της οικείων εισοδημάτων στη φορολογική μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν ελλείψει της παράνομης ενίσχυσης. Η ανάκτηση ποσού ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του φόρου που οφειλόταν ελλείψει της κρατικής ενίσχυσης και του μικρότερου ποσού που καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογή αυτού του μέτρου δεν συνιστά νέο, αναδρομικώς επιβαλλόμενο φόρο (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114 και ΔΕΚ 10.6.1993, C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 17), αλλά πρόκειται για καταλογισμό του τμήματος του αρχικού (οφειλόμενου, εάν δεν είχε θεσπιστεί το μέτρο ενίσχυσης) φόρου το οποίο δεν καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της παράνομης απαλλαγής (βλ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 114). Γι’ αυτό και δεν ανακύπτει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος (που συνιστά έκφραση της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας δικαίου) διατάξεων νόμου με τις οποίες προβλέπεται η αναζήτηση του ποσού της ενίσχυσης, μέσω της επιβολής στις ωφεληθείσες επιχειρήσεις του φόρου (προσαυξημένου με τους σχετικούς τόκους υπερημερίας) από τον οποίο αυτές απαλλάχθηκαν, δυνάμει του παράνομου μέτρου ενίσχυσης (βλ. ΣτΕ 3157/2007, 1861/2004, 1333-1335/2002 επταμ.). Δεδομένου ότι η κατάργηση τέτοιων ενισχύσεων, μέσω της ανάκτησής τους, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της, το παραπάνω μέτρο δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της ΣυνθΕΚ ή της ΣΛΕΕ που διέπουν τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 21.12.2016, C-164/15 P & C-165/15 P, Επιτροπή κατά Aer Lingus και κατά Ryanair, σκέψη 116, ΔΕΚ 21.3.1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Τούτο ισχύει και όσον αφορά την επιβολή υποχρέωσης πληρωμής τόκων για το διάστημα από την ημερομηνία καταβολής των παράνομων ενισχύσεων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής τους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 14.1.1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 47). Η τοιαύτη υποχρέωση δεν αντιβαίνει επίσης στις θεμελιώδεις αρχές (του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου) περί ασφάλειας δικαίου και προστατευόμενης εμπιστοσύνης (πρβλ. a fortiori ΔΕΕ 3.9.2015, C-89/14, A2A SpA, σκέψεις 42-43, σχετικά με ανατοκισμό). Συναφώς, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να γίνει από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας κρατικής ενίσχυσης, παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή τους χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ και ήδη του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13.6.2013, 630/11 Ρ έως 633/11 Ρ, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 134). Δεδομένου ότι οι επιμελείς επιχειρηματίες είναι κανονικά σε θέση να βεβαιωθούν ότι τηρήθηκε η εν λόγω διαδικασία (βλ. ΔΕΚ 20.9.1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 14 και 17), εφόσον η Επιτροπή δεν έχει λάβει εγκριτική απόφαση και, περαιτέρω, εφόσον η προθεσμία προσφυγής κατά της απόφασης αυτής δεν έχει εκπνεύσει, αυτοί δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ως προς τη νομιμότητα της (σχεδιαζομένης) ενίσχυσης, μοναδικό γεγονός που μπορεί να τους δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. ΔΕΚ 29.4.2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Πράγματι, ελλείψει κοινοποίησης της ενίσχυσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και απόφασης της τελευταίας επί της συμβατότητας του μέτρου προς το ενωσιακό δίκαιο, το γεγονός και μόνον ότι οι εθνικές αρχές εξέδωσαν νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπιση ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν είναι ικανό να δημιουργήσει στους δυνητικώς υπαγόμενους στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι μπορούν να λάβουν νομίμως τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις (βλ. Γενικό Δικαστήριο ΕΕ 20.9.2011, T-394/08, T-408/08, T-453/08 και T-454/08, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 232). Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να στηριχθούν λυσιτελώς στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ή της χρηστής διοίκησης) σε περίπτωση, όπως η παρούσα, που το μέτρο ενίσχυσης δεν κοινοποιήθηκε από το κράτος μέλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 88 ΣυνθΕΚ (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 14.1.1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 51-52). Πέραν τούτου, εφόσον η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης, έχει ρητώς απορρίψει αμυντικό ισχυρισμό περί (ανάγκης προστασίας της) δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ωφεληθέντων από το μέτρο επιχειρηματιών και η απόφαση αυτή δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή ακύρωσης (ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήδη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με συνέπεια να οριστικοποιηθεί, όπως στην παρούσα υπόθεση, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες δεν μπορούν παραδεκτώς να προβάλουν λόγο περί παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους, στο πλαίσιο της ένδικης προσβολής, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, των σε βάρος τους εθνικών μέτρων ανάκτησης της ενίσχυσης που έλαβαν παρανόμως. Εξάλλου, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης απόφασης της Επιτροπής η οποία (έχει καταστεί απρόσβλητη και) το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις οφείλει, κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 249 ΣυνθΕΚ), να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 23 και ΔΕΚ 12.12.2002, C-209/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 31). Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας ισχύει έναντι όλων των οργάνων του κράτους αποδέκτη, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών οργάνων του, τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 23 και 29). Ελλείψει σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την αναζήτηση που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και δεν προσβάλλουν την αρχή της ισοδυναμίας σε σχέση με τις διαδικασίες που σκοπούν στην επίλυση αμιγώς εσωτερικών διαφορών του ίδιου είδους (βλ. λ.χ. ΔΕΚ 13.6.2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 90). Οι ένδικες διαφορές που αφορούν την ανάκτηση αυτή εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψη 34). Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προσδιόρισε, με την απόφασή της, τους κατ’ ιδίαν λήπτες της επίμαχης ενίσχυσης ούτε το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, αν επιληφθεί της υπόθεσης, να αποφανθεί επί των σχετικών ζητημάτων, έχοντας, πάντως, τη δυνατότητα, σε περίπτωση δυσχερειών, να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου αυτή να του παράσχει τη συνδρομή της (με διατύπωση γνωμοδότησης), σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ και την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ C 85/9.4.2009, σελ. 1, σημεία 89-96) (βλ. ΔΕΕ 13.2.2014, C-69/13, Mediaset SpA, σκέψεις 30 και 35).
ΣΕ 4584/1996
Οικονομική ελευθερία – Αρχή ελευθερίας συμβάσεων – Αναδρομικότητα νόμου – Προσωπικό Α.Τ.Ε. – Προαγωγές – Κατάργηση προαγωγών – Αντισυνταγματικότητα νόμου -. Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος των συμβαλλομένων δεν συμβιβάζεται με την συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία και την ελευθερία των συμβάσεων παρά μόνο σε περιπτώσεις που η ελευθερία των συμβάσεων υπερβαίνει τα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα ή όπου αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικώτερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Η θέσπιση νόμου με γνήσια αναδρομική ισχύ από την οποία θίγονται τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η αρχή της οικονομικής ελευθερίας είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα του νόμου, εφόσον δεν δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση από την εξυπηρέτηση του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Οι προαγωγές Τμηματαρχών Α’ σε Υποδιευθυντές της Αγροτικής Τράπεζας γίνονται με απόφαση του ΔΣ κατ’ απόλυτη εκλογή του για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων και με βάση τα κριτήρια που ορίζει ο Οργανισμός της Τράπεζας. Ο βαθμός που αποκτάται σε τέτοια προαγωγή καθίσταται πλέον όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας του υπαλλήλου. Η αυτοδίκαιη μεταγενέστερη κατάργηση της προαγωγής αποτελεί επέμβαση του νομοθέτη αντίθετη στη συμβατική ελευθερία. Σύμφωνα με το άρθ. 28 του Ν. 2190/94 καταργούνται αυτοδικαίως πράξεις οποιουδήποτε οργάνου του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα που εκδόθηκαν από τις 9.9.1993 μέχρι της 31.10.1993 δηλαδή το προεκλογικό διάστημα και αφορούν υπηρεσιακές μεταβολές του προσωπικού επομένως και προαγωγές στην Α.Τ.Ε. έστω κι αν αυτές έγιναν νομότυπα. Η θέσπιση των διατάξεων αυτών με γνήσια αναδρομική ισχύ θίγει την προστατευόμενη απ’ το Σύνταγμα αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και είναι αντίθετη με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χωρίς να δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγρ. 1 του Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε δικαίωμα (ατομικό) η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία, εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κλπ.) που διατυπώνεται με το άρθρο 361 ΑΚ. Με αυτή την ελευθερία των συμβάσεων δεν συμβιβάζεται κατ’ αρχήν μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος των συμβαλλομένων, παρά μόνο σε περιπτώσεις κατάχρησης δικαιώματος από τη σύμβαση ή άσκησης της συμβατικής ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας, δηλαδή όταν η ελευθερία των συμβάσεων υπερβαίνει τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα θέτει με τα άρθρα 25 παράγρ. 3 και 106 παράγρ. 2, ή όπου αυτό επιβάλλεται καθαρά από λόγους γενικώτερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, οπότε δεν αρκεί για ν’ αποκλείσει την επέμβαση η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης) του ιδιώτη στη μη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος υφισταμένων συμβάσεων και ειδικά σε επιχείρηση που λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημόσιου τομέα (βλ. την από 12.9.95 εισήγηση του Αρεοπαγίτη Ι. Τέτοκα σε αίτηση αναίρεσης της 3576/95 απόφασης του Εφετείου τούτου). Περαιτέρω, ναι μεν κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 73 επ., 81 επ., 89 του Συντάγματος και 2 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να ρυθμίζει διαφορετικά τα δικαιώματα που απορρέουν από προηγούμενη έννομη σχέση και ενδεχομένως να καταργεί αυτό ή και την όλη σχέση, προσδίδοντας συγχρόνως σε προϋπάρχοντα περιστατικά έννομες συνέπειες, τις οποίες δεν είχαν κατά το προγενέστερο δίκαιο, όπως με την επιφύλαξη πάντοτε ότι από την αναδρομική ενέργεια του νόμου δεν θίγονται τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της εργασίας (βλ. σχετ. Ολ. ΑΠ 618/75 ΝοΒ 23, 1083, ΑΠ 391/85 ΝοΒ 34, 390, ΑΠ 392/85 ΝοΒ 34, 541, ΑΠ 1395/81 ΝοΒ 30, 813, Εφετ. Αθην. 6166/91 ΝοΒ 39, 1222, Χρ. Σγουρίτσα, Συνταγματικό Δίκαιο Τόμ. Β’ τεύχος Β’ 1966 παράγρ. 80 σελ.
18, Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Γ’ (1988) σελ. 261). Η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου με γνήσια αναδρομική ισχύ είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα αυτού, εφ’ όσον δεν δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση από την εξυπηρέτηση του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος (Ολ. ΑΠ 5/88 ΕΕργΔ 48, 215).
Εξ άλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 100 παράγρ. 2, 3 και 4α, 101, 102, 103, 104, 106 και 107 του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει κυρωθεί με το ΝΔ 213/73 (ΦΕΚ Α 270/73) και έχει συνεπώς ισχύ ουσιαστικού νόμου, προκύπτει ότι οι προαγωγές Τμηματαρχών Α’ σε Υποδιευθυντές γίνονται κατ’ απόλυτη εκλογή για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων, μεταξύ εκείνων που έχουν συμπληρώσει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του Τμηματάρχη Α’, συγκεντρώνουν δε τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για τον ανώτερο βαθμό. Οι προαγωγές ενεργούνται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας, ως αρμόδιου υπηρεσιακού οργάνου της, το οποίο αποφασίζει ύστερα από πρόταση του Διοικητή της, αφού λάβει υπ’ όψη: α) τα στοιχεία του ατομικού φακέλλου κάθε κρινόμενου υπαλλήλου σχετικά με τον χαρακτήρα, το ήθος, τα τυπικά, επιστημονικά και επαγγελματικά προσόντα, τις ηθικές αμοιβές, τις εκθέσεις των Προϊσταμένων του, τα φύλλα ποιότητας, την τυχόν επιτυχή μετεκπαίδευσή του, την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, καθώς και το χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας του, β) τα στοιχεία του πειθαρχικού ελέγχου, γ) την προσωπική γνώση ή ασφαλείς πληροφορίες των μελών του, διατυπούμενες ρητώς και λεπτομερώς στο πρακτικό και δ) κάθε χρήσιμο κατά την κρίση του στοιχείο ή έγγραφο. Προακτέοι κατ’ απόλυτη εκλογή χαρακτηρίζονται όσοι διακρίθηκαν μεταξύ των συναδέλφων τους για τον χαρακτήρα και το ήθος και απέδειξαν σε πολύ υψηλό βαθμό διοικητική δεξιότητα και υπηρεσιακή ικανότητα, έκτακτη δραστηριότητα και αφοσίωση στο καθήκον, έχουν δε προσφέρει με την πρωτοβουλία, ετοιμότητα και ζήλο τους εξαιρετικές υπηρεσίες. Κατά τον έλεγχο αυτό συνεκτιμώνται και συγκρίνονται όλα τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την υπηρεσιακή κατάσταση κάθε υποψηφίου, όπως η σειρά στην επετηρίδα, η γενική αρχαιότητα, η ειδική στον κατεχόμενο βαθμό αρχαιότητα, οι εκθέσεις και η βαθμολογία (ΑΠ 1631/91 ΕΕργΔ 52, 593, ΑΠ 1164/91 ΕΕργΔ 51, 1096, ΑΠ 812/90 Ελλ.Δικ. 32-540, ΑΠ 1285/94 αδημ. στο νομικό τύπο). Η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου υπόκειται εδώ στον έλεγχο των τακτικών δικαστηρίων για υπέρβαση τω ορίων που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ και υπάρχει όταν η παράλειψη της προαγωγής είναι καταχρηστική, διότι ο υπάλληλος που έχει παραλειφθεί υπερτερεί καταφανώς συναδέλφου του που έχει προαχθεί κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό. Ο βαθμός που αποκτάται σε τέτοια προαγωγή (σύμφωνα με τον οργανισμό αυτό) καθίσταται πλέον όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας του καθενός υπαλλήλου που έχει προαχθεί, με συνέπεια η αυτοδίκαιη μεταγενέστερη κατάργηση της προαγωγής ν’ αποτελεί επέμβαση του νομοθέτη στην εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης και στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων, αντίθετη φυσικά στη συμβατική ελευθερία. Είναι βέβαια αλήθεια, ότι το κράτος κατά την επιδίωξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην οικονομική και επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 5 παράγρ. 1-3, 22 παράγρ. 2-3 του Συντάγματος), όμως οι περιορισμοί δεν επιτρέπεται ν’ αναιρούν τον πυρήνα των ατομικών αυτών δικαιωμάτων ή το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αλλά πρέπει να επιβάλλονται για λόγους γενικότερου συμφέροντος, οι οποίοι πρέπει να είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε να είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς για την πραγματοποίηση του γενικότερου συμφέροντος, που είναι ο στόχος της κρατικής δραστηριότητας κατά το άρθρο 106 παράγρ. 1 του Συντάγματος (βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο εκδ. 1996 σελ. 49 επ.).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 2190/94 (ΦΕΚ 22β/3.3.94, που ισχύει από 3.4.94 (άρθρο 44 αυτού). “1. Κατά το διάστημα από την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών έως την ορκωμοσία της Κυβέρνησης που προκύπτει κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος απαγορεύεται η έκδοση πράξεων που αφορούν το διορισμό ή πρόσληψη και οποιαδήποτε μεταβολή αναφερόμενη στην υπηρεσιακή κατάσταση κάθε κατηγορίας προσωπικού των υπηρεσιών και νομικών προσώπων του άρθρου 14 παράγρ. 1 του παρόντος, εκτός από τις πράξεις πειθαρχικής διαδικασίας, διαθεσιμότητας, και αργίας, καθώς και τις πράξεις που εκδίδονται σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση. 2. Διαδικασίες σχετικές με τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγορευμένες μεταβολές, οι οποίες είχαν ήδη κινηθεί κατά την προκήρυξη των εκλογών διακόπτονται. 10. Καταργούνται αυτοδικαίως πράξεις οποιουδήποτε οργάνου που εκδόθηκαν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα (9.9.93 μέχρι 31.10.93) και αφορούν ίδρυση ή μετατροπή θέσεως, πρόσληψη και κάθε είδους υπηρεσιακή μεταβολή, όπως προαγωγή, μετάταξη, απόσπαση, τοποθέτηση προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του κάθε κατηγορίας προσωπικού των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 25 παράγρ. 1 του παρόντος νόμου. Επίσης καταργούνται αυτοδικαίως και όλες οι τυχόν επελθούσες παρεπόμενες συνέπειες από την ίδρυση ή μετατροπή θέσεων. Από την παράγραφο αυτή εξαιρούνται οι πράξεις διαθεσιμότητας, αργίας, οι πειθαρχικές αποφάσεις. 14. Για την κατά την παράγρ. 10 αυτοδίκαιη κατάργηση πράξεων πρόσληψης, άλλων υπηρεσιακών μεταβολών… εκδίδεται από το ανώτερο μονομελές όργανο διοίκησης του οικείου ΝΠΔΔ ή Ιδ. Δ. σχετική διαπιστωτική πράξη σε προθεσμία εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. 15. Οι συνέπειες της κατά το παρόν άρθρο αυτοδίκαιης κατάργησης επέρχονται 20 ημέρες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, αδιαφόρως προς την ημερομηνία έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης. Παράλειψη του οικείου οργάνου να εκδώσει την πράξη αυτή δεν εμποδίζει την επέλευση των συνεπειών αυτών. Κάθε είδους αποδοχές, οι οποίες έχουν καταβληθεί με βάση τις κατά τις προηγούμενες παραγράφους ανακαλούμενες ή καταργούμενες πράξεις δεν αναζητούνται”. Είναι φανερό, ότι με τις παραγρ. 10, 14 και 15 του άρθρου 28 του Ν. 2190/94 ο νομοθέτης επιχείρησε μεταγενέστερη επέμβαση γενικά και σε πράξεις προαγωγής υπαλλήλων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (αυτή ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο και υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα – άρθρο 25 και 26 του Ν. 1914/90), που έγιναν στο χρονικό διάστημα από την προκήρυξη των εθνικών βουλευτικών εκλογών (9.9.93) μέχρι την ορκωμοσία της Κυβέρνησης που σχηματίστηκε από τις εκλογές της 10.10.93, έστω και αν αυτές έγιναν κατά πάντα νομότυπα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οργανισμού της, που έχει ισχύ νόμου. Η θέσπιση όμως των διατάξεων αυτών, με γνήσια αναδρομική ισχύ για την κατηγορία ειδικά αυτή των υπαλλήλων της ΑΤΕ θίγει ασφαλώς προστατευόμενα από το Σύνταγμα θεμελιώδη δικαιώματά τους και ιδίως την αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της εργασίας, χωρίς να προκύπτει συνδρομή νομίμων περιπτώσεων κατάχρησης δικαιώματος από τη σύμβαση των συμβαλλομένων μερών, ή άσκηση της συμβατικής ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
Η επιβληθείσα ρύθμιση, αντίθετη στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος της ελευθερίας των συμβάσεων, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ εξαίρεση από σοβαρούς λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Αυτές οι προαγωγές κατά τον οργανισμό της ΑΤΕ έγιναν για κάλυψη κενών οργανικών θέσεων σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και επιβλήθηκαν από λειτουργικές και υπηρεσιακές ανάγκες. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της ΑΤΕ για τις τακτικές και συνήθεις προαγωγές των υπαλλήλων της, ούτε πολύ περισσότερο για επελθούσα κάμψη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η μείωση του κόστους των δημοσίων και κοινωφελών υπηρεσιών και η αύξηση της αποδοτικότητάς τους προς εξυπηρέτηση του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Οι προεκλογικές επιλεκτικές και αναξιοκρατικές παροχές ασφαλώς είναι δυνατό να επηρεάζουν την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης, αλλά αυτή η παροχή δεν δικαιολογεί την όψιμη ακύρωση των προαγωγών αυτών, για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν γίνεται να εξυπηρετήσει (η ακύρωση) εκ των υστέρων την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης κατά τις βουλευτικές εκλογές της 10.10.93. Η διαδικασία άλλωστε τέτοιων προαγωγών είναι μακροχρόνια, αφού απαιτείται μεγάλη προετοιμασία κατά τον οργανισμό της ΑΤΕ και σύγκριση των κρινομένων υπαλλήλων, που είχαν τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 101 παράγρ. 1 εδ. α-γ, 102 και 103 προσόντα και προϋποθέσεις από το αρμόδιο όργανό της. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η προαναφερθείσα ρύθμιση του νόμου αυτού, σε σχέση με όλες τις προαγωγές αυτές και τοποθετήσεις των υπαλλήλων της ΑΤΕ, που έτσι θεωρούνται αναδρομικά όλες άκυρες, χωρίς κανένα έλεγχο της εγκυρότητάς τους, αλλά με μόνο τυπικό κριτήριο το χρόνο που επιχειρήθηκαν, είναι αντισυνταγματική, γι’ αυτό η σχετική διάταξη του άρθρου 28 παράγρ. 10, 14 και 15 του Ν. 2190/94 είναι ανεφάρμοστη στη δικαζομένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγρ. 4 του Συντάγματος.
ΣΕ 3104/2017
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγρ. 1 του Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε δικαίωμα (ατομικό) η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία, εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κλπ.) που διατυπώνεται με το άρθρο 361 ΑΚ. Με αυτή την ελευθερία των συμβάσεων δεν συμβιβάζεται κατ’ αρχήν μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος των συμβαλλομένων, παρά μόνο σε περιπτώσεις κατάχρησης δικαιώματος από τη σύμβαση ή άσκησης της συμβατικής ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας, δηλαδή όταν η ελευθερία των συμβάσεων υπερβαίνει τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα θέτει με τα άρθρα 25 παράγρ. 3 και 106 παράγρ. 2, ή όπου αυτό επιβάλλεται καθαρά από λόγους γενικώτερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, οπότε δεν αρκεί για ν’ αποκλείσει την επέμβαση η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης) του ιδιώτη στη μη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος υφισταμένων συμβάσεων και ειδικά σε επιχείρηση που λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημόσιου τομέα (βλ. την από 12.9.95 εισήγηση του Αρεοπαγίτη Ι. Τέτοκα σε αίτηση αναίρεσης της 3576/95 απόφασης του Εφετείου τούτου). Περαιτέρω, ναι μεν κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 73 επ., 81 επ., 89 του Συντάγματος και 2 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να ρυθμίζει διαφορετικά τα δικαιώματα που απορρέουν από προηγούμενη έννομη σχέση και ενδεχομένως να καταργεί αυτό ή και την όλη σχέση, προσδίδοντας συγχρόνως σε προϋπάρχοντα περιστατικά έννομες συνέπειες, τις οποίες δεν είχαν κατά το προγενέστερο δίκαιο, όπως με την επιφύλαξη πάντοτε ότι από την αναδρομική ενέργεια του νόμου δεν θίγονται τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της εργασίας (βλ. σχετ. Ολ. ΑΠ 618/75 ΝοΒ 23, 1083, ΑΠ 391/85 ΝοΒ 34, 390, ΑΠ 392/85 ΝοΒ 34, 541, ΑΠ 1395/81 ΝοΒ 30, 813, Εφετ. Αθην. 6166/91 ΝοΒ 39, 1222, Χρ. Σγουρίτσα, Συνταγματικό Δίκαιο Τόμ. Β’ τεύχος Β’ 1966 παράγρ. 80 σελ.
18, Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Γ’ (1988) σελ. 261). Η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου με γνήσια αναδρομική ισχύ είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα αυτού, εφ’ όσον δεν δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση από την εξυπηρέτηση του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος (Ολ. ΑΠ 5/88 ΕΕργΔ 48, 215).
Εξ άλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 100 παράγρ. 2, 3 και 4α, 101, 102, 103, 104, 106 και 107 του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει κυρωθεί με το ΝΔ 213/73 (ΦΕΚ Α 270/73) και έχει συνεπώς ισχύ ουσιαστικού νόμου, προκύπτει ότι οι προαγωγές Τμηματαρχών Α’ σε Υποδιευθυντές γίνονται κατ’ απόλυτη εκλογή για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων, μεταξύ εκείνων που έχουν συμπληρώσει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του Τμηματάρχη Α’, συγκεντρώνουν δε τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για τον ανώτερο βαθμό. Οι προαγωγές ενεργούνται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας, ως αρμόδιου υπηρεσιακού οργάνου της, το οποίο αποφασίζει ύστερα από πρόταση του Διοικητή της, αφού λάβει υπ’ όψη: α) τα στοιχεία του ατομικού φακέλλου κάθε κρινόμενου υπαλλήλου σχετικά με τον χαρακτήρα, το ήθος, τα τυπικά, επιστημονικά και επαγγελματικά προσόντα, τις ηθικές αμοιβές, τις εκθέσεις των Προϊσταμένων του, τα φύλλα ποιότητας, την τυχόν επιτυχή μετεκπαίδευσή του, την άσκηση υπευθύνων καθηκόντων, καθώς και το χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας του, β) τα στοιχεία του πειθαρχικού ελέγχου, γ) την προσωπική γνώση ή ασφαλείς πληροφορίες των μελών του, διατυπούμενες ρητώς και λεπτομερώς στο πρακτικό και δ) κάθε χρήσιμο κατά την κρίση του στοιχείο ή έγγραφο. Προακτέοι κατ’ απόλυτη εκλογή χαρακτηρίζονται όσοι διακρίθηκαν μεταξύ των συναδέλφων τους για τον χαρακτήρα και το ήθος και απέδειξαν σε πολύ υψηλό βαθμό διοικητική δεξιότητα και υπηρεσιακή ικανότητα, έκτακτη δραστηριότητα και αφοσίωση στο καθήκον, έχουν δε προσφέρει με την πρωτοβουλία, ετοιμότητα και ζήλο τους εξαιρετικές υπηρεσίες. Κατά τον έλεγχο αυτό συνεκτιμώνται και συγκρίνονται όλα τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την υπηρεσιακή κατάσταση κάθε υποψηφίου, όπως η σειρά στην επετηρίδα, η γενική αρχαιότητα, η ειδική στον κατεχόμενο βαθμό αρχαιότητα, οι εκθέσεις και η βαθμολογία (ΑΠ 1631/91 ΕΕργΔ 52, 593, ΑΠ 1164/91 ΕΕργΔ 51, 1096, ΑΠ 812/90 Ελλ.Δικ. 32-540, ΑΠ 1285/94 αδημ. στο νομικό τύπο). Η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου υπόκειται εδώ στον έλεγχο των τακτικών δικαστηρίων για υπέρβαση τω ορίων που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ και υπάρχει όταν η παράλειψη της προαγωγής είναι καταχρηστική, διότι ο υπάλληλος που έχει παραλειφθεί υπερτερεί καταφανώς συναδέλφου του που έχει προαχθεί κατά τις προαγωγές στον ανώτερο βαθμό. Ο βαθμός που αποκτάται σε τέτοια προαγωγή (σύμφωνα με τον οργανισμό αυτό) καθίσταται πλέον όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας του καθενός υπαλλήλου που έχει προαχθεί, με συνέπεια η αυτοδίκαιη μεταγενέστερη κατάργηση της προαγωγής ν’ αποτελεί επέμβαση του νομοθέτη στην εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης και στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων, αντίθετη φυσικά στη συμβατική ελευθερία. Είναι βέβαια αλήθεια, ότι το κράτος κατά την επιδίωξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην οικονομική και επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 5 παράγρ. 1-3, 22 παράγρ. 2-3 του Συντάγματος), όμως οι περιορισμοί δεν επιτρέπεται ν’ αναιρούν τον πυρήνα των ατομικών αυτών δικαιωμάτων ή το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αλλά πρέπει να επιβάλλονται για λόγους γενικότερου συμφέροντος, οι οποίοι πρέπει να είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε να είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς για την πραγματοποίηση του γενικότερου συμφέροντος, που είναι ο στόχος της κρατικής δραστηριότητας κατά το άρθρο 106 παράγρ. 1 του Συντάγματος (βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο εκδ. 1996 σελ. 49 επ.).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 2190/94 (ΦΕΚ 22β/3.3.94, που ισχύει από 3.4.94 (άρθρο 44 αυτού). “1. Κατά το διάστημα από την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών έως την ορκωμοσία της Κυβέρνησης που προκύπτει κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος απαγορεύεται η έκδοση πράξεων που αφορούν το διορισμό ή πρόσληψη και οποιαδήποτε μεταβολή αναφερόμενη στην υπηρεσιακή κατάσταση κάθε κατηγορίας προσωπικού των υπηρεσιών και νομικών προσώπων του άρθρου 14 παράγρ. 1 του παρόντος, εκτός από τις πράξεις πειθαρχικής διαδικασίας, διαθεσιμότητας, και αργίας, καθώς και τις πράξεις που εκδίδονται σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση. 2. Διαδικασίες σχετικές με τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγορευμένες μεταβολές, οι οποίες είχαν ήδη κινηθεί κατά την προκήρυξη των εκλογών διακόπτονται. 10. Καταργούνται αυτοδικαίως πράξεις οποιουδήποτε οργάνου που εκδόθηκαν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα (9.9.93 μέχρι 31.10.93) και αφορούν ίδρυση ή μετατροπή θέσεως, πρόσληψη και κάθε είδους υπηρεσιακή μεταβολή, όπως προαγωγή, μετάταξη, απόσπαση, τοποθέτηση προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του κάθε κατηγορίας προσωπικού των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 25 παράγρ. 1 του παρόντος νόμου. Επίσης καταργούνται αυτοδικαίως και όλες οι τυχόν επελθούσες παρεπόμενες συνέπειες από την ίδρυση ή μετατροπή θέσεων. Από την παράγραφο αυτή εξαιρούνται οι πράξεις διαθεσιμότητας, αργίας, οι πειθαρχικές αποφάσεις. 14. Για την κατά την παράγρ. 10 αυτοδίκαιη κατάργηση πράξεων πρόσληψης, άλλων υπηρεσιακών μεταβολών… εκδίδεται από το ανώτερο μονομελές όργανο διοίκησης του οικείου ΝΠΔΔ ή Ιδ. Δ. σχετική διαπιστωτική πράξη σε προθεσμία εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. 15. Οι συνέπειες της κατά το παρόν άρθρο αυτοδίκαιης κατάργησης επέρχονται 20 ημέρες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, αδιαφόρως προς την ημερομηνία έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης. Παράλειψη του οικείου οργάνου να εκδώσει την πράξη αυτή δεν εμποδίζει την επέλευση των συνεπειών αυτών. Κάθε είδους αποδοχές, οι οποίες έχουν καταβληθεί με βάση τις κατά τις προηγούμενες παραγράφους ανακαλούμενες ή καταργούμενες πράξεις δεν αναζητούνται”. Είναι φανερό, ότι με τις παραγρ. 10, 14 και 15 του άρθρου 28 του Ν. 2190/94 ο νομοθέτης επιχείρησε μεταγενέστερη επέμβαση γενικά και σε πράξεις προαγωγής υπαλλήλων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (αυτή ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο και υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα – άρθρο 25 και 26 του Ν. 1914/90), που έγιναν στο χρονικό διάστημα από την προκήρυξη των εθνικών βουλευτικών εκλογών (9.9.93) μέχρι την ορκωμοσία της Κυβέρνησης που σχηματίστηκε από τις εκλογές της 10.10.93, έστω και αν αυτές έγιναν κατά πάντα νομότυπα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οργανισμού της, που έχει ισχύ νόμου. Η θέσπιση όμως των διατάξεων αυτών, με γνήσια αναδρομική ισχύ για την κατηγορία ειδικά αυτή των υπαλλήλων της ΑΤΕ θίγει ασφαλώς προστατευόμενα από το Σύνταγμα θεμελιώδη δικαιώματά τους και ιδίως την αρχή της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της εργασίας, χωρίς να προκύπτει συνδρομή νομίμων περιπτώσεων κατάχρησης δικαιώματος από τη σύμβαση των συμβαλλομένων μερών, ή άσκηση της συμβατικής ελευθερίας σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
Η επιβληθείσα ρύθμιση, αντίθετη στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη σε βάρος της ελευθερίας των συμβάσεων, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ εξαίρεση από σοβαρούς λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Αυτές οι προαγωγές κατά τον οργανισμό της ΑΤΕ έγιναν για κάλυψη κενών οργανικών θέσεων σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και επιβλήθηκαν από λειτουργικές και υπηρεσιακές ανάγκες. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της ΑΤΕ για τις τακτικές και συνήθεις προαγωγές των υπαλλήλων της, ούτε πολύ περισσότερο για επελθούσα κάμψη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η μείωση του κόστους των δημοσίων και κοινωφελών υπηρεσιών και η αύξηση της αποδοτικότητάς τους προς εξυπηρέτηση του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Οι προεκλογικές επιλεκτικές και αναξιοκρατικές παροχές ασφαλώς είναι δυνατό να επηρεάζουν την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης, αλλά αυτή η παροχή δεν δικαιολογεί την όψιμη ακύρωση των προαγωγών αυτών, για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν γίνεται να εξυπηρετήσει (η ακύρωση) εκ των υστέρων την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης κατά τις βουλευτικές εκλογές της 10.10.93. Η διαδικασία άλλωστε τέτοιων προαγωγών είναι μακροχρόνια, αφού απαιτείται μεγάλη προετοιμασία κατά τον οργανισμό της ΑΤΕ και σύγκριση των κρινομένων υπαλλήλων, που είχαν τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 101 παράγρ. 1 εδ. α-γ, 102 και 103 προσόντα και προϋποθέσεις από το αρμόδιο όργανό της. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η προαναφερθείσα ρύθμιση του νόμου αυτού, σε σχέση με όλες τις προαγωγές αυτές και τοποθετήσεις των υπαλλήλων της ΑΤΕ, που έτσι θεωρούνται αναδρομικά όλες άκυρες, χωρίς κανένα έλεγχο της εγκυρότητάς τους, αλλά με μόνο τυπικό κριτήριο το χρόνο που επιχειρήθηκαν, είναι αντισυνταγματική, γι’ αυτό η σχετική διάταξη του άρθρου 28 παράγρ. 10, 14 και 15 του Ν. 2190/94 είναι ανεφάρμοστη στη δικαζομένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγρ. 4 του Συντάγματος.
19. Επειδή, προβάλλεται ότι η υποβολή του αιτούντος στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Επιτροπής Δοκιμασίας Επάρκειας παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, εφόσον η επιλογή του να σπουδάσει νομικά στο Ε.Π.Κ. βασίσθηκε στη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η σχολή αυτή ήταν αναγνωρισμένη ως ισότιμη με τις ημεδαπές νομικές σχολές από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. και ότι, εξ αυτού του λόγου, θα εγγραφόταν στα μητρώα ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του, όπως και οι πτυχιούχοι των ημεδαπών νομικών σχολών, σύμφωνα με το τότε ισχύον καθεστώς του ν.δ. 3026/1954, το οποίο μεταβλήθηκε αιφνιδίως, κατά το τελευταίο έτος σπουδών του, χωρίς θέσπιση μεταβατικών διατάξεων. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, έστω και αν θίγονται με αυτές υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό και να εξυπηρετεί λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος (βλ. Σ.τ.Ε. 3198/2013, 1468, 195/2012, 2590/2004 7μ., 2515/2003, 3719/2000), όπως εν προκειμένω.
ΣΕ 1368/2008
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς – Επιβολή προστίμου – Εταιρίες λήψης και διαβίβασης εντολών -. Οι επιχειρήσεις του αρ. 3 παρ. 1 περ. θ’ του ν. 2396/1996 μπορούν να παρέχουν μόνο τις επενδυτικές υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών με αντικείμενο κινητές αξίες και όχι άλλες, κύριες και παρεπόμενες, επενδυτικές υπηρεσίες, τις οποίες δύνανται να παρέχουν οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Νομίμους επιβάλλεται το σχετικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν το καταστατικό εταιρίας λήψης και διαβίβασης εντολών περιλαμβάνει στους σκοπούς της και άλλες δραστηριότητες πλην της λήψης και διαβίβασης εντολών, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ του λόγου ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν υπέδειξε στην εταιρία αλλαγή του σκοπού της. Οι εν λόγω εταιρίες μπορούν να συνεργάζονται μόνο με άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις, με ΕΠΕΥ και ΑΧΕ, ενώ φυσικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω δραστηριότητα μόνο ως αντιπρόσωπος ΕΠΕΥ ή ΑΧΕ και όχι για λογαριασμό εταιρίας λήψης και διαβίβασης εντολών. Περαιτέρω, η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα δεοντολογίας των εν λόγω εταιριών για τη θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου, καθώς και η αναγραφή στην επωνυμία τους όρου ικανού να προκαλέσει σύγχυση και να παραπλανήσει το επενδυτικό κοινό, νομίμως επισύρει κυρώσεις της Επιτροπής κατ’ αυτών.