ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
ΣτΕ 313/2021 Ολομ.
Πρόεδρος: Αθ. ΡΑΝΤΟΣ
Εισηγητής: Ε.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Με την 313/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη ως απαράδεκτη η αίτηση, με την οποία το «Σωματείο Ειδικών Φρουρών Ελληνικής Αστυνομίας Αττικής 2000» ζητεί την ακύρωση της οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.7.2017 πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) …» και, ειδικότερα, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, των διατάξεων του Κεφαλαίου Β αυτής επί των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017, που αφορούν το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των διατάξεων του Κεφαλαίου Θ΄ αυτής επί του άρθρου 155 του ίδιου νόμου, με την αιτιολογία ότι στρέφεται κατά πράξης, η οποία, κατά το μέρος που προσβάλλεται, αποτελεί απλή ερμηνευτική εγκύκλιο των πιο πάνω διατάξεων του ν. 4472/2017. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 855/2019 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, επταμελούς σύνθεσης.
Ειδικότερα, με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγιναν δεκτά, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 θεσπίζονται νέες μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, μεταξύ δε άλλων, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β (άρθρα 124 έως 127) τίθεται σε ισχύ αναδρομικά από 1-1-2017 νέο αναμορφωμένο μισθολόγιο και για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με νέους βασικούς μισθούς και νέα επιδόματα, ενώ στις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 155 (Κεφάλαιο Θ΄) του νόμου αυτού περιέχονται ρυθμίσεις για τον τρόπο υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού προκύπτουν αποδοχές χαμηλότερες, στην δε παρ.2 του ίδιου άρθρου περιλαμβάνεται ρύθμιση για τον τρόπο καταβολής της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του ν. 4472/2017 προκύπτουν τακτικές αποδοχές υψηλότερες. Δεδομένου ότι η βάση υπολογισμού των δύο πιο πάνω περιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή των νέων μισθολογικών ρυθμίσεων (δηλαδή της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση χαμηλότερων βάσει του νέου νόμου αποδοχών και της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση υψηλότερων βάσει του νόμου αυτού αποδοχών) πρέπει να είναι η ίδια (κοινή), εφόσον οι περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να προκύψουν είτε η μια είτε η άλλη (και όχι και οι δύο ταυτόχρονα), οι εν λόγω διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 155, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, αλλά και την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει τον νόμο, έχουν την έννοια ότι ως τακτικές αποδοχές για την εξεύρεση της διαφοράς με τις αποδοχές του νέου μισθολογίου είναι αυτές που πράγματι καταβλήθηκαν στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στις 31-12-2016 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 και όχι «οι καταβλητέες» κατόπιν των 1125-1128/2016 ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα, δηλαδή, με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την 1-8-2012. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία επί του άρθρου 155 του Κεφαλαίου Θ΄ του Μέρους Στ΄ του ν. 4472/2017 με βάση παραδείγματα εφαρμογής χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό και σύγκριση της προσωπικής διαφοράς της παρ.1 του εν λόγω άρθρου τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις πράγματι καταβαλλόμενες στις 31-12-2016, σύμφωνα με τον ν. 4307/2014, δεν περιέχει νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον ν. 4472/2017. Περαιτέρω, οι προβλέψεις της προσβαλλόμενης πράξης ως προς το ποιες από τις καταβαλλόμενες στις 31-12-2016 μηνιαίες αποδοχές και επιδόματα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς ναι μεν δεν διατυπώνονται ρητώς στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017, προκύπτουν, όμως, ερμηνευτικώς από το άρθρο 155 παρ.1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 153 παρ.10 του ν. 4472/2017. Συνεπώς, και οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι νέες σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 του νόμου. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα, άλλωστε, χωρίς την επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων και μη δημοσιευθείσα, δεν σκοπεί να εισαγάγει νέες ρυθμίσεις για τα ζητήματα του νέου μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Αποτελεί, συνεπώς, απλή ερμηνευτική εγκύκλιο προς τις αναφερόμενες στον πίνακα αποδεκτών υπηρεσίες, στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, οι θεωρούμενες από τη μειοψηφούσα γνώμη ως αποκλίσεις και συμπληρώσεις των ρυθμίσεων του τυπικού νόμου, έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα των διατάξεων του εν λόγω νόμου είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις άλλων νομοθετημάτων σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, και, πάντως, δεν θα επηρέαζαν την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων, που ανάγονται κυρίως σε αντισυνταγματικότητα των βασικών ρυθμίσεων του τυπικού νόμου.
Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη τριών μελών της συνθέσεως, η προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, εξειδικεύει κατά βαθμό και κατηγορία τις χορηγούμενες αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και περιέχει και νέες ρυθμίσεις λεπτομερειακού χαρακτήρα για τα ζητήματα του μισθολογίου, θέτοντας νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον νόμο, που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αποδοχών των στρατιωτικών και αστυνομικών υπαλλήλων. Ειδικώς δε, στο άρθρο 155 του ν.4472/2017 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές «που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016», με τη διάταξη, όμως, του άρθρου 155 της προσβαλλόμενης απόφασης προσδιορίζονται (με συμπερίληψη ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής), το πρώτον, ως βάση υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτά «ελάμβαναν» κατά την 31.12.2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές (1125-8/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), όπως και οι προγενέστερες αυτών διατάξεις του ν. 4093/2012 (2293-6/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), με αποτέλεσμα στις 31.12.2016 να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν.3205/2003, όπως είχαν διαμορφωθεί πριν την 1-8-2012, οι οποίες καταργήθηκαν ρητά με το άρθρο 160 του ν.4472/2017. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η πιο πάνω πράξη έχει κανονιστικό περιεχόμενο, ενόψει, όμως, της μη δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτό, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, θα έπρεπε να ακυρωθεί. Κατά την ειδικότερη γνώμη μίας Συμβούλου, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθέμενων με αυτούς ζητημάτων, που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και τη συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4472/2017.
ΣΕ Ολ 2210/2020
9. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις ο νομοθέτης του ν. 4178/2013 εξαγγέλλει, στο άρθρο 1 παρ. 1, γενική απαγόρευση μεταβίβασης και σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα επί των οποίων έχουν εκτελεσθεί αυθαίρετες κατασκευές ή έχουν σημειωθεί αυθαίρετες αλλαγές χρήσης. Με τις επόμενες διατάξεις του όμως, ο ίδιος νόμος οργανώνει σύστημα απαλλαγής από την απαγόρευση κατηγοριών ιδιοκτησιών με αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις, οι οποίες, άλλως, θα υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1. Πρόκειται για αυθαίρετες κατασκευές είτε οριζόμενες με τα γενικά τους χαρακτηριστικά, ιδίως σε σχέση με το χρόνο κατασκευής τους, είτε (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄) για κατασκευές για τις οποίες “έχει περατωθεί η διαδικασία καταβολής του ενιαίου ειδικού προστίμου ή έχει καταβληθεί ποσοστό 30% του συνολικού ποσού προστίμου ή του σχετικού παραβόλου εφόσον ορίζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και κατά τις διατάξεις του ν. 4014/2011 και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου …”. Οι συνέπειες, εξάλλου, της υπαγωγής στο ευνοϊκό πλέγμα διατάξεων που περιέχει ο ν. 4178/2013 για τις αυθαίρετες κατασκευές, κατ’ απόκλιση της γενικής απαγόρευσης σύστασης και μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων που ο ίδιος περιέχει, δεν εξαντλούνται στην ανάκτηση της ευχέρειας των ενδιαφερομένων να συστήσουν, αποκτήσουν ή μεταβιβάσουν εγκύρως εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών, αλλά αυτονοήτως επεκτείνονται στη διατήρηση των αυθαιρέτων κτισμάτων καθ’ όλο το διάστημα που η διαδικασία παραμένει εκκρεμής. Πράγματι, η, κατ’ εφαρμογή των παγίων διατάξεων που διέπουν την αυθαίρετη δόμηση, κατεδάφιση των αυθαιρέτων κατασκευών κατά τη διάρκεια εξέλιξης της διαδικασίας που οδηγεί στην ολοκλήρωση της υπαγωγής στο ν. 4178/2013, θα αποστερούσε του νοήματός της την ίδια την υπαγωγή, τη διαδικασία που κατατείνει στην ολοκλήρωση της υπαγωγής, άρα και την ίδια την ολοκλήρωσή της, αφού η εξάλειψη των αυθαιρέτων κατασκευών ενός ακινήτου θα εξουδετέρωνε τη γενική απαγόρευση σύστασης και μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτού και θα ήρε αυτό τούτο το λόγο της υπαγωγής. Περαιτέρω, όμως, η διαδικασία υπαγωγής ενεργοποιείται χωρίς ρητή διοικητική πράξη, η οποία να πιστοποιεί την κίνησή της, αλλά με την υποβολή αιτήσεως του ενδιαφερομένου για την υπαγωγή στο καθεστώς του εν λόγω ν. 4178/2013, συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά του άρθρου 11 ή, υπό προϋποθέσεις, και χωρίς αυτά (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 α της ως άνω υπουργικής απόφασης), και περατώνεται, πράγματι, με την έκδοση της κατά το άρθρο 30 παρ. 2 πράξης ολοκλήρωσης της υπαγωγής, η οποία, άλλωστε, μπορεί να εκδίδεται και “αυτομάτως”, κατά τη διατύπωση του νόμου, χωρίς, δηλαδή, να έχει διενεργηθεί διοικητικός έλεγχος. Σε κάθε περίπτωση, κατά το διάστημα που η διαδικασία ελέγχου των υποβληθέντων με την αρχική αίτηση δικαιολογητικών είναι εκκρεμής, και το οποίο μπορεί να είναι μακρό (βλ. άρθρο 9 περ. Ε του ν. 4178/2013, που ορίζει επταετή προθεσμία, μη οριζόμενη, μάλιστα, ως αποκλειστική, για τον έλεγχο των δικαιολογητικών, ο οποίος, σημειωτέον, λαμβάνει χώρα με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου, βλ. και άρθρο 25 παρ. 8, που προβλέπει δειγματοληπτικό -τουλάχιστον 5% των δηλώσεων- έλεγχο της ακριβείας των υποβληθέντων στοιχείων), διατηρούνται οι συνέπειες της υπαγωγής, έστω και μη περαιωμένης, δηλαδή η αναστολή της είσπραξης και της επιβολής κάθε κύρωσης, ιδίως δε η υποχρέωση αποχής της Διοίκησης από την επίσπευση της κατεδάφισης, η οποία μπορεί, εν τέλει, να εξελιχθεί σε εξαίρεση από την κατεδάφιση, τριακονταετή ή και οριστική, αναλόγως της κατηγορίας του αυθαιρέτου, με την προϋπόθεση της καταβολής του παραβόλου και του ενιαίου ειδικού προστίμου. Κατά τα λοιπά, η επέλευση των εν λόγω συνεπειών σε κάθε ειδική περίπτωση συγκεκριμένης ιδιοκτησίας με ορισμένες αυθαίρετες κατασκευές, δεν αποτελεί προϊόν εξατομικευμένης κρίσης διοικητικού οργάνου ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τάσσονται γι’ αυτό από το ν. 4178/2013, αλλά αποτελεί ευθεία απόρροια του ν. 4178/2013, μη υποκειμένου, βεβαίως, σε ευθεία προσβολή από οποιονδήποτε θιγόμενο από τις συνέπειες αυτές. Η επέλευση των συνεπειών αυτών, εξάλλου, ενεργοποιείται, κατά τα ανωτέρω, με την υποβολή της σχετικής αίτησης – δήλωσης υπαγωγής στο νόμο και την καταβολή του σχετικού προστίμου και παραβόλου εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Δεδομένου, όμως, ότι η ίδια η αίτηση – δήλωση αυτή, προερχόμενη από ιδιώτη, δεν συνιστά διοικητική πράξη, η επέλευση των ως άνω συνεπειών, οι οποίες συνίστανται ιδίως στη διατήρηση και, μάλιστα, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, κατασκευής ανεγερθείσης κατά παράβαση της πολεοδομικής νομιμότητας, πρέπει να θεωρηθεί ότι καθίσταται, κατ’ ακριβολογία, επιτρεπτή από την αποδοχή της αιτήσεως εκ μέρους της Διοίκησης. Η εν λόγω αποδοχή, παρ’ ότι δεν εκδηλώνεται κατά τρόπο ρητό και πανηγυρικό, πρέπει να θεωρηθεί ότι παρεμβάλλεται μεταξύ, αφενός, της αίτησης – δήλωσης υπαγωγής, υποβαλλομένης, άλλωστε, στη Διοίκηση προδήλως με σκοπό να γίνει αποδεκτή, και, αφετέρου, της ενεργοποιήσεως του ευνοϊκού καθεστώτος του ν. 4178/2013. Αν, μάλιστα, η αίτηση – δήλωση συνοδεύεται από την καταβολή του προβλεπομένου παραβόλου, η αποδοχή της, που, στην περίπτωση αυτή, λογίζεται αυτόματη, μπορεί, κατά το σύστημα του νόμου, να συμπίπτει χρονικώς τόσο με την ίδια την υποβολή της αίτησης – δήλωσης, η οποία προηγείται λογικώς της αποδοχής της, όσο και με την λογικώς επόμενη επέλευση των ευμενών για τις αυθαίρετες κατασκευές συνεπειών του νόμου. Αυτή η χρονική σύμπτωση, καθ’ όλα νοητή, είναι και πρακτικώς δυνατή, αφού μεταξύ της υποβολής της δήλωσης και της επέλευσης των ευνοϊκών, υπό την ανωτέρω έννοια, συνεπειών του νόμου δεν προβλέπεται, και, μάλιστα, κατά γενικό κανόνα, κανένας πραγματικός διοικητικός έλεγχος, ο οποίος, άλλωστε, δεν αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση ούτε για την περαίωση της υπαγωγής. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αποδοχή της δήλωσης και του σχετικού αιτήματος που αυτή περιέχει, προερχόμενη από τη Διοίκηση, ισοδυναμεί με εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως. Αυτή η ερμηνεία των ως άνω διατάξεων διασφαλίζει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, προσιδιάζει δε σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η επέλευση ορισμένων εννόμων συνεπειών προβλέπεται, μεν, από τυπικό νόμο, αποτελεί, όμως, ευθεία απόρροια αιτήσεων ιδιωτών (πρβλ. ΣτΕ 376/2014 Ολομ. σκ. 10, 455/2019, σκ. 9 κ.ά.). Εφόσον, τέλος, ασκηθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο (άρθρο 25 παρ. 16) προσφυγή ενώπιον του ΣΥΠΟΘΑ, η οποία δεν χωρεί, βεβαίως, κατά το σύστημα του νόμου, αποκλειστικώς και μόνον επί πράξεως ολοκληρώσεως ή περαιώσεως της υπαγωγής (άρθρο 30 παρ. 2), που και αυτή, άλλωστε, μπορεί να χωρεί “αυτομάτως” και χωρίς έλεγχο, αλλά χωρεί και κατά της αιτήσεως – δηλώσεως, ακολουθηθεί δε η προβλεπόμενη για την εξέτασή της ειδική διοικητική διαδικασία (υπηρεσιακή εισήγηση από την οικεία ΥΔΟΜ κ.λπ.), η επ’ αυτής εκδιδόμενη απόφαση ή στοιχειοθετούμενη παράλειψη αποφάνσεως, έχει επίσης εκτελεστό χαρακτήρα και υπόκειται και αυτή σε αίτηση ακυρώσεως. Κατά την ειδικότερη γνώμη, εξάλλου, των Συμβούλων Θεοδώρου Αραβάνη, Μαρίας Σωτηροπούλου και Βασιλείου Ανδρουλάκη, οι οποίοι, κατά τα λοιπά, συμμερίζονται τα ανωτέρω, η αναγνώριση εκτελεστού χαρακτήρα στην αποδοχή, εμμέσως συναγόμενη, της αίτησης – δήλωσης του ενδιαφερομένου περί υπαγωγής στο ν. 4178/2013, αποτελεί αναγκαία συνέπεια της παράλειψης του νομοθέτη να οργανώσει, όπως θα όφειλε, σύστημα ελέγχου των προϋποθέσεων υπαγωγής στο νόμο αυτό καθεμιάς από τις αυθαίρετες κατασκευές στις οποίες αφορά κάθε συγκεκριμένη αίτηση, έτσι ώστε η υπαγωγή να εγκρίνεται βάσει συγκεκριμένης διοικητικής πράξης, η οποία θα εκφέρει, έστω με συνοπτική αιτιολογία, εξατομικευμένη, πάντως, κρίση ως προς κάθε αυθαίρετη κατασκευή και θα είναι, βεβαίως, προσβλητή από οποιοδήποτε θιγόμενο. Κατά την ειδική, τέλος, γνώμη του Συμβούλου, Διομήδη Κυριλλόπουλου, ομοίως συμμεριζομένου, κατά τα λοιπά, τα ανωτέρω, η εμμέσως συναγόμενη αποδοχή της αιτήσεως – δηλώσεως υπαγωγής φέρει εκτελεστό χαρακτήρα, αποτελούσα, μάλιστα, “πράξη – όρο”, επιφέρει, δηλαδή, την ευθεία υπαγωγή της ατομικής περίπτωσης στην οποία φορά η αίτηση – δήλωση, στο σύστημα που καταστρώνει, σε κανονιστικό επίπεδο, ο τυπικός νόμος. Ενόψει τούτων, η αίτηση ακυρώσεως, στρεφομένη, καθ’ ερμηνεία της, κατά της αποδοχής από τη Διοίκηση της 2673064/6.10.2014 “Δήλωσης Ένταξης Ν. 4178/2013”, καθώς και της σιωπηρής απόρριψης της 175539/2014 προσφυγής των αιτουσών από το Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥΠΟΘΑ) Περιφερειακής Ενότητας Κρήτης κατά της ως άνω δήλωσης ένταξης, ασκείται παραδεκτώς από πλευράς εκτελεστότητας των προσβαλλομένων πράξεων και είναι περαιτέρω εξεταστέα.
-Το παράδειγμα της ατομικής ειδοποίησης προ ποινικής διώξεως και όχι προ εκτελέσεως
ΔΕφΠειρ 1800/2010
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της «Α. Ζ. ΕΠΕ» βεβαιώθηκε, με την πράξη ταμειακής βεβαιώσεως 1692/3-3-2006 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, ΦΠΑ οικονομικού έτους 1996 ποσού 161.408,65 ευρώ, ΦΠΑ οικονομικού έτους 1997 ποσού 170.799,70 ευρώ και ΦΠΑ οικονομικού έτους 2000 ποσού 161.150,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 493.358,75 ευρώ. Διαχειρίστρια της εταιρείας αυτής είχε ορισθεί, δυνάμει του καταστατικού της, η Β. Σ., που απεβίωσε το 2003. Η εν λόγω εταιρεία κλήθηκε να καταβάλει το παραπάνω χρέος με την ατομική ειδοποίηση 2294/17-3-2006 της Δ Ο Υ Γλυφάδας. Στην εκκαλούσα, εταίρο με μία μερίδα συμμετοχής αποτελούμενη από έξι εταιρικά μερίδια [βλ.άρθρο 6 του εν λόγω καταστατικού], αποστάλθηκε από την ίδια Δ Ο Υ η ατομική ειδοποίηση 11153/602/9-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Θέμα: Ειδοποίηση προ ποινικής δίωξης. Επειδή μέχρι σήμερα δεν έχετε ανταποκριθεί στις σχετικές προσκλήσεις μας για τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σας στο Δημόσιο, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη λήψη εις βάρος σας μέτρων, όπως προβλέπεται από το νόμο. Θεωρήσαμε όμως σκόπιμο, πριν από κάθε ενέργεια μας προς αυτή την κατεύθυνση, να σας καλέσουμε και πάλι για την τακτοποίηση των παρακάτω οφειλών σας μέσα σε 15 ημέρες από την έκδοση της ειδοποίησης αυτής. Οι ληξιπρόθεσμες δόσεις επιβαρύνονται με προσαύξηση για κάθε μήνα καθυστέρησης. Οι προσαυξήσεις έχουν υπολογισθεί μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της παρούσης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.586.228,71 ευρώ ΤΟΚΟΙ 0,00 προσαυξήσεις 246.808,16 ευρώ ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΑΙΤΗΤΟ 1.833.036,87 ευρώ». Η εκκαλούσα, με ανακοπή κατά της προαναφερόμενης πράξεως ταμειακής βεβαίωσης, υποστήριξε ότι δεν ευθύνεται για την καταβολή της ένδικης οφειλής, γιατί είναι απλό μέλος της ως άνω εταιρείας, χωρίς καμία εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης της. Το Δημόσιο, με υπόμνημά του, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει ορισμός άλλου διαχειριστή με απόφαση της Συνέλευσης των Εταίρων της ως άνω ΕΠΕ ή με δικαστική απόφαση ή σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 3190/1955, η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής ασκείται από όλους τους εταίρους συλλογικά, συνεπώς δε και από την εν λόγω εταίρο, καθώς και ότι η τελευταία δεν είναι η καθής η ταμειακή βεβαίωση, κατά το άρθρο 219 παρ. 4 περ. α’ του ΚΔΔ, και, συνεπώς, απαραδέκτως άσκησε την ανακοπή . Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, με τη σκέψη ότι ναι μεν, ελλείψει ορισμού άλλου διαχειριστή με το καταστατικό της εταιρείας ή με απόφαση της Συνέλευσης των Εταίρων, η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής ανήκει, κατ άρθρο 16 του ν. 3190/1955 σ’ όλους τους εταίρους δρώντες συλλογικά, συνεπώς δε, και στην ανακόπτουσα-εταίρο, πλην όμως, δεν προκύπτει κοινοποίηση της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης σ αυτήν, η δε προαναφερόμενη [11153/602/9-5-2007] ατομική ειδοποίηση προ ποινικής δίωξης δεν περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 4 του ΚΕΔΕ στοιχεία και, συγκεκριμένα, αριθμό και χρονολογία ταμειακής βεβαίωσης, με αποτέλεσμα να μην έχει καταστεί αυτή άμεσος οφειλέτης και να στερείται ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της ανακοπής .
ΣΕ 2/2020 – βεβαιωτική
5. Επειδή, η από 22.3.2013 αίτηση θεραπείας του αιτούντος Δήμου κατά της 11247/28.12.2012 απόφασης του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. είχε ήδη απορριφθεί σιωπηρώς, λόγω της παρόδου της τριακονθήμερης προθεσμίας, εντός της οποίας όφειλε η ΕΛ.ΣΤΑΤ. να αποφανθεί επ’ αυτής. Ως εκ τούτου, η ΓΠ-161/28.3.2013 απόφαση του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ., με την οποία η αίτηση θεραπείας απορρίφθηκε και ρητώς, χωρίς όμως νέα έρευνα της υποθέσεως, είχε χαρακτήρα απλώς βεβαιωτικό της σιωπηρώς συντελεσθείσας απόρριψης, έχοντας δε τον χαρακτήρα αυτόν δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως. Ενόψει τούτου, η κρινόμενη αίτηση στρέφεται παραδεκτώς μόνο κατά της 11247/28.12.2012 απόφασης του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατατεθείσα δε στις 27.5.2013, ασκείται εμπροθέσμως, δοθέντος ότι η αίτηση θεραπείας, ασκηθείσα στις 26.2.2013, ήτοι εντός της προθεσμίας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης γενικής ατομικής πράξεως του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (βλ. Α.Ε.Δ. 21/1994 σκ. 11), η οποία δημοσιεύθηκε στις 28.12.2012 (Β΄ 3465), διέκοψε την προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως για τριάντα ημέρες, δηλαδή έως τις 28.3.2013.
ΣΕ 36/2020
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αιτούντες, προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη ερείδεται επί της 4/4/10.2.2011 αποφάσεως του ΔΣ της ΕΠΕΙΑ, με την οποία έγινε εσφαλμένος υπολογισμός του Αποθέματος Εκκρεμών Ζημιών, αμφισβητούν τη νομιμότητα των υπολογισμών και των οικονομικών μεγεθών (έλλειμμα κάλυψης του Εγγυητικού Κεφαλαίου και Απαιτούμενο Περιθώριο Φερεγγυότητας) που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοση της 4/4/10.2.2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων. Η απόφαση, όμως, αυτή, με την οποία η εποπτεύουσα αρχή καθόρισε το περιθώριο φερεγγυότητας που έπρεπε να συγκροτήσει η εταιρεία, αφού υπολόγισε το Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της αποφάσεως 3/133/18.11.2008 της ΕΠΕΙΑ, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. ΣτΕ 744/2005, 3075/2002, 4311/1997), υποκείμενη αυτοτελώς σε αίτηση ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, η νομιμότητα της πράξεως αυτής, ατομικού προδήλως χαρακτήρα, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως εξ αφορμής ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως της εποπτεύουσας αρχής, με την οποία, κατ’ επίκληση μη καλύψεως των επιβληθεισών με την ως άνω πράξη περί καθορισμού του περιθωρίου φερεγγυότητας που πρέπει να καλυφθεί υποχρεώσεων της επιχειρήσεως, ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της.
ΣΕ 67/2020
8. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, η ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως είναι νόμιμη. Διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις σκέψεις 4 και 5, η έκδοση, κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας, της πράξεως εφαρμογής είναι αναγκαία κατά νόμον για την εφαρμογή εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης και την πραγματοποίηση της οφειλόμενης εισφοράς σε γη, οι έννομες, όμως, αυτές συνέπειες – ιδίως δε οι αναγκαίες για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εμπράγματες μεταβολές στα ακίνητα της περιοχής – επέρχονται μόνον μετά την κύρωση, με νομαρχιακή απόφαση, της πράξεως εφαρμογής και τη μεταγραφή αυτής, ως εκ τούτου δε, η εν λόγω κυρωτική απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη . Εξάλλου – ανεξαρτήτως αν και υπό ποίες προϋποθέσεις επιτρέπεται από το νόμο (βλ. τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 7 περ. ε΄ του ν. 1337/1983, πριν και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003) – η ανάκληση της εν λόγω κυρωτικής νομαρχιακής απόφασης, συνεπάγεται την εξαφάνιση της πράξεως εφαρμογής που κυρώθηκε με την ανακαλουμένη απόφαση η σχετική, όμως, ανακλητική απόφαση – είτε με αυτήν αναπέμπεται, είτε όχι, η πράξη εφαρμογής προς ανασύνταξη στην πολεοδομική υπηρεσία- δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση δεν επάγεται οριστικές έννομες συνέπειες, τούτο δε διότι, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου είναι αναγκαία κατά νόμον η σύνταξη νέας πράξεως εφαρμογής ή η ανασύνταξη της αρχικώς εκδοθείσας, ως εκ τούτου δε,παραμένει εκκρεμής μετά την ανάκληση της αρχικής κυρωτικής απόφασης η διοικητική διαδικασία μέχρι την έκδοση της νέας εκτελεστής κυρωτικής αποφάσεως. Ενόψει τούτων, ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι εν προκειμένω η ./23.4.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία ανακλήθηκε η ./23.4.1996 προηγούμενη κυρωτική απόφασή του και διατάχθηκε η ανασύνταξη της αρχικής κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής, δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα και δεν μπορούσε να προσβληθεί ευθέως με αίτηση ακυρώσεως, διότι με την εν λόγω από 23.4.1997 νομαρχιακή απόφαση δεν περατώθηκε η διοικητική διαδικασία αλλά παρέμεινε εκκρεμής μέχρι την έκδοση νέας κυρωτικής απόφασης της μέλλουσας να ανασυνταχθεί πράξεως εφαρμογής.
ΣΕ 681/2020
6. Επειδή, με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν.2472/1997 αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου, του οποίου τα δεδομένα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, να ενημερώνεται για την επεξεργασία αυτή, να έχει πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, να ζητά τη διόρθωσή τους, ακόμη δε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και να αντιτίθεται στην επεξεργασία. Η κατοχύρωση του ως άνω δικαιώματος πρόσβασης κατατείνει στην διασφάλιση της δυνατότητας του ενδιαφερομένου να βεβαιώνεται ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του γίνεται κατά ακριβή και νόμιμο τρόπο και, ειδικότερα, ότι τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν είναι ακριβή και κοινοποιούνται σε αποδέκτες που έχουν προς τούτο δικαίωμα (βλ. Δ.Ε.Κ. απόφαση της 7.5.2009, Rijkeboer, C-553/2007, σκ.48-49). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος πρόσβασης, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται σχετικά με τις συνθήκες, υπό τις οποίες διεξάγεται η επεξεργασία των δεδομένων του, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εξακρίβωση της τηρήσεως από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 10 του ν. 2472/1997 για τη λήψη των καταλλήλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων προς διασφάλιση του απορρήτου της επεξεργασίας και της ασφάλειας των δεδομένων. Συνεπώς, αίτηση προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων, με αντικείμενο την ενημέρωσή του σχετικά με το αν κατά την επεξεργασία των δεδομένων του απέκτησαν πρόσβαση σε αυτά μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, υποβάλλεται στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος πρόσβασης, κατά τα τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Η άρνηση δε ικανοποιήσεως του ως άνω αιτήματος αποτελεί, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι διοικητική αρχή, εκτελεστή διοικητική πράξη (πρβλ. ΣτΕ 1851/2016). Περαιτέρω, ο ενδιαφερόμενος, εφ’όσον επικαλείται πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το εύλογο ενδιαφέρον του, έχει, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, δικαίωμα πρόσβασης σε στοιχεία και πληροφορίες που τυχόν έχει στη διάθεσή της η διοικητική αρχή και τα οποία συνδέονται με την ικανοποίηση του κατά το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαιώματός του. Ως τέτοια δε έγγραφα και στοιχεία νοούνται και τα ηλεκτρονικά έγγραφα, υπό την καθοριζόμενη στο άρθρο 3 του ν. 3979/2011 έννοια. Συνεπώς, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αφορά και ηλεκτρονικό υλικό, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες εγγεγραμμένες στο πλαίσιο ενός ηλεκτρονικού – πληροφοριακού συστήματος, οι οποίες είναι πρόσφορες να αποδείξουν γεγονότα που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες. Η άρνηση ικανοποιήσεως τέτοιου αιτήματος αποτελεί, επίσης, εκτελεστή διοικητική πράξη.
ΣΕ 1248/2019
6. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 3013-3014/2014 Ολομ.), ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, στον οποίον έχουν περιέλθει οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 (Α΄ 81) Νομισματικής Επιτροπής, αποτελεί διοικητική αρχή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστεως, οι σχετικές δε πράξεις που εκδίδονται είτε από τον ίδιο είτε από τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν όργανα αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (πρβλ. ΣτΕ 2250/1985 Ολομ., 2080/1987 Ολομ., 2085/2012, 3886/2009 7μ, 1238/2008, 1650/2003). Επομένως, πράξεις εκδοθείσες κατ’ επίκληση των άρθρων 5, 8, 63Ε και 68 του ν. 3601/2007, οι οποίες παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στα εξουσιοδοτημένα όργανά της –όπως είναι εν προκειμένω η Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (βλ. Πράξη 1/20.12.2012 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, Β΄ 3410) και η Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης (βλ. Πράξη 6/8.1.2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, Β΄ 13)– αρμοδιότητες συνδεόμενες με την άσκηση δημόσιας εξουσίας για την προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η δικαστική αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων γεννά ακυρωτική διαφορά (πρβλ. ΣτΕ 2250/1985 Ολομ., 337/2013, 2085/2012, 2510/2011 7μ., 3886/2009 7μ., 4273/1996 7μ.). Εξάλλου, ο ν. 3601/2007 διαλαμβάνει ρητώς στο άρθρο 9 αυτού ότι οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του νόμου αυτού υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη με την πρώτη αίτηση (Ε΄ 6436/2012) πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία απορρίφθηκε, στο πλαίσιο άσκησης της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, το ως άνω αίτημα των αιτούντων για τη χορήγηση σε αυτούς της έκθεσης περί βιωσιμότητας του Τ.Τ. και των λοιπών σχετικών στοιχείων, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1590/2012, 3308/2007, 841/1997, 3943/1995, 1400/1992 7μ.).
434/2019 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΔΔΔ 2019/282)
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Σε αυτό έχει απονεμηθεί και η αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί για την “τηρητέα πορεία επί δικαστικών αποφάσεων” την “τηρητέα πορεία” και “τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων από το Δημόσιο”. Οι οικείοι σχηματισμοί του ΝΣΚ εκφράζουν τη γνώμη τους για τον δικονομικό χειρισμό συγκεκριμένης υποθέσεως ή τη δικονομική στάση που πρέπει να τηρήσει το Ελληνικό Δημόσιο σε ήδη εκκρεμή διαφορά. Τα εκδιδόμενα πρακτικά δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, παραδεκτώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας. Η έγκριση των πρακτικών από τον Υπουργό Οικονομικών δεν προσδίδει στη γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
Αριθμός 434/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του υποβαλόντος παραίτηση Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Τ. Κόμβου, Σ. Βιτάλη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Β. Πλαπούτα, Μ. Σωτηροπούλου, Π. Τσούκας, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Ι. Σπερελάκης, Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλοι, Κ. Μαρίνου, Μ.-Α. Τσακάλη, Χ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α.-Μ. Παπαδημητρίου και Μ. Σωτηροπούλου, καθώς και ο Πάρεδρος Χ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 4ης Δεκεμβρίου 2015 αίτηση:
του Δήμου ……… Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δήμο Νικόπουλο (Α.Μ. …… Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με απόφαση του Δημάρχου και της Οικονομικής Επιτροπής του,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Καραγεώργο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 2ας Δεκεμβρίου 2016 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί το υπ’ αριθμ. 3736/23.9.2015 – 56η Συνεδρίαση πρακτικό του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Σπ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά τον νόμο (άρθρο 276 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο ν. 3463/2006 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, Α΄ 114), καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του υπ’ αριθμό 3736 πρακτικού της 56ης συνεδριάσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2015 του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο εγκρίθηκε στις 29.9.2015 από τον Υπουργό Οικονομικών και με το οποίο το ως άνω Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε επί του θέματος “Τηρητέα πορεία επί των δικών που άνοιξαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την άσκηση από τον Δήμο ………… Χαλκιδικής των υπ’ αριθμ. κατ. ……/2015, ……/2015 και ……/2015 ανακοινώσεων δίκης – προσεπικλήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ………, ως αναγκαίων ομοδίκων, καθώς και της από 4-5-10 προσφυγής του για την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 15/1148/2010 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής”.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 100Α του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) «[…] ανήκουν ιδίως η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό». Ο ν. 3086/2002 «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των λειτουργών και των υπαλλήλων του» (Α΄ 324) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) αποτελεί ενιαία, ανώτατη Αρχή του Κράτους και υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, στο άρθρο 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του ν. 4110/2013, Α΄ 17), ότι «1. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ανήκει η νομική υποστήριξη του Κράτους. Στην υποστήριξη αυτή περιλαμβάνονται, ιδίως: α) η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου, β) …, γ) η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, δ) ο δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός του Δημοσίου, …», στο άρθρο 5 παρ. 1 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 4170/2013, Α΄ 163), ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ως συλλογικό όργανο, λειτουργεί σε Ολομέλεια (πλήρη και τακτική), Τμήματα και Τριμελείς Επιτροπές, στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 175 παρ. 2 του ν. 4261/2014, Α΄ 107), ότι «Οι Τριμελείς Επιτροπές γνωμοδοτούν: α) Για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ή αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων από το Δημόσιο, την παραίτηση από αγωγές ή άλλα ένδικα βοηθήματα, που ασκήθηκαν από αυτό, την αποδοχή αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν κατά του Δημοσίου, εφόσον η υπόθεση υπάγεται γενικά στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου …», στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, ότι «Τα Τμήματα γνωμοδοτούν: α) Σε υποθέσεις που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των Επιτροπών ή παραπέμπονται σ’ αυτά από Επιτροπή λόγω της σπουδαιότητάς τους. …», στο άρθρο 7 παρ. 2 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 175 του ν. 4261/2014), ότι «[…] Οι γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων υπογράφονται από εκείνον που προεδρεύει και τον εισηγητή της υπόθεσης. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, των μεν Τριμελών Επιτροπών υπογράφονται από αυτούς που μετέχουν, της δε Ολομέλειας και των Τμημάτων από εκείνον που προεδρεύει και τον εισηγητή της υπόθεσης.», στο άρθρο 7 παρ. 3, ότι “Οι γνωμοδοτήσεις σε ερωτήματα και τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις των Επιτροπών, των Τμημάτων και της Ολομέλειας εκδίδονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών, που έχουν ψήφο … . Οι γνωμοδοτήσεις και τα πρακτικά περιέχουν και τη γνώμη της μειοψηφίας με την αιτιολογία της. …”, στο άρθρο 7 παρ. 5 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 του ν. 4170/2013), ότι «Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές, εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών. … Με την εγκριτική απόφαση επιτρέπεται η τροποποίηση των πρακτικών μόνο προς όφελος του Δημοσίου. …» και, στο άρθρο 7 παρ. 6, (παράγραφος προστεθείσα με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013), ότι «Τα πρακτικά, πριν από την έγκρισή τους, δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, ούτε χορηγείται αντίγραφο αυτών. Μετά από την έγκρισή τους δεν υπόκεινται σε έλεγχο … Η Διοίκηση συμμορφώνεται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωση προς αυτά και την εκτέλεσή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274). …». Τέλος, στο άρθρο 62 του ν. 3086/2002 ορίζεται ότι «Από τη θέση σε ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη ή που ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο θέματα που ρυθμίζονται με το νόμο αυτόν». Εξ άλλου, με το άρθρο 19 παρ. 25 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43) ορίζονται τα εξής: «Όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας προβλέπεται εντολή ή έγκριση ή ειδική πληρεξουσιότητα του εκπροσωπούντος το Δημόσιο κατά περίπτωση οργάνου ή του οργάνου που διοικεί ή εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, για την άσκηση αντίστοιχα αγωγής, προσφυγής, έγκλησης, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος και γενικά οποιασδήποτε διαδικαστικής ενέργειας, η έλλειψη της παρέχουσας την εντολή ή την έγκριση ή την πληρεξουσιότητα σχετικής απόφασης, δεν επηρεάζει το κύρος όποιων πράξεων από τις παραπάνω γίνονται χωρίς αυτήν ή έγιναν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και δεν έχει εκδοθεί επ’ αυτών αμετάκλητη δικαστική απόφαση.».
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν διαγωνισμών που διενήργησε ο Δήμος ……… Ν. Χαλκιδικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 716/1977, υπογράφηκαν οι ακόλουθες τρεις συμβάσεις μελετών: α) η από 9.6.1999 σύμβαση μεταξύ του ανωτέρω δήμου και του ……. για την εκπόνηση μελέτης κτηματογράφησης – πολεοδόμησης – πράξης εφαρμογής του Δ.Δ. ………, β) η από 25.4.2000 σύμβαση μεταξύ του ίδιου δήμου και της εταιρείας ……… για την εκπόνηση μελέτης κτηματογράφησης – πολεοδόμησης – πράξης εφαρμογής του Δ.Δ. (οικισμού) …… και γ) η από 25.5.2001 σύμβαση μεταξύ του ίδιου δήμου και της ίδιας ως άνω εταιρείας για την εκπόνηση μελέτης κτηματογράφησης των οικισμών …….., ………, …….. – πολεοδόμησης των οικισμών ………, ……… και πράξης εφαρμογής των οικισμών ………, ………. . Ακολούθως υπογράφηκαν, αντιστοίχως προς τις ανωτέρω υπό στοιχεία α΄ και β΄ συμβάσεις, δύο συμπληρωματικές συμβάσεις μεταξύ του Δήμου ……… και των αναδόχων των αρχικών συμβάσεων. Κατόπιν της Ε (2009) 0314/29.1.2009 (παράβαση 2008/4765) Προειδοποιητικής Επιστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκδόθηκε η Ε (2009) 8851/20.11.2009 Αιτιολογημένη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη σύναψη των τριών ως άνω συμβάσεων μελετών κτηματογράφησης και πολεοδομικού σχεδιασμού των Δήμων ………, ……… και ……… Ν. Θεσσαλονίκης και τη σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων / ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών κατ’ επέκταση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου και χωρίς προηγούμενη δημοσίευση Προκήρυξης, κατά παράβαση των Οδηγιών 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ, του Δήμου ……… Ν. Χαλκιδικής, καθώς και όμοιων συμβάσεων των Δήμων ………, ……… και ………… Ν. Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε η έκδοση εγγράφων των ελληνικών διοικητικών αρχών σχετικά με τη συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την ανωτέρω Αιτιολογημένη Γνώμη. Στη συνέχεια, ο Δήμος ………, με το ………/4.3.2010 έγγραφό του προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Ν.Α. Χαλκιδικής, ως Διευθύνουσα Υπηρεσία των μελετών, ζήτησε την ανάκληση των αναφερόμενων στο εν λόγω έγγραφο από 21.4.2000 (καθορισμός συμβατικής αμοιβής), 28.2.2001 (επανακαθορισμός συμβατικής αμοιβής), 16.3.2001 (καθορισμός συμβατικής αμοιβής), 10.4.2003 (1ος συγκριτικός πίνακας) και 10.4.2003 (καθορισμός συμβατικής αμοιβής) πράξεων της ανωτέρω Υπηρεσίας. Στο αίτημα αυτό δόθηκε αρνητική απάντηση με την 15/1148/5.3.2010 πράξη, υπογραφόμενη με εντολή Νομάρχη από την Προϊσταμένη της εν λόγω Διεύθυνσης Πολεοδομίας, με την αιτιολογία ότι οι ανωτέρω διοικητικές πράξεις είναι σύννομες, σύμφωνα με το ισχύον κατά τον χρόνο έκδοσής τους εθνικό δίκαιο και δεν δύνανται να ανακληθούν. Με την από 4.5.2010 αίτηση του Δήμου ……… η εν λόγω πράξη προσβλήθηκε επί ακυρώσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ως πράξη, με την οποία εκδηλώθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος Δήμου, άρνηση επιβεβλημένης συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την προαναφερθείσα Αιτιολογημένη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με την 776/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αίτηση αυτή, η οποία κρίθηκε ότι έχει τον χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, παραπέμφθηκε ως προσφυγή ουσίας προς εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο κλήτευσε το Ελληνικό Δημόσιο στη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος αυτού. Εν τω μεταξύ, με την 219/10.6.2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ………… αποφασίσθηκε, σε συμμόρφωση προς την ως άνω Αιτιολογημένη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οριστική διακοπή της εκτέλεσης των τριών συμβάσεων και ανακλήθηκαν οι αποφάσεις του με τις οποίες είχαν εγκριθεί οι αμοιβές των μελετητών. Ακολούθησε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27.10.2011 (υπόθεση C 601/10) επί προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία κρίθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογράφησης και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι ………, ………, ……… και ………, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Περαιτέρω, κατά του Δήμου ………… ασκήθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης α) η ……/30.12.2011 αγωγή του εν λόγω Δ. Μ., με αίτημα την καταβολή ποσού 217.754,17 ευρώ ως οφειλόμενου βάσει του 4ου λογαριασμού της από 9.6.1999 σύμβασης μελέτης, άλλως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς ποσού 343.085,85 ευρώ ως αποζημίωσης λόγω της λύσης της ως άνω σύμβασης, β) η ……../30.12.2011 αγωγή της εταιρείας “…………” με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης ποσού 189.123,27 ευρώ, λόγω της λύσης της από 25.4.2000 σύμβασης μελέτης και γ) η ……./30.12.2011 αγωγή της αυτής εταιρείας με αίτημα την καταβολή ποσού 329.270,31 ευρώ ως οφειλόμενου βάσει του 5ου λογαριασμού της από 25.5.2001 σύμβασης μελέτης, άλλως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και ποσού 174.487,73 ευρώ, ως αποζημίωσης για τη λύση της ως άνω σύμβασης. Στις ανοιγείσες με την άσκηση των αγωγών δίκες, ο Δήμος ……… άσκησε τις ………/2015, ………/2015 και ………/2015 ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις αναγκαστικών ομοδίκων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου ……… . Με το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση πρακτικό, το Α΄ Τμήμα του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε, ομόφωνα, υπέρ της αρνήσεως του Ελληνικού Δημοσίου να αποδεχθεί τις ως άνω ανακοινώσεις δίκης – προσεπικλήσεις για παρέμβαση στις οικείες δίκες, με την αιτιολογία ότι ουδεμία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις του άρθρου 116 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ του προσεπικαλούντος Δήμου ………… και του Ελληνικού Δημοσίου συνέτρεχε επί των ανωτέρω αγωγών για την συμμετοχή του τελευταίου στις σχετικές δίκες. Περαιτέρω, με το ίδιο πρακτικό, το Β΄ Τμήμα του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε, ομόφωνα, να μην ασκηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο παρέμβαση υπέρ του Δήμου ……… στις τρεις αυτές δίκες ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι κατ’ ουδένα τρόπο μπορούσαν να επηρεαστούν από τα αποτελέσματα των δικών αυτών οι ουσιαστικές έννομες σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον τούτο δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις συμβάσεις μελετών τις οποίες αφορούσαν οι εν λόγω δίκες. Τέλος, με το ίδιο πρακτικό, το ως άνω Τμήμα του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε, κατά πλειοψηφία, υπέρ της μη ασκήσεως παρεμβάσεως στη δίκη επί της από 4.5.2010 προσφυγής του Δήμου Κασσάνδρας για την ακύρωση της 15/1148/2010 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής ελλείψει εννόμου συμφέροντος με την εξής αιτιολογία: Ενδεχόμενη απορριπτική απόφαση στη δίκη επί της προσφυγής με αντικείμενο την νομιμότητα της άρνησης της διοικητικής αυτής αρχής, ως Διευθύνουσας Υπηρεσίας των ένδικων συμβάσεων, να ανακαλέσει, σε συμμόρφωση προς την από 27.10.2011 απόφαση του Δ.Ε.Ε., τις από 21.4.2000, 28.2.2001, 16.3.2001 και 10.4.2003 πράξεις της περί καθορισμού της συμβατικής αμοιβής και, ακολούθως, να εκκαθαρίσει το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών κατά το μέρος που ανατέθηκαν συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογράφησης και πολεοδομικού σχεδιασμού στα πλαίσια των αρχικών συμβάσεων, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος Β, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992, πέραν του ότι δεν θα προσέβαλλε άμεσα δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου, ούτε θα δημιουργούσε σε βάρος του νομική υποχρέωση, θα εδραίωνε μεν διοικητική δράση που μπορούσε να κριθεί ως εξακολούθηση μη συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ και να οδηγήσει στην καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στην καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού ή/και χρηματικής ποινής κατ’ εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 260 της Σ.Λ.Ε.Ε., οι αντανακλαστικές όμως αυτές συνέπειες της απορριπτικής απόφασης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου συνιστούσαν ενδεχόμενη συνέπεια που μπορούσε να επέλθει στο μέλλον, εφόσον προϋπέθετε προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Δ.Ε.Ε. και απόφαση του τελευταίου που θα έκρινε ότι η πιο πάνω διοικητική δράση συνιστά εξακολούθηση παραβίασης εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας της από 27.10.2011 απόφασης του στην υπόθεση C-610/10. Το πρακτικό αυτό του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εγκρίθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών με την από 29.9.2015 επισημειωματική πράξη του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα οποία διαβιβάσθηκαν στο Δικαστήριο με το ………/8.5.2017 έγγραφο απόψεων της Διεύθυνσης Διοίκησης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, επί των ως άνω ……/30.12.2011, ………/30.12.2011 και ………/30.12.2011 αγωγών εκδόθηκαν οι ……, …… και ………/2016, αντιστοίχως, αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες απορρίφθηκαν, ως απαράδεκτες, τόσο οι ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις του Δήμου ………… (ο οποίος ασκεί και την κρινόμενη αίτηση), όσο και οι προσεπικλήσεις προς αναγκαστική παρέμβαση που άσκησε ο εναγόμενος στις δίκες αυτές Δήμος Κασσάνδρας κατά του Δήμου ………… (ως διοικητικής αρχής διάδοχης εν προκειμένω της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Ν.Α. Χαλκιδικής) και του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετεί έννομο συμφέρον προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης το ενδιαφέρον που προβάλλει ο παρεμβαίνων Δήμος ……… για την έκβαση των κρινόμενων αγωγών επικαλούμενος αφενός τα κοινά νομικά ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει και ο ίδιος επί διαφορών που έχει με τους αυτούς ενάγοντες από παρόμοιες, κριθείσες επίσης με την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Ε.Ε. ως αντίθετες προς το ενωσιακό δίκαιο, διοικητικές συμβάσεις και αφετέρου την υποχρέωση συμμόρφωσης όλων των εμπλεκομένων Δήμων προς τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Δ.Ε.Ε.. Επίσης, κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο, μη έχοντας καμία υποχρέωση από τις επίμαχες συμβάσεις ή το νόμο προς εκπλήρωση των ένδικων υποχρεώσεων, δεν δύναται να έχει την ιδιότητα του διαδίκου – εναγομένου στις δίκες αυτές και, ως εκ τούτου, δεν ομοδικεί αναγκαίως με τον εναγόμενο Δήμο Κασσάνδρας. Εξ άλλου, με τις αποφάσεις αυτές απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν οι ασκηθείσες αγωγές ως αβάσιμες. Τέλος, στη δίκη που ανοίχθηκε με την από 4.5.2010 προσφυγή του Δήμου ………. για την ακύρωση της 15/1148/2010 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε τελικώς την από 18.11.2016 (με αριθμό καταχώρισης στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης ……./22.11.2016) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Δήμου Κασσάνδρας. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε ήδη η 1438/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία, γενομένης δεκτής και της πρόσθετης παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου, ακυρώθηκε η 15/1148/5.3.2010 πράξη της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής και υποχρεώθηκε ο Δήμος ……… να ανακαλέσει τις πράξεις που αναφέρονται στο ……/4.3.2010 έγγραφο του Δήμου ……….. προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Ν.Α. Χαλκιδικής.
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών Δήμος ……… ισχυρίζεται ότι αυτός, ως καθολικός διάδοχος των πρώην Δήμων ………., ……… και ………, ο Δήμος ………… (καθολικός διάδοχος του πρώην Δήμου ………) και ο Δήμος ………, οι οποίοι, ως αντισυμβαλλόμενοι των ίδιων αναδόχων σε δημόσιες συμβάσεις μελετών (αρχικές και συμπληρωματικές), εμπλέκονται σε όμοιες παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, κατά τα ήδη κριθέντα με την προαναφερθείσα από 27.10.2011 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, έχουν κοινό έννομο συμφέρον μετά του Ελληνικού Δημοσίου να υπερασπίσουν αφενός τα οικονομικά συμφέροντα των Δήμων και αφετέρου το δημόσιο συμφέρον, συμμετέχοντας, ως ομόδικοι, στις δίκες που ανοίχθηκαν ή πρόκειται να ανοιχθούν, στο πλαίσιο της κατά τα άρθρα 258 και 260 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ως άνω 2008/4765Ε(2009)8851/20.11.2009 Αιτιολογημένη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την από 27.11.2011 απόφαση του Δ.Ε.Ε. και την 2008/476C(2013)/3221final/10.7.2014 Προειδοποιητική Επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελληνική Δημοκρατία. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει ήδη ασκήσει πρόσθετες παρεμβάσεις σε άλλες δίκες, προς απόρριψη αξιώσεων που εγείρονται σε βάρος των εν λόγω Δήμων από τους αναδόχους των επίμαχων συμβάσεων προς αποφυγή βλαπτικών για το Ελληνικό Δημόσιο συνεπειών που απορρέουν από δικαστικές κρίσεις και πράξεις αντίθετες με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες και δύνανται να ενεργοποιήσουν τον κυρωτικό μηχανισμό της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 της Σ.Λ.Ε.Ε. δια της επιβολής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου προστίμων και ότι η “αδόκητη μεταβολή της δικαστικής στάσης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”, όπως αυτή εκφράσθηκε με το προσβαλλόμενο πρακτικό, θέτει σε κίνδυνο οικονομικά προεχόντως συμφέροντα του Δήμου ,…………, αρρήκτως συνδεόμενα με ήδη ασκηθείσες, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του αιτούντος Δήμου σε δίκες επί αγωγών των αναδόχων των επίμαχων συμπληρωματικών συμβάσεων κατά των πρώην Δήμων …………, ………… και …………, των οποίων καθολικός διάδοχος είναι ο αιτών Δήμος. Προβάλλει δε ότι η δικονομική αυτή στάση του Ελληνικού Δημοσίου αντίκειται στην κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 260 παρ. 1 και 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 και του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β΄ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας να λάβει μέτρα συμμορφώσεως προς στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου.
6. Επειδή, κατά τις παρατεθείσες στην σκέψη 3 διατάξεις, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει ως βασική αποστολή την δικαστική υπεράσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Κράτους και την νομική υποστήριξή του, όντας ο νομικός παραστάτης του. Στο πλαίσιο της αποστολής αυτής έχει απονεμηθεί διαχρονικώς στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, μεταξύ άλλων, η αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί για την “τηρητέα πορεία επί δικαστικών αποφάσεων” (άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ΄ του β.δ/τος 6/1961) ή την “τηρητέα πορεία” (άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 του π.δ/τος 282/1996) και, ήδη, “τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων από το Δημόσιο” (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α του ν. 3086/2002). Η σχετική αρμοδιότητα εντάσσεται στην προδικασία ασκήσεως εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου διαδικαστικών πράξεων προς διάπλαση της έννομης σχέσεως της δίκης είτε κατά τρόπο άμεσο (όπως η άσκηση αγωγής) είτε κατά τρόπο έμμεσο κατόπιν παρεμβολής άλλης διαδικαστικής πράξεως εκ μέρους διαδίκου προς το δικαστήριο που δικάζει. Κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητας, οι οικείοι σχηματισμοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, εκφράζουν, με βάση τις αρχές της νομικής επιστήμης, την γνώμη τους για τον δικονομικό χειρισμό συγκεκριμένης υποθέσεως (και όχι εισέτι διαφοράς) ή την δικονομική στάση που πρέπει να τηρήσει το Ελληνικό Δημόσιο σε ήδη εκκρεμή διαφορά. Με το περιεχόμενο αυτό, τα εκδιδόμενα κατ’ ενάσκηση της ρηθείσας αρμοδιότητας πρακτικά των οικείων σχηματισμών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, παραδεκτώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας, διότι συνιστούν προπαρασκευαστικές ενέργειες του Ελληνικού Δημοσίου εν όψει δικαστικής διενέξεως και δεν μεταβάλλουν την έννομη σχέση ή κατάσταση που συνιστά το αντικείμενο της διενέξεως. Η σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών (ή του αρμοδίου επί ακυρωτικών υποθέσεων Υπουργού ή, για τις υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο μέχρι 60.000 ευρώ, του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) στην σχετική διαδικασία, ο οποίος δύναται να τροποποιήσει το περιεχόμενο των πρακτικών γνωμοδοτήσεων μόνο προς όφελος του Δημοσίου, είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια και να παρέχεται η δυνατότητα εκτιμήσεως, αφ’ ενός, της σκοπιμότητας της ασκήσεως ή μη ενδίκων βοηθημάτων, προς αποφυγή διεξαγωγής ανώφελων δικών εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και, αφ’ ετέρου, της σοβαρότητας των τυχόν συνεπειών τις οποίες ενδέχεται να έχει για τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους η ενέργεια αυτή. Η έγκριση αυτή από τον Υπουργό Οικονομικών των σχετικών πρακτικών γνωμοδοτήσεως δεν προσδίδει, καθ’ εαυτήν, στην γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα, διότι η δεσμευτικότητα της εγκρίσεως περιορίζεται, κατά την ρητή πρόβλεψη του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 3086/2002, σε εσωτερικά ζητήματα και σχέσεις του Δημοσίου, ειδικότερα δε στα όργανα της Διοικήσεως και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους προς τα γενόμενα δεκτά από τον Υπουργό Οικονομικών (ή τον αρμόδιο για τις ακυρωτικές υποθέσεις Υπουργό ή τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.) υπέχουν πειθαρχικές ευθύνες, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 39 επ. του π.δ/τος 238/2003, λόγω μη τηρήσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως των απορρεουσών από τα άρθρα 6 και 22 του ν. 3086/2002 υποχρεώσεών τους. Διαφορετική δε ερμηνεία δεν μπορεί να στηριχθεί, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αιτών, στις διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 3 του ν. 4170/2013, με τις οποίες προβλέφθηκε η ίδρυση εκτελεστών τίτλων από τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων του Ν.Σ.Κ. μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών. Τούτο, διότι η κατά την διαδικασία της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 μη άσκηση αγωγής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή η μη άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, τα αποτελέσματα της κατά την ίδια παράγραφο συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς ή αναγνωρίσεως απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή αποδοχής αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου (πρβλ ΣτΕ 2131/2016 επταμ.). Εν όψει τούτων, το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση πρακτικό γνωμοδοτήσεως του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου ………, των Συμβούλων, ………, ……., ……………, ………… και των Παρέδρων ……… και …………, ανεξαρτήτως του εκτελεστού ή μη, εν γένει, χαρακτήρα των γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τον δικονομικό χειρισμό υποθέσεως ή για την τηρητέα από το Ελληνικό Δημόσιο στάση σε εκκρεμή δικαστική διαφορά, η κρινόμενη αίτηση είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αρνήσεως συμμετοχής του τελευταίου ως αναγκαίου ομοδίκου του εναχθέντος Δήμου ………… στις προαναφερθείσες τρεις δίκες ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, διότι, δεδομένης της προσεπικλήσεως του Ελληνικού Δημοσίου ως αναγκαίου ομοδίκου από τον Δήμο ………… και εν όψει των οριζομένων στα άρθρα 116-119 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η άρνηση αυτή ουδεμία συνέπεια προσβλητής επί ακυρώσει πράξεως μπορούσε να έχει για το ζήτημα της αναγκαστικής ομοδικίας, το οποίο, λόγω της προσεπικλήσεως αυτής, τέθηκε στην κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου και επί του οποίου, τελικώς, αποφάνθηκε το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με τις 1013, 1014 και 1015/2016 αποφάσεις του ούτε οποιαδήποτε ενέργεια δημοσίου οργάνου, στην οποία μπορεί τυχόν να αποδοθεί παράβαση της υποχρεώσεως συμμορφώσεως σε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αποκτά, εξ αυτού του λόγου, χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Κατά δε το μέρος, κατά το οποίο η κρινόμενη αίτηση στρέφεται κατά της αρνήσεως ασκήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο πρόσθετης παρεμβάσεως υπέρ του Δήμου Κασσάνδρας στην δίκη επί της προσφυγής του τελευταίου κατά της 15/1148/5.3.2010 πράξεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, η δίκη, εν πάση περιπτώσει, στερείται του αντικειμένου της καθ’ όσον το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε τελικώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Δήμου ………… η οποία, μάλιστα, έγινε δεκτή με την 1438/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος ………… ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 3086/2002 θεσπίζεται διαδικασία γνωμοδοτήσεων για υποθέσεις και ερωτήματα που φέρονται προς συζήτηση στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Τριμελών Επιτροπών του Ν.Σ.Κ. Οι γνωμοδοτήσεις δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, πριν από την αποδοχή τους με επισημειωματική πράξη από τον Πρόεδρο της Βουλής, τον αρμόδιο Υπουργό ή το Διοικητικό Συμβούλιο ΝΠΔΔ ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο αυτού ή Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Μετά την αποδοχή τους οι γνωμοδοτήσεις αποτελούν πράξεις, που είναι υποχρεωτικές για τη Διοίκηση ή το Νομικό Πρόσωπο ή την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή (άρθρο 7 παρ. 4). Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές, ανεξαρτήτως ποσού, εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 7 παρ. 5). Η Διοίκηση συμμορφώνεται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωσή τους προς αυτά και την εκτέλεσή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (άρθρο 7 παρ. 6). Εν όψει των ανωτέρω, η επισημειωματική πράξη του αρμοδίου οργάνου περί αποδοχής των ως άνω γνωμοδοτήσεων συνιστά κυριαρχική πράξη διοικητικής αρχής που ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση με εξωτερικές έννομες συνέπειες και άμεση νομική ισχύ, δηλαδή αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη κατ’ άρθρο 45 παρ. 1 του πρ.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8). Άλλωστε, όπου ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «διοικητική πράξη», όπως εν προκειμένω, (βλ. άρθρο 7 παρ. 4) εννοεί εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. και άρθρο 30 του Κ. Διοικ. Δ., ν. 2690/1999). Επομένως, η από 29.9.2015 επισημειωματική πράξη, με την οποία ο Υπουργός Οικονομικών ενέκρινε το υπ’ αριθμ. 3736/56/23.9.2015 πρακτικό γνωμοδοτήσεως του Α΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και, από την άποψη αυτή, παραδεκτώς ασκείται, κατά τη γνώμη αυτή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, ενώ, το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως θα κριθεί με βάση το άρθρο 32 παρ. του πρ. δ/τος 18/1989.
435/2019 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) Θέσεις ευθύνης στην δικαιοσύνη
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΔΔΔ 2019/285)
Ελεγκτικό Συνέδριο. Για την προαγωγή στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας απαιτείται προηγουμένως συναίνεση του επιλεγομένου δικαστικού λειτουργού. Ως συναίνεση θεωρείται και η μη ρητή εναντίωση του προταθέντος προς προαγωγή. Η παρ. 5 του άρθρου 90 στου Συντάγματος ερμηνεύεται σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Συντάγματος και του δικαίου της ΕΕ. Ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η συνδρομή της ανωτέρω προϋποθέσεως, δεν εμπίπτει στο απαράδεκτο της παρ. 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος και εξετάζεται κατ’ ουσίαν. Αντίθετη μειοψηφία. Εφόσον η αιτούσα εκλήθη σε ακρόαση ενώπιον της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πράξη εξεδόθη χωρίς την συναίνεσή της. Απαράδεκτα προσβάλλεται αυτοτελώς η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, διότι, ως προπαρασκευαστική πράξη, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Παραδεκτά προσβάλλεται το π.δ/γμα διορισμού της αιτούσας στην επίμαχη θέση. Η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από την αιτούσα, η οποία επικαλείται ηθική βλάβη, διότι τοποθετείται σε θέση με τετραετή θητεία, κάτι που συνεπάγεται την πρόωρη αποχώρησή της από την υπηρεσία. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ. Σημείωμα Απόστολος Παπακωνσταντίνου, ΔΕΕ 2019, 291.
Αριθμός 435/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Σάρπ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σ. Βιτάλη, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ν. Μαρκόπουλος, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Πλαπούτα και Ο. Παπαδοπούλου καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 20ής Δεκεμβρίου 2017 αίτηση:
της ……… του ………, κατοίκου ……… Αττικής (………), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Τσιρωνά (Α.Μ. ………), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Πρωθυπουργού, 2. Υπουργικού Συμβουλίου και 3. Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15ης Ιανουαρίου 2018 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρα 14 παρ. 2, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) το από 13.11.2017 Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ Γ΄ 1142/14.11.2017) και 2) η υπ’ αριθ. 22/10.11.2017 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την αντιπρόσωπο των καθ΄ ών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους της συνθέσεως -και ήδη Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας- …………., στην διάσκεψη μετέχει, ως τακτικό μέλος, κατά το άρθρο 26 του ν. 3719/2008 (φ. 241 τ. Α΄), η Σύμβουλος της Επικρατείας …………, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή με την κρινομένη αίτηση, για την οποία κατεβλήθη το κατά νόμον παράβολο (ειδικά δελτία υπ΄ αριθμ. ………, ……… έτους 2017), ζητείται η ακύρωση: α) του από 13-11-2017 πδ/τος (φ. 1142 τ. Γ΄/14-11-2017), με το οποίο η αιτούσα διορίσθηκε στην θέση Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και β) της 22/10-11-2017 αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία η αιτούσα επελέγη για την πλήρωση της ως άνω θέσεως (Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
3. Επειδή η 22/10-11-2017 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ως προπαρασκευαστική πράξη της οικείας διαδικασίας, που τελειούται με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος, στερείται εκτελεστού χαρακτήρος και, συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς με την κρινομένη αίτηση, η οποία, επομένως, πρέπει να θεωρηθή ότι ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά του ως άνω από 13-11-2007 προεδρικού διατάγματος (πρβλ. ΣτΕ 1793/2011).
4. Επειδή η κρινομένη αίτηση, στρεφομένη κατά πράξεως, αφορώσης στην υπηρεσιακή της κατάσταση, ασκείται κατά τα λοιπά εν γένει παραδεκτώς και με έννομο συμφέρον από την αιτούσα, η οποία επικαλείται, μεταξύ άλλων, ηθική βλάβη από την προσβαλλομένη πράξη, με την οποία αυτή τοποθετείται σε θέση για την οποία προβλέπεται τετραετής θητεία, κάτι που, όπως προβάλλεται, συνεπάγεται την πρόωρη -πριν την συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της- αποχώρησή της από την υπηρεσία της ως δικαστού. Μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος ……… και ο Σύμβουλος Επικρατείας ………, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: η προσβαλλόμενη πράξη (προαγωγή στη θέση Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου) είναι ευνοϊκή για την αιτούσα και, συνεπώς, η αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει. Και επικαλείται μεν η αιτούσα προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνεπάγεται δυσμενείς γι αυτήν οικονομικής και συνταξιοδοτικής φύσης συνέπειες λόγω της πρόωρης αποχώρησής της από την υπηρεσία σε ηλικία 61 ετών, η βλάβη όμως αυτή, πέραν του ότι είναι μελλοντική και αβέβαιη, δεν επέρχεται από την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά αποκλειστικώς από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος με τη θέσπιση της θητείας τεσσάρων ετών στις θέσεις των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, πρωτίστως διότι ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον.
5. Επειδή στο άρθρο 87 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 3. … ». Στο δε άρθρο 88 του Συντάγματος, όπως η παρ. 6 αυτού ισχύει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6-4- 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (φ. 85 τ. Α΄/18-04-2001), ορίζεται: «1. Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι. 2. … 4. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνεται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93. 5. Οι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Ιουνίου του έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού. 6. Μετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η μετάταξη μεταξύ παρέδρων σε πρωτοδικεία και παρέδρων σε εισαγγελίες, ύστερα από αίτηση των μετατασσομένων, όπως νόμος ορίζει. 7. …». Εξ άλλου στο άρθρο 90 του Συντάγματος, όπως οι παρ. 1-5 αυτού ισχύουν μετά την αναθεώρησή τους με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται: « 1. … 5. Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. … Η προαγωγή στη θέση του γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργείται με όμοιο διάταγμα με επιλογή μεταξύ των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας, όπως νόμος ορίζει. … Η θητεία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ακόμη και αν ο δικαστικός λειτουργός που κατέχει την θέση δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας. Ο τυχόν υπολειπόμενος μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας χρόνος λογίζεται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, όπως νόμος ορίζει. 6. Οι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.». Περαιτέρω, στο άρθρο 98 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται: «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει. γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. Η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζει ο νόμος. ε. Η σύνταξη και η υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή για τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους κατά το άρθρο 79 παράγραφος 7. στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει. … 3. …».
6. Επειδή εξ άλλου, στα άρθρα 32Α-32Δ του Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄135), τα οποία προσετέθησαν με το άρθρο 112 παρ. 9 του ν. 4055/2012 (φ. 51 τ. Α΄) και ισχύουν από 12-03- 2012 (βλ. άρθρο 28 παρ. 2 ν. 4058/2012 – φ. 63 τ. Α΄), ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 32 Α Ανεξάρτητη δικαστική αρχή. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ανεξάρτητη δικαστική αρχή, η οποία δρα ενιαία και αδιαίρετα. Άρθρο 32 Β Διάρθρωση της Γενικής Επιτροπείας. 1. Επικεφαλής της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως γενικός δημοσιονομικός εισαγγελέας είναι ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελείται από: α) τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, β) Τον Επίτροπο Επικρατείας, γ) Τρείς (3) Αντεπιτρόπους Επικρατείας, δ) Δύο (2) Παρέδρους, ε) Οκτώ (8) Εισηγητές. 3. … Άρθρο 32 Γ Αρμοδιότητες. 1. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας με την επιφύλαξη των διατάξεων του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου: Α. Ασκεί εποπτεία, με την έννοια ότι μπορεί να λαμβάνει γνώση, να παρακολουθεί την πορεία και να δίνει οδηγίες: α) στους Οικονομικούς Επιθεωρητές του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι οικονομικοί επιθεωρητές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κάθε βαθμού, αναφορικά με υποθέσεις διαχείρισης δημοσίου χρήματος, β) στους Επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης αναφορικά με υποθέσεις ελέγχου περιουσιακής κατάστασης δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών. Β. Ασκεί αιτήσεις, για τις οποίες καθιδρύεται δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταλογισμού εις βάρος των υπαλλήλων εν γένει, που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 3213/2003 (Α΄309), όπως ισχύει, με χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το περιουσιακό όφελος που απέκτησε ο ίδιος, η σύζυγος ή ανήλικο τέκνο του, εφόσον η απόκτηση του οφέλους αυτού δεν δικαιολογείται. Γ. Θέτει στο αρχείο αναφορές, αιτήσεις ή καταγγελίες για τις οποίες κρίνει ότι είναι απαράδεκτες ή νόμω ή ουσία αβάσιμες. 2. … 32 Δ Διεθνής συνεργασία. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας δύναται να συνεργάζεται με ευρωπαϊκές και διεθνείς υπηρεσίες για την καταπολέμηση της διαφθοράς.». Ακολούθως, με τον ν. 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (φ. 52 τ. Α΄) προεβλέφθησαν τα εξής: «Άρθρο 2 Οργανικές θέσεις 1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από: α) τον Πρόεδρο β) οκτώ (8) Αντιπροέδρους γ) τριάντα (30) Συμβούλους δ) σαράντα τέσσερις (44) Παρέδρους και ε) σαράντα πέντε (45) Εισηγητές ? δόκιμους Εισηγητές. 2. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπηρετούν επίσης ένας (1) Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ένας (1) Επίτροπος της Επικρατείας με βαθμό Αντιπροέδρου Ελεγκτικού Συνεδρίου και τρεις (3) Αντεπίτροποι της Επικρατείας. Άρθρο 3 Δικαστικοί Σχηματισμοί Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από διατάξεις του παρόντος ή από διατάγματα που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, ασκούνται από την Ολομέλεια, τα Τμήματα και τα Κλιμάκια. Άρθρο 4 … . Άρθρο 16 Καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, Επιτρόπου της Επικρατείας και Αντεπιτρόπων 1. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: α) παρίσταται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων και διατυπώνει τη γνώμη του σε κάθε υπόθεση που συζητείται. Μπορεί επίσης να διατυπώνει τη γνώμη του για τις υποθέσεις που συζητούνται στα Κλιμάκια, β) ασκεί τα ένδικα μέσα των άρθρων 35 παρ. 5, 36 παρ. 5, 37 παρ. 1 και 9, 48, 80, 82, 83, 86, 88 και 89 και έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση όλων των αναγκαίων για το σκοπό αυτόν στοιχείων, γ) εισάγει στην Ολομέλεια ζητήματα για τα οποία ζητείται η συγκατάθεση, η γνώμη ή η απόφαση αυτής και ανακοινώνει το αποτέλεσμα στις αρμόδιες αρχές, δ) παρακολουθεί τις εργασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρει γι’ αυτές στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) διαβιβάζει στις αρμόδιες υπηρεσίες ευχές ή γνώμες της Ολομέλειας, στ) εποπτεύει το προσωπικό που ανήκει στην υπηρεσία του, ζ) ασκεί τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί με άλλους νόμους, η) μπορεί να παραγγείλει την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να ασκεί την πειθαρχική δικαιοδοσία στους υπαλλήλους της υπηρεσίας του, σύμφωνα με τα άρθρα 104 παρ. 5 και 106 παρ. 1 του ν. 2812/2000. 2. Ο Γενικός Επίτροπος, ο Επίτροπος και οι Αντεπίτροποι Επικρατείας, όταν κωλύονται ή ελλείπουν, αναπληρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 32Γ παρ. 2, 3 εδάφιο Α και 4 εδάφιο Α του ν. 1756/1988 (Α΄ 35). Επίσης σε περίπτωση κωλύματος ή έλλειψης του Γενικού Επιτρόπου, του Επιτρόπου και των Αντεπιτρόπων Επικρατείας δύναται να τους αναπληρώνει και Σύμβουλος κατά σειρά αρχαιότητας. Τον Γενικό Επίτροπο, τον Επίτροπο και τους Αντεπιτρόπους Επικρατείας επικουρούν στο έργο τους δύο Πάρεδροι και οκτώ Εισηγητές και Δόκιμοι Εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 32Γ παρ. 4 εδάφιο Γ και 5 εδάφιο Α του ως άνω νόμου. 3. Ο νεότερος Αντεπίτροπος είναι αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας, σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 1 του ν. 2812/2000. 4. …». Εξ άλλου, στην παρ. 3 του άρθρου 49 του εν λόγω Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως είχε τροποποιηθή με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 1868/1989 (φ. 230 τ. Α΄) και ακολούθως αντικατεστάθη με το άρθρο 1 του ν. 1841/2010 (φ. 55 τ. Α΄), ορίζεται: «3. α) Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιλέγει τους προαγόμενους μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα. Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων ζητείται από τον παραπάνω Υπουργό και δεν τον δεσμεύει κατά τη διατύπωση της εισήγησης του προς το Υπουργικό Συμβούλιο. β) Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο με εισήγηση του ως άνω Υπουργού προεπιλέγει έξι από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα κατά περίπτωση. Όταν ενεργούνται προαγωγές δικαστικών λειτουργών ταυτόχρονα για τις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να προεπιλέγονται οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί σε αριθμό όχι μεγαλύτερο των τριών. Στη συνέχεια, ο ίδιος Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μετά από ακρόαση των υποψηφίων, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, εκφράζει γνώμη προτείνοντας τρεις δικαστικούς λειτουργούς μεταξύ των έξι προεπιλεγέντων κατά περίπτωση. γ) Η διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται και για τις προαγωγές στις θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του ως άνω Υπουργού, προεπιλέγει, όταν η προς πλήρωση θέση είναι μία, έξι από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα. Για καθεμία επιπλέον θέση, ο αριθμός των προεπιλεγόμενων αυξάνεται κατά δύο. Στη συνέχεια, ο Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, εκφράζει, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον των τεσσάρων πέμπτων των μελών της, γνώμη προτείνοντας αριθμό δικαστικών λειτουργών ίσο προς το ήμισυ των προεπιλεγέντων. δ) Για την πλήρωση των θέσεων, οι οποίες πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο ως άνω Υπουργός κινεί τις διαδικασίες που ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής το αργότερο ως το τέλος Απριλίου. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί κάποια από τις παραπάνω θέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, η διαδικασία κινείται μέσα σε δύο μήνες από την κένωση της θέσης και η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στη λήξη της δίμηνης αυτής προθεσμίας. ε) Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής παρέχεται μέσα σε δύο μήνες από τότε που ζητήθηκε και αφορά πάντοτε αριθμό δικαστικών λειτουργών που δεν μπορεί να είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος του αριθμού που ορίζεται από τις διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου αυτής. Η διαδικασία για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς την παραπάνω γνώμη, αν για οποιονδήποτε λόγο παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία. Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων μπορεί να παραλειφθεί, αν δεν είναι δυνατή η σύγκληση της λόγω διάλυσης της Βουλής ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο.».
7. Επειδή, το κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως θεσπίζεται για τις αποφάσεις και πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις του αυτού άρθρου 90 του Συντάγματος. Κατά το μέρος δε που η ανωτέρω παράγραφος 6 αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, το απαράδεκτο αφορά τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5, όχι μόνον κατά την γραμματική της διατύπωση, αλλά -ενόψει του ότι αναθέτει την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και των γενικών επιτροπειών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των διοικητικών δικαστηρίων σε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας- και κατά την έννοιά της. Τούτο σημαίνει ότι η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 ερμηνεύεται όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις, όπως εκείνες του άρθρου 26 του Συντάγματος περί διακρίσεως των εξουσιών, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις (κατά το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος), του άρθρου 88 του Συντάγματος, που θεσπίζει την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών (παρ. 1) και προβλέπει την αποχώρησή τους από την υπηρεσία με την συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας αναλόγως με τον κατεχόμενο βαθμό (παρ. 5), και του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει, ως αναγκαία συνέπεια της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, προκειμένου τα δικαστήρια να επιτελούν πλήρως την αποστολή τους, δηλαδή να διασφαλίζουν το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη να έχει πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο, το οποίο (δικαίωμα) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαύουν βάσει του Συντάγματος. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 και 19 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [πρβλ. α) διάταξη της Αντιπροέδρου του ΔΕΕ της 19.10.2018 στην υπόθεση C-619/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας και διάταξη του Προέδρου του ΔΕΕ της 15.11.2018 στην ίδια υπόθεση και β) απόφαση του ΔΕΕ μείζονος συνθέσεως της 27.2.2018 στην υπόθεση C-64/16, Assosiacao Sindikal des Juizes Portugueses, σκέψεις 41-44], καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ μείζονος συνθέσεως Baka κατά Ουγγαρίας της 23.6.2016 και Denisov κατά Ουκρανίας της 25.9.2018, σκέψεις 68 έως 80]. Ερμηνευόμενη δε σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις, η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι για την προαγωγή στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου απαιτείται προηγουμένως συναίνεση του επιλεγομένου δικαστικού λειτουργού, ο οποίος, όπως ρητώς προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, μπορεί να προέρχεται είτε από την γενική επιτροπεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου είτε από το δικαιοδοτικό κλάδο του ίδιου δικαστηρίου. Και τούτο, διότι αφενός μεν η θητεία του Γενικού Επιτρόπου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ακόμη και αν ο δικαστικός λειτουργός που κατέχει την θέση δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας, πράγμα το οποίο θα είχε ως συνέπεια, αναλόγως με την ηλικία του επιλεγόμενου προς προαγωγή στην ανωτέρω θέση δικαστικού λειτουργού, να υποχρεωθεί αυτός να αποχωρήσει προώρως από την υπηρεσία, πριν από την συμπλήρωση του κατά το Σύνταγμα ορίου ηλικίας, και αφετέρου, σε περίπτωση που ο επιλεγόμενος προς προαγωγή δικαστικός λειτουργός είναι μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (και όχι της αντίστοιχης Επιτροπείας), με την προαγωγή του στην ανωτέρω θέση απομακρύνεται από την άσκηση των καθηκόντων του τακτικού δικαστή. Ως συναίνεση δε θεωρείται, ειδικώς κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως -η οποία αφορά κατ’ αρχήν σε μη δυσμενείς υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών- και ασχέτως προς την κατοχυρώνουσα το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως γενική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, και η μη ρητή εναντίωση του κατ’ αρχήν προταθέντος προς προαγωγή δικαστικού λειτουργού, μετά την γνωστοποίηση σε αυτόν της σχετικής προτάσεως, προς το αρμόδιο για την προαγωγή όργανο. Συνεπώς, ενόψει της ως άνω έννοιας της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, δεν είναι νόμιμο προεδρικό διάταγμα προαγωγής στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εκδίδεται χωρίς την προηγούμενη, υπό την εκτεθείσα έννοια, συναίνεση του προαχθέντος, ο σχετικός δε λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής, δεν εμπίπτει στο απαράδεκτο της παραγράφου 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος και εξετάζεται κατ’ ουσίαν. Οι Σύμβουλοι ……… και ……………, συμφωνούντες με την ανωτέρω γενική έννοια του άρθρου 90 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος, αλλά θεωρούντες ότι η συναίνεση του επιλεγομένου δικαστικού λειτουργού δεν είναι, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, αναγκαία, διετύπωσαν την ακόλουθη ιδιαίτερη γνώμη: Για την προαγωγή στη θέση του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν απαιτείται συναίνεση του επιλεγόμενου δικαστικού λειτουργού, καθόσον η επιλογή προς κατάληψη της εν λόγω θέσεως δεν αφορά αποκλειστικώς τον δικαστικό λειτουργό, αλλά εξυπηρετεί, πρωτίστως, τις ανάγκες του ως άνω Ανωτάτου Δικαστηρίου και, ειδικώτερα, την εύρυθμη λειτουργία αυτού. Συνεπώς, παρίσταται αδιάφορο αν η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού στην ανωτέρω θέση έχει ως συνέπεια την απομάκρυνσή του από την άσκηση των καθηκόντων του τακτικού δικαστή ή αν ο επιλεγείς δικαστής υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, αναλόγως της ηλικίας του, να αποχωρήσει προώρως από την υπηρεσία προ της συμπληρώσεως του προβλεπομένου από το Σύνταγμα ορίου ηλικίας. Εξ άλλου, η υιοθέτηση της αντίθετης απόψεως θα είχε ως συνέπεια να περιορίζεται ανεπιτρέπτως η διακριτική εξουσία του αρμοδίου οργάνου να επιλέγει τον καταλληλότερο μεταξύ των υποψηφίων με σεβασμό στις αρχές της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης υπό το φως των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά την γνώμη, όμως του Προέδρου, της Αντιπροέδρου ………, των Συμβούλων ………, ………, ………, ………, ………, …………, …………. και ……… και του Παρέδρου ………, το κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως θεσπίζεται για τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις του αυτού άρθρου 90 του Συντάγματος (ΣτΕ 2512/2016 Ολομ., 292/1984 Ολομ., 1274/1993 Ολομ., 4751- 4752/1998, 1339/1988 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά το μέρος που η ως άνω παράγραφος αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, το απαράδεκτο αφορά τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση (ΣτΕ 4356/1997 Ολομ. και εφεξής παγίως). Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται κατ` ουσίαν μόνον λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού, εξ εκείνων που τίθενται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος. Αντιθέτως, δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναγόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που ερμηνευτικώς μόνον συνάγονται από το συνδυασμό άλλων γενικού περιεχομένου συνταγματικών ή αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων με την εν προκειμένω κρίσιμη ή σε παράβαση περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη με τον νόμο που προβλέπει η διάταξη αυτή. Τούτο, διότι, εκφράζοντας ο συνταγματικός νομοθέτης τη βούλησή του, με ειδική και συγκεκριμένη διάταξη, να μην ελέγχωνται δικαστικώς οι κατά το άρθρο 90 του Συντάγματος πράξεις εννοεί, βεβαίως, πράξεις εκδιδόμενες εντός του πλαισίου που λεπτομερώς καθορίζεται από την εν λόγω διάταξη, χωρίς, όμως, να επιτρέπει τον περαιτέρω κατά τα λοιπά έλεγχό τους. Η ρητά εκπεφρασμένη αυτή επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη έγινε με διάταξη ισόκυρη με τις λοιπές αυτές συνταγματικές διατάξεις (βλ. Ολομ. ΣτΕ 292/1984), η οποία, ως ειδικώτερη, ρυθμίζει αποκλειστικά το ζήτημα, μην επιτρέποντας την ερμηνευτική παρεισαγωγή άλλων στοιχείων κατά την εφαρμογή της. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται, κατά την αντίληψη του συνταγματικού νομοθέτη, από την ανάγκη να μην τελούν επί μακρόν υπό αμφισβήτηση και σε αβεβαιότητα και να μην ανατρέπονται εκ των υστέρων, με ασαφή και περιπτωσιολογικά κριτήρια, οι σχετικές επιλογές, προκειμένου να μη διαταράσσεται περαιτέρω η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης στο ανώτατο επίπεδο. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου ………, με τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, για την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος, το θεμέλιο του πολιτεύματος, και ενόψει του θεσπιζόμενου από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος συστήματος διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, εντός του πλαισίου που καθορίζεται από τον οικείο εκτελεστικό νόμο, ως αντίβαρο του πλήρους συστήματος συνταγματικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια για την προαγωγή στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και στις θέσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων. Τυχόν διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου των σχετικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου με την δια της ερμηνείας συναγωγή προσθέτων όρων για την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου, μη περιλαμβανομένων, κατά τη γραμματική τους διατύπωση, στις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, θα συνιστούσε υποκατάσταση του συντακτικού (αναθεωρητικού) νομοθέτη από τον δικαστή.
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το ΕΠ21/26-4-2017 έγγραφό του προς την Γενική Γραμματεία της Κυβερνήσεως, εισηγήθηκε την προεπιλογή των εκεί αναφερομένων τεσσάρων Αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μιας Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ενός Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο η αιτούσα, δικαστική λειτουργός, η οποία κατείχε τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την κάλυψη της κενωθείσης θέσεως του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Η εισήγηση αυτή έγινε δεκτή με την 16/4-9-2017 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία διεβιβάσθη στον Πρόεδρο της Βουλής με το ……/7-9-2017 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ακολούθως, με το ……/15-9-2017 έγγραφο του Προέδρου της Βουλής, η αιτούσα εκλήθη σε ακρόαση ενώπιον της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής την 21-9-2017, ώρα 10.00 πμ, πλην με το από 19-9-2017 (αρ. πρωτ. ……./19-9-2017) έγγραφό της προς τον Πρόεδρο της Βουλής η αιτούσα εδήλωσε ότι σοβαροί οικογενειακοί λόγοι καθιστούσαν αδύνατη την προσέλευσή της. Με το ……./22-9-2017 έγγραφο του Προέδρου της Βουλής, εγνωστοποιήθη στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι η Διάσκεψη των Προέδρων (συνεδρίαση 21-9-2017) δεν διατύπωσε γνώμη με ομοφωνία ή πλειοψηφία 4/5 για την πλήρωση της ως άνω θέσεως. Με το ……./8-11-2017 έγγραφό του ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διεβίβασε στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης την εισήγησή του για την επιλογή της αιτούσης για την κάλυψη της ανωτέρω θέσεως. Η εισήγηση έγινε ομοφώνως δεκτή με την 22/10-11-2017 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία η αιτούσα επελέγη για την πλήρωση της θέσεως Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ακολούθησε δε το από 13/14-11-2017 σχετικό προεδρικό διάταγμα.
9. Επειδή, όπως εξετέθη στην προηγούμενη σκέψη, με το ………/15-9-2017 έγγραφο του Προέδρου της Βουλής, στο πλαίσιο της θεσπισθείσης με το άρθρο 49 παρ. 3 του Κώδικος Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1841/2010, διαδικασίας επιλογής Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η αιτούσα, η οποία κατείχε τον βαθμό Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκλήθη σε ακρόαση ενώπιον της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής. Ανεξαρτήτως δε του ότι η αιτούσα δεν προσήλθε ενώπιον της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα και ανεξαρτήτως αν η ενώπιον του εν λόγω οργάνου διαδικασία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα (βλ. το πρακτικό 2/2010 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συμβούλιο), πάντως, παρεσχέθη σ’ αυτήν, με τον τρόπο αυτό, η δυνατότητα να διατυπώσει την συναίνεσή της ή μη για την ανωτέρω επιλογή. Υπό τα δεδομένα αυτά, αβασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση ότι η προσβαλλομένη πράξη εξεδόθη χωρίς την συναίνεση της αιτούσης και κατά παράβαση της αρχής της προηγουμένης ακροάσεως. Εφ’ όσον δε, κατά τα ανωτέρω, η αιτούσα είχε την δυνατότητα να εκδηλώσει την μη συναίνεσή της στην επίμαχη υπηρεσιακή της μεταβολή, είναι ομοίως απορριπτέοι ως αβάσιμοι και οι επί της αυτής ερμηνευτικής εκδοχής στηριζόμενοι λόγοι ακυρώσεως, κατά τους οποίους η αιτούσα το μεν υπέστη δυσμενή υπηρεσιακή μεταβολή, δηλαδή περιορισμό της κατά το Σύνταγμα ισοβιότητός της, το δε υπέστη μετάταξη από δικαιοδοτικό σε μη δικαιοδοτικό κλάδο δικαστικών λειτουργών, χωρίς, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να έχει παράσχει προσηκόντως την συναίνεσή της προς τούτο. Κατά την γνώμη, όμως των Συμβούλων ……, ………., ………, ……… και ………… και της Παρέδρου ………, υπό τα ανωτέρω περιστατικά, η αιτούσα ουδέποτε εκλήθη με πρόσφορο τρόπο προκειμένου να εκδηλώσει την συναίνεσή της ή μη για την ανωτέρω επιλογή και, για τον λόγο αυτό, η κρινομένη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη.
1757/2019 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) ( 757643) – ΑΝΕΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Άμισθοι υποθηκοφύλακες. Αίτηση ακύρωσης των προσκλήσεων του Κτηματολογίου, με τις οποίες ζητήθηκε από τους ειδικούς άμισθους υποθηκοφύλακες να υποβάλουν αίτηση για τη μεταφορά – ένταξή τους στις οργανικές θέσεις Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων, με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου. Οι προσβαλλόμενες ατομικές διοικητικές πράξεις έχουν εκτελεστό χαρακτήρα και αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, όμως το ΣτΕ κρατά και εκδικάζει την υπόθεση.
Πρόεδρος: Αικατερίνη Σακελλαροπούλου
Εισηγητής: Μαρλένα Τριπολιτσιώτη
Με την 1757/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε, με μειοψηφία δύο μελών της συνθέσεως, ότι η κατάργηση των άμισθων υποθηκοφυλακείων δυνάμει του ν. 4512/2018 (A’ 5) και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους στο εποπτευόμενο από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ν.π.δ.δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο» δεν αντίκεινται στο άρθρο 92 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κρίθηκαν τα εξής: Η σύνταξη του Εθνικού Κτηματολογίου έχει αναχθεί, με το άρθρο 24 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, όπως ισχύει από το 2001, σε υποχρέωση του Κράτους. Κατά το έτος 2001, που θεσπίσθηκε η υποχρέωση αυτή της πολιτείας με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ο συνταγματικός νομοθέτης ήταν σε γνώση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998, με τους οποίους ρυθμίστηκε η διαδικασία σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, που περιλαμβάνει την κτηματογράφηση των ακινήτων και την αναγνώριση των εγγραπτέων σε αυτό δικαιωμάτων, και το οποίο αποτελεί σύστημα οργανωμένων σε κτηματοκεντρική και όχι προσωποκεντρική βάση πληροφοριών, οι οποίες δεν είναι μόνο νομικές αλλά και τεχνικές, με σκοπό τον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης αντιλαμβάνεται το σύστημα του εθνικού κτηματολογίου ως διάφορο του υφιστάμενου συστήματος Μεταγραφών και Υποθηκών, τόσο κατά τη δομή και την οργάνωσή του, όσο και κατά τις περιεχόμενες σε αυτό πληροφορίες. Περαιτέρω, από τη ρητή επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 92 του Συντάγματος ότι “Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες μεταγραφών και υποθηκών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. …” συνάγεται ότι το Σύνταγμα δεν περιέχει εγγύηση θεσμού για τα άμισθα υποθηκοφυλακεία, όπως και για τα υποθηκοφυλακεία εν γένει. Πράγματι, η παραπάνω παρ. 4 του άρθρου 92 αποδίδει την κατάσταση που υφίσταται μέχρι την πλήρη ενεργοποίηση του Εθνικού Κτηματολογίου, την οποία επιβάλλει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αναφερόμενη δε στους υπαλλήλους των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων ως δικαστικούς υπαλλήλους και στα ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία, όπως ήδη είχαν οργανωθεί από τον κοινό νομοθέτη, δηλαδή ως αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες υπό λειτουργική έννοια, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εξαρτημένες από τις δικαστικές αρχές, περιβάλλει τους ειδικούς άμισθους υποθηκοφύλακες με τη συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας και με τις προβλεπόμενες στην παρ. 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος για τους δικαστικούς υπαλλήλους εγγυήσεις ως προς την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι τα υποθηκοφυλακεία ως δημόσιες υπηρεσίες, κατά την προεκτεθείσα έννοια, εξακολουθούν να υπάρχουν. Δεν κατοχυρώνει, όμως, τα άμισθα υποθηκοφυλακεία ως θεσμό και ως οργανωτικό σχήμα δημόσιας υπηρεσίας υπαγόμενης στην εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εξαρτημένης από τις δικαστικές αρχές, υπό την έννοια ότι απαγορεύει στο νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη ρύθμιση της οργάνωσης και στελέχωσης των δημοσίων υπηρεσιών, να επιλέξει άλλο σύστημα καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων των πολιτών και του Δημοσίου στην ακίνητη περιουσία, να αναθέσει σε υπηρεσίες οργανωμένες κατά διαφορετικό τρόπο τόσο την τήρηση του νέου αυτού συστήματος, όσο και, μεταβατικά, μέχρι την πλήρη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, την τήρηση του συστήματος μεταγραφών και υποθηκών και, συνεπώς, να καταργήσει τα υποθηκοφυλακεία. Περαιτέρω, κατά την έννοια της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, η εξάρτηση της υπηρεσιακής κατάστασης των αμίσθων υποθηκοφυλάκων από τις δικαστικές αρχές συναρτάται άμεσα προς τον χαρακτήρα των αμίσθων υποθηκοφυλακείων ως δημοσίων υπηρεσιών κατά παραχώρηση, προκειμένου να διασφαλισθεί ο αποτελεσματικός κρατικός έλεγχος επί της παραχωρούμενης δημόσιας υπηρεσίας, η δε αντικατάσταση των υποθηκοφυλακείων, και μάλιστα των αμίσθων, από άλλο σύστημα καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων, διενεργούμενο από τη Διοίκηση, μπορεί να συνεπιφέρει την κατάργηση και του παραπάνω είδους ελέγχου.
Κατά τη γνώμη δύο μελών της συνθέσεως, που μειοψήφησαν, το σύστημα οργανώσεως του Εθνικού Κτηματολογίου που θεσπίζεται με τις διατάξεις του ν. 4512/2018, το οποίο περιλαμβάνει και την τήρηση των δημοσίων βιβλίων για την εγγραφή των πράξεων που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα και τη διενέργεια των σχετικών εγγραφών (άρθρα 15 παρ. 3 του ν. 4512/2018 και 12 του ν. 2664/1998), αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1, 24 παρ. 2, 92 παρ. 4 και 94 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρο, διότι αφαιρεί συνολικά την εν λόγω υπηρεσία από το οργανωτικό πλαίσιο της δικαστικής εξουσίας και την υπάγει αποκλειστικά στην εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος.
Με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε, περαιτέρω, ότι η ένταξη, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 και 4 του ν. 4512/2018, των υπηρετούντων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ειδικών άμισθων υποθηκοφυλάκων σε θέσεις Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων ή Προϊσταμένων Υποκαταστημάτων Κτηματολογικών Γραφείων ή Αναπληρωτών Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων ή Υποκαταστημάτων τους δεν αντίκειται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρα 4 παρ. 1 και 4 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Ακόμη, έγινε δεκτό ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 4512/218, σύμφωνα με τις οποίες οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες μπορούν να διορισθούν στις ως άνω θέσεις Προϊσταμένων ή να επαναδιορισθούν ως δικηγόροι ή να διορισθούν ως συμβολαιογράφοι, δεν προσβάλλει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των άμισθων υποθηκοφυλάκων ούτε την επαγγελματική τους ελευθερία (άρθρα 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της Ε.Σ.Δ.Α.) και, περαιτέρω, ότι η κατάργηση των ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνει τα περιουσιακά δικαιώματα. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 39 παρ. 3 του ν. 4512/2018 περιέλευση στην κυριότητα του ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο” του εξοπλισμού των καταργούμενων ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων, δεν συνιστά στέρηση ή ρύθμιση της χρήσης της ιδιοκτησίας των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων αντίθετη στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος ή το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι η κτήση του εν λόγω εξοπλισμού δεν έγινε από την προσωπική περιουσία των αμίσθων υποθηκοφυλάκων, αλλά καλύφθηκε από δημόσιους πόρους, με την πρόβλεψη ειδικής επιπλέον παρακράτησης (βλ. σχετικώς άρθρα 20 παρ. 5 του ν. 2145/1993, 23 παρ. 6 γ του ν. 2664/1998). Τέλος, απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης λόγω της εξομοίωσης των τελούντων υπό διαφορετικές συνθήκες ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων και των υπαλλήλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, αφού ελήφθη υπόψη ότι οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες εντάσσονται σε θέσεις Προϊσταμένων (τακτικές οργανικές θέσεις Προϊσταμένων ή προσωποπαγείς θέσεις Αναπληρωτών Προϊσταμένων με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου) των Κτηματολογικών Γραφείων και των Υποκαταστημάτων τους (άρθρο 18 παρ. 4 του ν. 4512/2018), ενώ οι υπάλληλοι των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων σε θέσεις υπαλλήλων των ίδιων υπηρεσιών (προσωποπαγείς θέσεις του προσωρινού κλάδου υπαλλήλων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων Κτηματολογικών Γραφείων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 20 παρ. 5-7 του ν. 4512/2018).
ΣΕ 1758/2019
3. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά ρητή πρόβλεψη του προαναφερόμενου άρθρου 18 παρ. 4 περ. β) εδ. β του ν. 4512/2018 και εντάσσονται στη διαγραφόμενη από το άρθρο αυτό διαδικασία, με την οποία οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες, που διευθύνουν τα καταργούμενα δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 7 του ίδιου νόμου ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία, μεταφέρονται και εντάσσονται, με βάση την απόφαση κατάργησης του ειδικού άμισθου υποθηκοφυλακείου, σε θέσεις του κλάδου Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων Κτηματολογικών Γραφείων του ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο”. Οι πράξεις αυτές επάγονται έννομες συνέπειες ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των αιτούντων – ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων, προς τους οποίους απευθύνονται, δεδομένου ότι η περαιτέρω υπηρεσιακή εξέλιξή τους εξαρτάται από τα εάν θα υποβάλουν ή όχι, μέσα στην τιθέμενη με τις παραπάνω προσκλήσεις αποκλειστική μηνιαία προθεσμία, αίτηση μεταφοράς και ένταξης στο ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο”. Και τούτο διότι μόνο εάν οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες υποβάλουν αίτηση μεταφοράς και ένταξης στο εν λόγω ν.π.δ.δ. εντός της προθεσμίας αυτής, θα μεταφερθούν και θα ενταχθούν στον Κλάδο Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων τους του ως άνω ν.π.δ.δ. με τη δημοσίευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 4512/2018 απόφασης, ενώ, εάν δεν υποβάλουν την αίτηση, στερούνται οριστικά της δυνατότητας μεταφοράς και ένταξης στο ν.π.δ.δ. και μπορούν να επαναδιοριστούν ως δικηγόροι ή συμβολαιογράφοι (βλ. άρθρο 18 παρ. 4 περ. β) εδ. ε και στ του ν. 4512/2018, όπως παρατίθεται στη σκέψη 14 και ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 58 του ν. 4602/2019 – Α’ 45). Συνεπώς, οι πράξεις αυτές, εφόσον εισάγουν νέα ρύθμιση σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση των αιτούντων, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα.
100/2019 ΣΤΕ ( 745856)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2019/1171)
Χρηματιστήριο. Κίνηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της διαδικασίας ανάκλησης της άδειας λειτουργίας χρηματιστηριακής εταιρείας, λόγω ακαταλληλότητας του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου. Ο έλεγχος για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 4 του ν. 1806/1988 απαιτεί την κλήση σε ακρόαση ως προς τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και την πρόταση για λήψη των κατάλληλων μέτρων και οδηγεί τελικώς στην οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η οποία και συνιστά τη μόνη εκτελεστή πράξη. Η φύση της πράξεως περί παροχής εξηγήσεων και υποβολής αντιρρήσεων δεν επηρεάζεται από τυχόν οικειοθελή συμμόρφωση του ενδιαφερομένου στις σχετικές διαπιστώσεις ή από την έκδοση τελικώς βλαπτικής πράξης ή όχι. Τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη διαδικαστικών όρων και προϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας. Απαραδέκτως παρέστη, ως κύριος διάδικος, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, αφού προσεβάλλετο απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Απόρριψη της αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στερούντο εκτελεστού χαρακτήρα. Απορρίπτεται η έφεση.
Αριθμός 100/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2018, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ο. Παπαδοπούλου, Χρ. Σιταρά, Σύμβουλοι, Χ. Ευαγγελίου, Κ. Σκούρα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους.
Για να δικάσει την από 31 Μαρτίου 2010 έφεση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα (………), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α.Μ. ……), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Νίκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο – Δώρο Λέκα (Α.Μ. ………), που τον διόρισε με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της και 3. ……… του ……, κατοίκου …… Αττικής (……), ο οποίος δεν παρέστη,
και κατά της υπ’ αριθμ. 954/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χ. Ευαγγελίου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1089545/2010 ειδικό έντυπο παραβόλου σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 954/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά α) της υπ’ αριθμ. 1/437/31.7.2007 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία αποφασίστηκε να κινηθεί η διαδικασία ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της εκκαλούσας ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας, διότι διαπιστώθηκε ότι ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής και διαθέτων, ως μέτοχος, ειδική συμμετοχή στην εταιρεία, στερείται της καταλληλότητας που απαιτείται για τη διοίκηση της, εκλήθη δε η εκκαλούσα να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των ελλείψεων που της αποδόθηκαν, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής και 2) της υπ’ αριθμ. 3365/24.8.2007 πράξεως που υπογράφεται από την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Χορήγησης Αδειών και Εποπτείας Φορέων Κεφαλαιαγοράς, με την οποία εφιστάται η προσοχή της εκκαλούσας στην τήρηση της προθεσμίας που ετέθη με την υπό στοιχείο Α΄ πράξη.
3. Επειδή, μόνο αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου αποτέλεσε η νομιμότητα των ανωτέρω πράξεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τον λόγο δε αυτό η μόνη που νομιμοποιείτo παθητικώς ως διάδικος ενώπιον του ως άνω διοικητικού δικαστηρίου ήταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όχι δε και ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, του οποίου δεν προσβάλλονταν πράξεις (πρβλ. ΣτΕ 2240/2015, 1664/2015, 1906/2007, 4212/1998 κ.ά.) και ο οποίος, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα πρακτικά συζήτησης παρέστη ως κύριος διάδικος στην ενώπιον του διοικητικού εφετείου δίκη, χωρίς να δηλώσει προφορικώς ότι ασκεί παρέμβαση υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων με την αίτηση ακυρώσεως πράξεων. Για τον λόγο δε αυτό, απαραδέκτως παρέστη, ως κύριος διάδικος, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και έπρεπε να αποβληθεί από την ακυρωτική δίκη (πρβλ. ΣτΕ 1664/2015, 386/2013, 1823/2012, 219/2009, 1906/2008 κ.ά.). Ενόψει αυτών, παραδεκτώς παρέστη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης στο ακροατήριο ως εφεσίβλητη η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όχι όμως και ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαραδέκτως είχε παραστεί κατά την ακυρωτική δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών χωρίς να αποβληθεί, όπως θα έπρεπε. Κατόπιν αυτού ο εν λόγω Υπουργός, ο οποίος παρέστη ως κύριος διάδικος στην κατ’ έφεση δίκη, πρέπει, για το λόγο αυτό, να αποβληθεί από την παρούσα δίκη.
4. Επειδή, ο …………, ο οποίος άσκησε παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη, η οποία, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, δεν απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, νομιμοποιείται ως εφεσίβλητος στην παρούσα δίκη (πρβλ. ΣτΕ 2277/2006), περαιτέρω δε, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά τη μη παράσταση του ως άνω εφεσιβλήτου, διότι, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας δικαστηρίων ………, αντίγραφα της κρινόμενης έφεσης και της πράξης του Προέδρου του Δ’ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή δικαστή επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στις 21.2.2011, στον δικηγόρο που υπέγραφε το από 3.10.2007 δικόγραφο παρέμβασης που κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Εντούτοις, το από 8.3.2011 υπόμνημα που κατέθεσε ο εφεσίβλητος, για την προσκόμιση σχετικών με την υπόθεση εγγράφων και στοιχείων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, διότι απαραδέκτως υπογράφεται μόνο από τον ίδιο υπογράφεται από τον εφεσίβλητο και κατατέθηκε από τον ίδιο στο Δικαστήριο (πρβλ. ΣτΕ 1348/2017), ενώ ούτε το από 9.9.2011 υπόμνημα μπορεί να ληφθεί υπόψη, διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος που το υπογράφει δεν νομιμοποιήθηκε προς τούτο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο πριν τη συζήτηση της υποθέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2414/2017, 1686/2016, 785/2016 κ.ά.).
5. Επειδή, το άρθρο 4 του ν. 1806/1988 (Α΄ 207), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 43 παρ. 1 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178) ορίζει τα εξής: “1. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία απαριθμεί τις κύριες και παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που θα δικαιούται να παρέχει η εταιρία. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά την οργάνωση και οργανωτική δομή της εταιρίας, τα τεχνικά και οικονομικά της μέσα, την αξιοπιστία, την πείρα, την επαγγελματική ικανότητα και το ήθος των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, καθώς και την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισής της. (…). 2. … 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας εν όλω ή εν μέρει, ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες για τις οποίες παρεσχέθη σε αυτήν η άδεια λειτουργίας στις εξής περιπτώσεις: α) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας. β) … γ) … δ)… . Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στη χρηματιστηριακή εταιρεία τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και της γνωστοποιεί την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν απαιτείται, τα κατάλληλα μέτρα. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της χρηματιστηριακής εταιρίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς”.
6. Επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, με την 1/417/31.7.2007 απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αφού διεπίστωσε ότι ο ……, μέτοχος με ειδική συμμετοχή σε ποσοστό 34,28%, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εκκαλούσας εταιρίας καταδικάστηκε τελεσιδίκως με την 44847/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή, για παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, έκρινε ότι τίθεται θέμα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του ως άνω στελέχους και μετόχου, με αποτέλεσμα η εταιρία να μην πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 εδαφ. β’ του ν. 1806/1988, καθώς και της παρ. 3.1 περ. γ’ και περ. δ’ της απόφασης 6161 της 86ης συνεδρίασης της 15.10.1996 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αποφάσισε να κινήσει, για τους λόγους αυτούς, τη διαδικασία για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρίας. Πριν την ανάκληση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποίησε στην εταιρία τις ως άνω διαπιστώσεις της για τις ελλείψεις στη συνδρομή της απαιτούμενης αξιοπιστίας και καταλληλότητας του εν λόγω προσώπου και κάλεσε αυτήν να διατυπώσει τις απόψεις της και τις τυχόν αντιρρήσεις της επί των ελλείψεων αυτών, καθώς και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των ανωτέρω ελλείψεων μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, άλλως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα προβεί σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρίας. Με την από 8.8.2007 αίτησή της προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η αιτούσα ζήτησε όπως η προθεσμία των 30 ημερών να ισχύει μόνο για την υποβολή των απόψεών της και εφόσον δεν γίνουν δεκτές, να ταχθεί 30μερη προθεσμία για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το ……/24.8.2007 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Χορήγησης Αδειών και Εποπτείας Φορέων Κεφαλαιαγοράς, με το οποίο εφιστάται στην εκκαλούσα εταιρία η προσοχή της ως προς την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας, προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις της και να προβεί στη λήψη μέτρων για την άρση των ελλείψεων. Προ της παρελεύσεως της προθεσμίας, η εκκαλούσα άσκησε τις από 28.8.2007 αιτήσεις ακυρώσεως και αναστολής κατά της 1/417/31.7.2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της 3365/24.8.2007 πράξεως. Τελικώς, η εταιρία προέβη σε αντικατάσταση του …… από τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου, καθώς και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, ενώ εξάλλου οι μετοχές του στην εκκαλούσα εταιρία, αλλά και σε μία ακόμα εταιρία που μετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εκκαλούσας με ποσοστό 17,184%, μαζί με τα δικαιώματα ψήφου, μεταβιβάστηκαν σε τρίτα πρόσωπα. Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την 15/474/13.6.2008 απόφασή της, έκρινε ότι η εταιρία έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. β’ του ν. 1806/1988, με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας στην εταιρία και περαιτέρω ότι δεν στοιχειοθετείται πλέον η περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 5 (α) του ν. 1806/1988 για την ανάκληση της άδειας και αποφάσισε οριστικά τη μη ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εκκαλούσας εταιρίας. Η από 28.8.2007 αίτηση ακυρώσεως της αιτούσας κατά της 1/417/31.7.2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της 3365/24.8.2007 πράξεως απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, με την εκκαλούμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι η μεν 1/417/31.7.2007 απόφαση αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της εταιρείας, ενώ και η 3365/24.8.2007 πράξη, με την οποία γίνεται υπόμνηση στην εκκαλούσα των νομίμων υποχρεώσεων της, στερείται επίσης, ως εκ του περιεχομένου της, εκτελεστού χαρακτήρα.
7. Επειδή, η εκκαλούσα, επαναλαμβάνοντας στο δικόγραφο τους προβληθέντες με την αίτηση ακυρώσεως – καθώς και την αίτηση αναστολής – και με το από 3.4.2009 υπόμνημά της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ισχυρισμούς επί του ζητήματος της εκτελεστότητας και του παραδεκτού της αιτήσεως αυτής, προβάλλει ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε στην κρίση της ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη εκτελεστές, διότι με αυτές εξαναγκάστηκε σε λήψη μέτρων, χωρίς να έχει δικαίωμα δικαστικής αμφισβητήσεως του εξαναγκασμού αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως συνάγεται από την καθοριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του ν. 1806/1988 διαδικασία, ο έλεγχος για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 4 του ν. 1806/1988 απαιτεί την κλήση σε ακρόαση ως προς τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και την πρόταση για λήψη των κατάλληλων μέτρων και οδηγεί τελικώς, μετά τις απόψεις και τις τυχόν αντιρρήσεις του ενδιαφερόμενου, στην οριστική πράξη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η οποία και θα συνιστούσε την μόνη εκτελεστή πράξη, δηλαδή τη μόνη παράγουσα έννομα αποτελέσματα έναντι του διοικουμένου πράξη. Η δε φύση της πράξεως περί παροχής εξηγήσεων και υποβολής αντιρρήσεων δεν επηρεάζεται από τυχόν οικιοθελή συμμόρφωση του ενδιαφερομένου στις σχετικές διαπιστώσεις ή από την έκδοση τελικώς βλαπτικής πράξεως ή όχι. Μη εκτελεστό χαρακτήρα έχει και, ως εκ του περιεχομένου της, η 3365/24.8.2007 πράξη, με την οποία, απλώς, υπενθυμίζεται στην εκκαλούσα η τήρηση της ήδη τεθείσας προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, ο λόγος περί παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος είναι απορριπτέος, διότι οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη διαδικαστικών όρων και προϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας, εφόσον δεν αναιρείται ούτε περιορίζεται ουσιωδώς το δικαίωμα αυτό, προϋπόθεση δε για την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη εκτελεστής διοικητικής πράξης, πράξης, δηλαδή, που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων (βλ. ΣτΕ 3385/2017, 3920/2014, πρβλ. ΣτΕ 4092/2015, 3315/2014 Ολομ., 1041/2004 επτ. κ.ά.), ενώ εξάλλου αν τυχόν επακολουθήσει η έκδοση βλαπτικής εκτελεστής διοικητικής πράξεως (π.χ. ανάκληση της άδειας λειτουργίας) αυτή είναι αυτοτελώς προσβλητή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
ΣΕ 100/2019
προϋπόθεση δε για την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη εκτελεστής διοικητικής πράξης, πράξης, δηλαδή, που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων (βλ. ΣτΕ 3385/2017, 3920/2014, πρβλ. ΣτΕ 4092/2015, 3315/2014 Ολομ., 1041/2004 επτ. κ.ά.)
ΣΕ 422/2019
Εμπορικό Ναυτικό. Εκπαιδευτικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων και Μηχανικών (ΚΕΣΕΝ/Π-Μ) και στη Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού/Σωστικών Πυροσβεστικών Μέσων Ασπροπύργου (ΔΣΕΝ/ΣΠΜ/Ασπροπύργου).
3. Επειδή, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη (προκήρυξη) έχει κανονιστικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, εμπίπτει, καταρχήν, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η προκηρυχθείσα όμως με την πράξη αυτή διαδικασία επιλογής έχει ήδη ολοκληρωθεί με την έκδοση, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, της 2901.1/100489/24.11.2016 αποφάσεως του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά το μέρος που αφορά τη πρόσληψη του επιτυχόντος στη θέση του Καθηγητή-Εκπαιδευτή στο ΚΕΣΕΝ/Πλοιάρχων. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη προκήρυξη έχει εξαντλήσει το ρυθμιστικό της περιεχόμενο και έχει αποβάλει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 1078/2016, 4345, 3694/2014, 5258, 2692/2012, 2649/2008 κ.ά.). Εξάλλου, ως συμπροσβαλλόμενη πράξη και, εν τέλει, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη είναι η ανωτέρω 2901.1/ 100489/24.11.2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά το μέρος που προσελήφθη ο επιτυχών στη θέση του Καθηγητή-Εκπαιδευτή στο ΚΕΣΕΝ/Πλοιάρχων, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια πληρώσεως της επίδικης θέσεως (ΣτΕ 1078/2016, 4345, 3694/2014 5258, 2692/2012, 2651/2008), στην οποία ο αιτών είχε υποβάλει την από 27.6.2016 αίτηση του προκειμένου να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή για τη πλήρωση της ανωτέρω θέσεως και κατετάγη τρίτος επιλαχών. Περαιτέρω, στην απόφαση αυτή ενσωματώθηκαν τόσο η προσβαλλόμενη πράξη περί ορισμού των μελών της Τριμελούς Επιτροπής Επιλογής, όσο και τα προσβαλλόμενα πρακτικά συνεδριάσεως της Επιτροπής αυτής.
ΣΕ 646/2019 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
5. Επειδή, περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες υπό στοιχεία γ΄ και δ΄ (ανωτέρω, σκ. 2) αποτελούν εγκυκλίους και εσωτερικά έγγραφα της Διοίκησης, με τα οποία παρέχονται οδηγίες για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 47 και 47Β του ν. 998/1979. Ειδικότερα, η πρώτη εξ αυτών [«Οδηγίες σχετικά με διαδικασία και δικαιολογητικά για την υπαγωγή στα άρθρα 47 και 47Β ν. 998/1979 σε περιοχές αναρτημένων δασικών χαρτών»] επαναλαμβάνει εν πολλοίς τις ρυθμίσεις της α΄ προσβαλλόμενης ΚΥΑ, την οποία και επικαλείται, η δε δεύτερη [«Αντιμετώπιση περιπτώσεων εκτάσεων που διατηρούν το δασικό τους χαρακτήρα και βρίσκονται σε ειδικό καθεστώς εκμετάλλευσης, στα πλαίσια της διαδικασίας του δασικού χάρτη»] προβλέπει τη χορήγηση βεβαίωσης για «το υφιστάμενο καθεστώς» της έκτασης, όταν ο ενδιαφερόμενος «τελεί σε νόμιμη εκμετάλλευση προκύπτουσα από διοικητική πράξη έγκρισής της (παραχώρηση)». Ως εκ τούτου, τα έγγραφα αυτά στερούνται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλονται.
ΣΕ 648/2019: Προπαρασκευαστική πράξη η χωροθέτηση Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών
5. Επειδή, από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων (σκ. 3 και 4) προκύπτει ότι η εγκατάσταση και λειτουργία Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3448/2006, ήτοι, ύστερα από τη χωροθέτηση του ΚΑΝ σε συγκεκριμένη έκταση, εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο άρθρο 35 του ν. 3448/2006 και τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας στις οποίες το άρθρο αυτό παραπέμπει, και κατόπιν αδείας που χορηγείται κατά τα άρθρα 17-40 του ν. 3982/2011 από την οικεία Περιφέρεια, εντός των διοικητικών ορίων της οποίας πρόκειται να εγκατασταθεί το ΚΑΝ. Εξάλλου, η χωροθέτηση Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών εντός σχεδίου πόλεως επιτρέπεται σε περιοχές στις οποίες έχουν καθοριστεί οι χρήσεις γης των άρθρων 5, 6, 7 και 10 του από 23.2.1987 π.δ. (Δ΄ 166). Ειδικώς δε για την περιοχή του Ελαιώνα, η χωροθέτηση Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών επιτρέπεται και σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, που καθορίζονται μέσα στους κοινόχρηστους χώρους σε ποσοστό έως 5%, στους οποίους επιτρέπεται η εγκατάσταση συγκεκριμένων χρήσεων ή δραστηριοτήτων με συντελεστή δόμησης έως 0,1, όπως εστιατορίων, αναψυκτηρίων κ.ά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διαδικασία που διαγράφει η παρ. 8 του άρθρου 3 του από 20.9/30.11.1995 π.δ., για την εγκατάσταση των ως άνω χρήσεων ή δραστηριοτήτων στον Ελαιώνα, συνεπώς και για τη χωροθέτηση Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών, απαιτείται η υποβολή μελέτης στον [πρώην] Οργανισμό Αθήνας η οποία καλύπτει έκταση τουλάχιστον ενός Ο.Τ. και εγκρίνεται με «υπουργική απόφαση», προδήλως του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κατά συνέπεια, πράξη δημοτικού συμβουλίου του οικείου δήμου, με την οποία αποφασίζεται η χωροθέτηση Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών σε περιοχή του Ελαιώνα διεπόμενη από το 20.9/30.11.1995 π.δ., εντάσσεται μεν στη διαδικασία ίδρυσης και εγκατάστασης ΚΑΝ, δεν αποτελεί, όμως, κατά την πολεοδομική νομοθεσία που ισχύει στην περιοχή, την οριστική και δεσμευτική για τους διοικουμένους και τα διοικητικά όργανα διοικητική πράξη , με την οποία επιτρέπεται η εγκατάσταση ΚΑΝ στον Ελαιώνα, αλλά συνιστά προπαρασκευαστική πράξη της όλης διαδικασίας, για την ολοκλήρωση της οποίας απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα, η υποβολή σχετικής μελέτης και η έγκρισή της με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες εταιρείες προβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες είναι παράνομες και ακυρωτέες από την άποψη του χωροταξικού, πολεοδομικού και περιβαλλοντικού δικαίου για τους ειδικότερους λόγους που παραθέτουν στο δικόγραφο. Περαιτέρω, με το από 13.6.2018 υπόμνημα, που κατατέθηκε εντός της χορηγηθείσας από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες παραδεκτώς πλήττονται από την άποψη της εκτελεστότητας , επικαλούνται δε τις αποφάσεις 44/2018, 281/2018, 1725/2017, 675/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντιθέτως, ο Δήμος Αθηναίων με το
./3.5.2018 έγγραφο των απόψεων υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στερούνται εκτελεστότητας , καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 3 (παρ. 8) του από 20.9/30.11.1995 π.δ., για τη χωροθέτηση του ΚΑΝ απαιτείται απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τα αυτά δε ισχυρίζεται και το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με το από 12.6.018 υπόμνημα, που κατατέθηκε εντός της χορηγηθείσας από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Με την απόφαση 9/25.1.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων εγκρίθηκε η «επιλογή του οικοπέδου ΟΤ 17, Κ.Π. της περιοχής Ελαιώνα» ως το καταλληλότερο ακίνητο για αποτεφρωτήριο νεκρών, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω απόφαση. Εν συνεχεία, με το
./13.2.2017 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Δήμου, η ανωτέρω απόφαση, συνοδευόμενη από τη μελέτη σκοπιμότητας και τεχνικοοικονομικής ανάλυσης για τον προσδιορισμό της χωροθέτησης καθώς από άλλα έγγραφα (αξιολόγηση ακινήτων, προτάσεις κ.ά.), διαβιβάσθηκε στη Δ/νση Δημοτικής Περιουσίας με σκοπό την προώθηση της διαδικασίας σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής. Ακολούθως, αφού διατύπωσαν τις προτάσεις τους σύλλογοι και κάτοικοι της περιοχής, και γνωμοδότησε (αρνητικά) το Συμβούλιο της 3ης Δημοτικής Κοινότητας, η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του Δήμου με την 192/12.7.2017 πράξη της εισηγήθηκε ομόφωνα στο Δημοτικό Συμβούλιο τη χωροθέτηση του ΚΑΝ στο ΟΤ 17, ενώ το Συμβούλιο της 3ης Δ.Κ. γνωμοδότησε εκ νέου αρνητικά (πράξη 121/2.11.2017). Μετά ταύτα, εκδόθηκε η 1775/συν.26η/9.11.2017 απόφαση (α΄ προσβαλλομένη) του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων, με την οποία εγκρίθηκε η χωροθέτηση του Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών στο Ο.Τ. 17 της περιοχής Ελαιώνα (3ης Δημ.Κοινότητας). Κατά της απόφασης αυτής οι αιτούσες εταιρείες άσκησαν την από 24.11.2017 προσφυγή, η οποία, σύμφωνα και με το
/21.2.2018 έγγραφο του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, απορρίφθηκε σιωπηρώς (β΄ προσβαλλομένη), διότι το ανωτέρω όργανο δεν αποφάνθηκε εντός της προθεσμίας των 2 μηνών, που ορίζεται στο άρθρο 227 (παρ. 2) του ν. 3852/2010. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, η 1775/συν.26η/9.11.2017 απόφαση (α΄ προσβαλλόμενη) του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας εγκατάστασης του ΚΑΝ στην περιοχή του Ελαιώνα, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 35 του ν. 3448/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 (παρ. 8) του από 20.9/30.11.1995 π.δ, με την απόφαση του ΔΣ δεν καθορίζεται οριστικά και δεσμευτικά για τη Διοίκηση και τους διοικουμένους ο χώρος ή το περίγραμμα του χώρου για την εγκατάσταση του ΚΑΝ, αλλά απαιτείται, κατά τον νόμο, η έγκριση της σχετικής μελέτης από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Εξάλλου, οι αποφάσεις 44/2018, 281/2018, 1725/2017, 675/2013 του ΣτΕ, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούσες με το από 13.6.2018 υπόμνημα, εκδόθηκαν στο πλαίσιο εφαρμογής άλλης νομοθεσίας και πάντως δεν αφορούν αποφάσεις δημοτικών συμβουλίων εκδοθείσες κατ εφαρμογήν των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 35 του ν. 3448/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 8 του από 20.9/30.11.1995 π.δ. Συνεπώς, η 1775/συν.26η/9.11.2017 απόφαση του Δ.Σ. Αθηναίων, πληττομένη για λόγους που αφορούν τη νομιμότητα της διαδικασίας χωροθέτησης ΚΑΝ από την άποψη της πολεοδομικής νομοθεσίας, στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, ο δε περί του αντιθέτου ισχυρισμός των αιτουσών είναι απορριπτέος (πρβλ. ΣτΕ 2644/2017, 962/2013, 3684/2010, 4353/2011, 1926/2008, 869/2001 κ.ά.).
8. Επειδή, δοθέντος ότι η 1775/συν.26η/9.11.2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, στερείται, ομοίως, εκτελεστότητας και η β΄ προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη, από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, της από 24.11.2017 προσφυγής των αιτουσών κατά της ανωτέρω απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 962/2013, 4353/2011, 1926/2008, 2955/2006, 3609/2002 Ολ. κ.ά.).
ΣΕ 1111/2019
3. Επειδή, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 6189/10.10.1991 πράξη τακτοποίησης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, η οποία εγκρίθηκε με την ΔΠ/ΤΑ οικ/67236/5657/11.12.1991 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, τμήμα εμβαδού 74 τ.μ., που προήλθε από κατάργηση κοινόχρηστου χώρου ιδιοκτησίας του Δήμου Ευόσμου, προσκυρώθηκε σε παρακείμενο οικόπεδο επί της οδού … του ως άνω Δήμου. Το τμήμα αυτό μεταβιβάστηκε από το Δήμο Ευόσμου, με το ./15.1.1992 πωλητήριο συμβόλαιο συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου. Ακολούθως, για το εν λόγω οικόπεδο εκδόθηκε η ./13.3.1992 οικοδομική άδεια, με την οποία επετράπη στην εκκαλούσα η ανέγερση οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο κατάστημα, πέντε ορόφους και απόληξη κλιμακοστασίου. Ιδιοκτήτριες κατοικιών σε παρακείμενο οικόπεδο, οι οποίες θίγονταν για το λόγο ότι το προσκυρωθέν τμήμα χρησιμοποιούνταν από αυτές ως χώρος αυλισμού και ως δίοδος προς την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, άσκησαν αιτήσεις ακύρωσης, αφενός κατά της πράξης τακτοποίησης και της απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που την ενέκρινε, και αφετέρου κατά της οικοδομικής άδειας. Με τις 4802/1996 και 6171/1996 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκαν, κατ’ αποδοχήν των σχετικών αιτήσεων, η εγκριτική της τακτοποίησης πράξη του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και η οικοδομική άδεια. Με την 29/ΠΕ/299036/2361/3.9.1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, έπειτα από πρόσκληση των ενδιαφερομένων που δεν είχαν κληθεί για υπόδειξη των ορίων των ιδιοκτησιών τους, εγκρίθηκε εκ νέου η 6189/10.10.1991 πράξη τακτοποίησης και εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης η ./1998 οικοδομική άδεια υπέρ της εκκαλούσας, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο με την ακυρωθείσα ./13.3.1992 άδεια. Οι ίδιες ιδιοκτήτριες άσκησαν αιτήσεις ακύρωσης, αφενός κατά της 29/ΠΕ/299036/2361/3.9.1997 – εκ νέου εγκριτικής της πράξης τακτοποίησης-απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, και αφετέρου κατά της 4960/1998 οικοδομικής άδειας. Η νέα απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης ακυρώθηκε με την 1810/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατ’ αποδοχήν της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως, με το σκεπτικό ότι ο αποκλεισμός των εν λόγω ιδιοκτησιών από την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην οποία είχαν πρόσοψη, παρακωλύει την ολοκλήρωση της νόμιμης διαδικασίας παραχώρησης ανταλλαξίμου περιουσίας. Και τούτο διότι καταλήγει να καταστούν τυφλές ορισμένες νόμιμες ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων και η ιδιοκτησία 3, όπου βρίσκονται οι κατοικίες των ως άνω αιτουσών, χωρίς παράλληλα να υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ιδιοκτησίες αυτές μπορούν να έχουν δυνατότητα επικοινωνίας με την οδό Μιαούλη, εφόσον δεν αποκλείεται μελλοντική κατασκευή περιφράξεων από άλλους ιδιοκτήτες, οι οποίες και θα καταστήσουν ατελέσφορη την ανωτέρω επικοινωνία. Εξ άλλου, με την 1304/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχήν της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως, και η 4960/1998 οικοδομική άδεια, με την αιτιολογία ότι απώλεσε το νόμιμο έρεισμά της, μετά την κατά τα ανωτέρω ακύρωση της τελευταίας εγκριτικής της πράξης τακτοποίησης απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, στην οποία είχε βασισθεί. Μετά την ακύρωση της εν λόγω οικοδομικής άδειας η οικοδομή που ανήγειρε η εκκαλούσα χαρακτηρίστηκε ως αυθαίρετη με την από 20.9.2005 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης, επιβλήθηκαν δε σε βάρος της πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου. Αίτηση ακύρωσης της εκκαλούσας κατά της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων Αυθαιρέτων του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998 που επελήφθη ενστάσεώς της κατά της ως άνω έκθεσης αυτοψίας, απορρίφθηκε με την 645/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Έφεση της εκκαλούσας κατά της ανωτέρω 645/2011 απόφασης απορρίφθηκε με την 1137/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια, με την 13937/1.11.2013 αίτηση που υπέβαλε η εκκαλούσα στη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Κορδελιού – Ευόσμου, ζήτησε τη θέση σε ισχύ ή την επανέκδοση της 4960/1998 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, ισχυριζόμενη ότι τα πραγματικά δεδομένα, επί των οποίων βασίστηκαν οι αιτιολογίες των 1810/2002 και 1304/2005 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, δεν υφίστανται πλέον. Με την αίτηση αυτή προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι έχει εκδοθεί από το Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της εν λόγω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης η νέα ./26.1.2009 πράξη τακτοποίησης οικοπέδων, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν το ακυρωτικό αποτέλεσμα της 1810/2002 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ανέφερε δε ότι η νέα αυτή πράξη τακτοποίησης, η οποία εγκρίθηκε με την 246644/8477/2.9.2013 απόφαση του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, κατέστη «τελεσίδικη και αμετάκλητη», με αποτέλεσμα να μη μπορεί για οποιονδήποτε λόγο και αιτία να προσβληθεί από τυχόν θιγομένους. Απαντώντας στην αίτηση αυτή, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Κορδελιού – Ευόσμου συνέταξε το ΔΥΔ 13937/21.11.2013 έγγραφο, με θέμα «Αίτηση περί θέσεως σε ισχύ της υπ. αρ. ./1988 Ο.Α.», στο οποίο διαλαμβάνονται τα εξής: «Κατόπιν της ως άνω σχετικής, σας γνωρίζουμε ότι, στο κυρίως αίτημά της, της επαναφοράς σε ισχύ της με αρ. 4960/1998 Ο.Α., αφενός μεν έχει απαντήσει η Υπηρεσία μας με το α.π. 2337/8.3.2012 έγγραφό της, αφετέρου είναι αδύνατη η παραβίαση του διατακτικού δικαστικής απόφασης και, ειδικότερα, στην περίπτωσή σας, της με αρ. 1304/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Στο ενδεχόμενο δε της αλλαγής της νομικής ή πραγματικής βάσης, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοσή της, πρέπει να τεθεί υπόψη της Διοικητικής Δικαιοσύνης και όχι ενώπιόν μας». Αίτηση ακύρωσης της εκκαλούσας κατά του ανωτέρω ΔΥΔ 13937/21.11.2013 εγγράφου απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι το αίτημα της εκκαλούσας «περί θέσεως σε ισχύ ή επανεκδόσεως» της 4960/1998 οικοδομικής αδείας βασίζεται στην έκδοση της 246644/8477/2.9.2013 απόφασης του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία εγκρίθηκε η νέα πράξη τακτοποίησης του οικοπέδου με προσκύρωση του επίμαχου τμήματος εμβαδού 74 τ.μ., δηλαδή στηρίζεται σε πραγματικό στοιχείο μη υφιστάμενο κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω οικοδομικής άδειας. Συνεπώς, ο Δήμος δεν είχε νόμιμη υποχρέωση προς έκδοση της αιτηθείσης διοικητικής πράξης , η άρνησή του δε να ικανοποιήσει το αίτημα δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, υπό την έννοια του άρθρου 45 παρ. 8 του π.δ. 18/1989. Επομένως, το έγγραφο αυτό δεν έφερε, κατά τα κριθέντα με την εκκαλουμένη, εκτελεστό χαρακτήρα.
4. Επειδή, η κρίση της εκκαλουμένης ότι η Διοίκηση δεν υπείχε νόμιμη υποχρέωση προς έκδοση της αιτηθείσης άδειας και, ως εκ τούτου, το προσβληθέν έγγραφο στερούνταν εκτελεστότητας, είναι νομικά εσφαλμένη. Και τούτο διότι, μετά την ακύρωση της ./1998 οικοδομικής άδειας για το λόγο ότι το έρεισμά της, δηλαδή η εγκριτική της πράξης τακτοποίησης του επίμαχου οικοπέδου 29/ΠΕ/299036/2361/1997 νομαρχιακή απόφαση, ακυρώθηκε, η Διοίκηση υποχρεούτο να εξετάσει την αίτηση επαναχορήγησης της άδειας, η οποία στηριζόταν στην εγκριτική της νέας πράξης τακτοποίησης 246644/8477/2.9.2013 απόφαση του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας. Το προσβληθέν δε ΔΥΔ 13937/21.11.2013 έγγραφο έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον τόσο η χορήγηση οικοδομικής αδείας όσο και η απόρριψη σχετικής αίτησης λόγω μη συνδρομής νομίμου προϋποθέσεως δεν αποτελούν πράξεις διακριτικής ευχέρειας αλλά πράξεις δεσμίας αρμοδιότητας (Σ.τ.Ε. 2231/2018, 443/2000 7μ. κ.ά.). Συνεπώς, ο λόγος αυτός έφεσης πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τάσσει η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, δεδομένου ότι η κατ’ αρχήν δυνατότητα να επανεκδοθεί, κατά το νόμο, οικοδομική άδεια, η οποία ακυρώθηκε ελλείψει νομίμου προϋποθέσεως, σε περίπτωση εκ νέου συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής, συνιστά νομικό ζήτημα κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, είναι δε και βάσιμος. Κατόπιν τούτων, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη.
ΣΕ 147/2018
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της απόφασης 27509/2081/12.3.2015 του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία διαπιστώθηκαν α) η αυτοδίκαιη ανάκληση της 1/1/6.10.2000 «απόφασης-πωλητηρίου» του προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Ηλείας (1046219/4567/Α0010/17.7.2000 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών), περί απευθείας εκποίησης στην αιτούσα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 96 του από 11/12.11.1929 διατάγματος, τμήματος 4.012,90 τ.μ. του ΑΒΚ 619 δημοσίου ακινήτου, για την κατασκευή μικρού υδροηλεκτρικού έργου στη θέση «Φράγμα Πηνειού» της Κοινότητας Κέντρου Ν. Ηλείας και β) η επαναφορά του παραχωρηθέντος ακινήτου στην κυριότητα του Δημοσίου.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης η εταιρεία «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΣΠΕΡΧΕΙΑΔΟΣ ΑΕΒΕ», η οποία υπέβαλε την από 6.7.2012 αίτηση για την παραχώρηση κατά χρήση του ΑΒΚ 619 δημοσίου κτήματος, μετά τη χορήγηση από τη ΡΑΕ της 1234/28.9.2011 άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μικρό υδροηλεκτρικό σταθμό ισχύος 3,3 MW στην προαναφερθείσα θέση.
4. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη , παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι εκδόθηκε μονομερώς κατά ειδική διοικητική διαδικασία, που θεσπίσθηκε για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, προβλεπομένη στα άρθρα 75, 96 και 98 του από 11/12.11.1929 διατάγματος «περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων» (πρβλ. ΣτΕ 814/1977 Ολ., 2011/1982, πρβλ. επίσης ΣτΕ 2116/1975 Ολ., 3512/1975 Ολ., 4392/2010 κ.ά.). O ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας, κατά τον οποίο η πράξη έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και στερείται εκτελεστότητας, είναι απορριπτέος
ΣΕ 312/2018
2. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣΕ 2176/2004 Ολομ., ΣΕ 2485/2013, 4221/2009 κλπ.), κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής, ή εκείνες που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Ειδικώς στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση. Εάν δεν πληρούνται, όμως, οι ως άνω εξαιρετικές προϋποθέσεις, η παράλειψη απόφανσης επί αιτήματος ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης ως παράνομης, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου, δεν συνιστά περίπτωση προσβλητής με αίτηση ακύρωσης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
ΣΕ 509/2018 βεβαιωτική πράξη
5. Επειδή, ως συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί η από 8.11.2005 απόφαση του Ε.Σ.Ρ., με την οποία η Αρχή, επιληφθείσα κατόπιν του 14588/7.11.2005 σχετικού αιτήματος που υπέβαλε μετασχόν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης μέλος, δέχθηκε ότι δεν συντρέχει λόγος επανεξέτασης της υπόθεσης όσον αφορά το είδος της επιβληθείσης κύρωσης. Τούτο διότι η νεώτερη αυτή πράξη εκδόθηκε χωρίς νέα κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης και, επομένως, στερείται εκτελεστότητας ως επιβεβαιωτική, κατά το ως άνω μέρος, της προσβαλλόμενης πράξης.
7. Επειδή, ο εκτελεστικός του άρθρου 101Α του Συντάγματος, αναθεωρηθέντος με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ν. 3051/2002 (Α΄ 220) ρύθμισε κατά ενιαίο τρόπο τα ζητήματα που αφορούν τις υπαγόμενες στο πεδίο εφαρμογής του συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές (άρθρο 1), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.). Ο νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 3, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, τα εξής: «1. … 2. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών και οι αναπληρωτές τους, όπου προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, επιλέγονται από τη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 101Α παρ. 2 του Συντάγματος και την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής διαδικασία, διορίζονται δε με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. 3. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί …». Περαιτέρω, με το άρθρο 5 παρ. 9 του ίδιου ν. 3051/2002 καταργήθηκε, από τη δημοσίευσή του (20.9.2002), η διάταξη του εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2863/2000 περί Ε.Σ.Ρ. κ.τ.λ. (Α΄ 262), η οποία προέβλεπε ότι η υπουργική απόφαση διορισμού των μελών του Ε.Σ.Ρ. δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Ε.τ.Κ.). Εξάλλου, ο ν. 301/1976 περί της δημοσιευόμενης ύλης στην Ε.τ.Κ. (Α΄ 91) ορίζει στο άρθρο 2, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο κατόπιν τροποποιήσεώς του με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), τα ακόλουθα: «1. Δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως: α) … η) Αι αφορώσαι εις την υπηρεσιακήν θέσιν ή κατάστασιν, ή τας αποδοχάς ή απολαβάς εν γένει των δημοσίων λειτουργών, … πράξεις. Κατ’ εξαίρεσιν δημοσιεύονται υποχρεωτικώς αι περί διορισμού, … των ως άνω λειτουργών … πράξεις … [«εν περιλήψει», κατά το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α΄ του αυτού ν. 301/1976]». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, και μετά την κατάργηση της ως άνω διάταξης του εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2863/2000 από τη δημοσίευση του ν. 3051/2002, η υπουργική απόφαση περί διορισμού των μελών της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης Αρχής του Ε.Σ.Ρ. -τα οποία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3051/2002, έχουν την ιδιότητα του ανώτατου κρατικού λειτουργού- αποτελεί ατομική διοικητική πράξη δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενόψει της περί τούτου ειδικής πρόβλεψης της διάταξης του δευτέρου εδαφίου της περ. η΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 301/1976, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 1599/1986. Σύμφωνα δε με το άρθρο 18 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και τα παγίως, άλλωστε, κριθέντα, η ατομική αυτή πράξη αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη συντέλεση της εν λόγω δημοσίευσης. Κατόπιν τούτων, η 2143/24.10.2005 απόφαση του Υπουργού Επικρατείας περί διορισμού, μεταξύ άλλων, του … ως τακτικού μέλους του Ε.Σ.Ρ. έχρηζε δημοσίευσης στην Ε.τ.Κ., όπως ρητώς, άλλωστε, αναγράφεται και στο κείμενό της. Η κατά νόμον απαιτούμενη, ως συστατικός τύπος της εν λόγω πράξης διορισμού, δημοσίευση στην Ε.τ.Κ. έλαβε χώρα στις 9.11.2005 (τεύχος Β΄, αρ. φύλλου 1548), οπότε η πράξη αυτή απέκτησε νόμιμη υπόσταση, η δε ημερομηνία υπογραφής της (24.10.2005) από τον εκδόντα Υπουργό είναι, από της εξεταζόμενης εν προκειμένω απόψεως, άμοιρη νομικής σημασίας. Συνακολούθως, την 1.11.2005, κατά την οποία συνήλθε η Ολομέλεια του Ε.Σ.Ρ. και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο … δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους της Αρχής, και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα πρόσκλησής του να μετάσχει στη σχετική συνεδρίαση, ώστε η απουσία του να επάγεται τη λήψη της απόφασης υπό μη νόμιμη σύνθεση, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί αντιθέτου προβαλλόμενου ως άνω πρόσθετου λόγου ακυρώσεως.
ΣΕ 935/2018 πληροφοριακού χαρακτήρα έγγραφο
7. Επειδή, ενόψει του ότι η βασική πρόβλεψη περί κατάργησης της προσυνταξιοδοτικής παροχής ως αυτοτελούς παροχής (με αντικατάστασή της από την προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016 προσαύξηση) ως προς τους ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ που δεν έχουν θεμελιώσει “δικαίωμα λήψης της παροχής” μέχρι τις 12.5.2016 καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της προσυνταξιοδοτικής παροχής “με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75% υπολογιζομένο επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις …” θεσπίζονται απευθείας με τον ν. 4387/2016 και ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 53 παρ. 3 (όσον αφορά το ζήτημα της κατάργησης του πιο πάνω είδους παροχής) και 73Α παρ. 1 (όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της). Συνεπώς, το προσβαλλόμενο έγγραφο, κατά το μέρος που περιορίζεται στην επανάληψη των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων αποτελεί έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα, στερούμενο εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, από το σύνολο των αιτούντων που παραστάθηκαν. Κατόπιν δε αυτού, ο 7ος και 8ος λόγος ακύρωσης, οι οποίοι στρέφονται ευθέως κατά των ανωτέρω διατάξεων νόμου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
ΣΕ 2709/2018 ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. δδ΄ του από 24/31.5.1985 π.δ/τος, η αναγνώριση δημοτικής οδού ως κυριότερης ή μοναδικής γίνεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη μετά από γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού. Επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με την οποία «εγκρίθηκε» ο χαρακτηρισμός της επίμαχης παραλιακής οδού ως κύριας διαδημοτικής, στερείται εκτελεστότητας , ως έχουσα προπαρασκευαστικό – γνωμοδοτικό χαρακτήρα και, επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 3622/2004, 1291/2008).