ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Άρθρο 225 ν. 3852/2010: Υποχρεωτικός έλεγχος νοµιµότητας 1. Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των δήµων και των περιφερειών αποστέλλονται υποχρεωτικά για έλεγχο νοµιµότητας στην Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας ΟΤΑ, εφόσον αφορούν: α) ρυθµίσεις κανονιστικού περιεχοµένου β) την επιβολή φόρων, τελών, δικαιωµάτων, γ) τη σύναψη κάθε µορφής συµβάσεων, στις οποίες συµπεριλαµβάνονται και εκείνες που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας, 2. Η απόφαση αποστέλλεται για έλεγχο νοµιµότητας συνοδευόµενη από αντίγραφο του αποδεικτικού δηµοσίευσης και από τα έγγραφα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νόµιµη έκδοση της, µέσα σε προθεσµία δεκαπέντε (15) ηµερών από τη συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου. Οι δήµοι, οι περιφέρειες και οι ανωτέρω επιχειρήσεις τους υποχρεούνται να διαβιβάζουν και κάθε επιπλέον στοιχείο που ζητείται από την Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας ΟΤΑ. 3. Ο Ελεγκτής Νοµιµότητας ελέγχει τη νοµιµότητα της απόφασης µέσα σε αποκλειστική προθεσµία τριάντα (30) ηµερών από την περιέλευσή της στην Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας ΟΤΑ και εκδίδει υποχρεωτικά ειδική πράξη. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η απόφαση είναι παράνοµη, τότε αυτή ακυρώνεται. Άρθρο 226 Αυτεπάγγελτος έλεγχος νοµιµότητας 4. Ο Ελεγκτής Νοµιµότητας µπορεί αυτεπαγγέλτως να ακυρώσει οποιαδήποτε απόφαση των συλλογικών ή µονοµελών οργάνων των δήµων και των περιφερειών, των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου αυτών και των επιχειρήσεων τους, εκτός από τις αποφάσεις των ανωνύµων εταιρειών στις οποίες οι φορείς της Τοπικής Αυτoδιοίκησης δεν έχουν την πλειοψηφία, καθώς και των συνδέσµων για λόγους νοµιµότητας, µέσα σε προθεσµία δύο µηνών αφότου η απόφαση έχει δηµοσιευθεί ή εκδοθεί. Οι δήµοι, οι περιφέρειες, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου αυτών και οι επιχειρήσεις τους, καθώς και οι σύνδεσµοι υποχρεούνται να παρέχουν κάθε στοιχείο που ζητείται από την Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας ΟΤΑ µε σκοπό την άσκηση του ελέγχου νοµιµότητας.
Άρθρο 227 Ειδική διοικητική προσφυγή – Αιτήσεις θεραπείας 1.α. Οποιοσδήποτε έχει έννοµο συµφέρον µπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις των συλλογικών ή µονοµελών οργάνων των δήµων, των περιφερειών, των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου αυτών και των συνδέσµων για λόγους νοµιµότητας, µέσα σε προθεσµία δεκαπέντε (15) ηµερών από τη δηµοσίευση της απόφασης ή την ανάρτηση της στο διαδίκτυο ή από την κοινοποίηση της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής. β. Προσφυγή επιτρέπεται και κατά παράλειψης οφειλόµενης νόµιµης ενέργειας των οργάνων της προηγούµενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή ασκείται εντός δεκαηµέρου από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσµίας που, τυχόν, τάσσει ο νόµος για την έκδοση της οικείας πράξης, διαφορετικά µετά την παρέλευση τριµήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφεροµένου. 2. Ο Ελεγκτής Νοµιµότητας αποφαίνεται επί της προσφυγής µέσα σε αποκλειστική προθεσµία δύο µηνών από την υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσµία χωρίς να εκδοθεί απόφαση θεωρείται ότι η προσφυγή έχει σιωπηρώς απορριφθεί.
Η προθεσμία εντός της οποίας ο πρύτανης ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας εκλογής μέλους ΔΕΠ είναι αποκλειστική: ΣτΕ 2445/2014 7μ
Με την απόφαση ΣτΕ 2445/2014 της επταμελούς σύνθεσης του Γ΄Τμήματος (που εκδόθηκε κατόπιν τη παραπεμπτικής ΣτΕ 1083/2013), κρίθηκε ότι η προθεσμία εντός της οποίας ο πρύτανης πρέπει να ελέγξει τη νομιμότητα εκλογής μέλους ΔΕΠ είναι αποκλειστική και η μη έκδοση της πράξης διορισμού μετά την πάροδο της συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειες. Περαιτέρω, η τυχόν εκδιδόμενη απόφαση του πρύτανη, με την οποία κρίνεται μη νόμιμη η διαδικασία εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι., είναι μη νόμιμη, ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων άσκησης της αρμοδιότητάς του.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το καθεστώς του Ν. 3549/2007, η σύνθετη διοικητική ενέργεια εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή λύσης της υπηρεσιακής σχέσεως λόγω μη μονιμοποίησης μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. ολοκληρώνεται με την πράξη του πρύτανη, ο οποίος, αφού ασκήσει προληπτικό έλεγχο νομιμότητας επί της προηγηθείσας διαδικασίας και διαπιστώσει ότι αυτή είναι νόμιμη, διαβιβάζει την πράξη του προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, ενώ ο προβλεπόμενος από το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος κρατικός έλεγχος νομιμότητας ασκείται, πλέον, κατασταλτικά, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της πρυτανικής πράξης.
Με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 3549/2007, ο κοινός νομοθέτης ανέθεσε μεν στους πρυτάνεις των Α.Ε.Ι. τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου νομιμότητας επί των πρακτικών εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., χωρίς ωστόσο να προβλέψει συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας ασκείται ο έλεγχος αυτός. Με τη διάταξη, όμως, του άρθρου 25 παρ. 1, τελευταίο εδάφιο, του Ν. 3549/2007, εξουσιοδοτήθηκε, κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα, ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να ρυθμίσει, με απόφασή του, τα ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, επομένως δε, να θεσπίσει και τις επιμέρους ρυθμίσεις που αφορούν την οργάνωση, τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης από τους πρυτάνεις του προαναφερόμενου προληπτικού ελέγχου νομιμότητας. Κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης, ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 3549/2007 αποτελεί και ο καθορισμός της προθεσμίας εντός της οποίας ασκείται ο έλεγχος αυτός, καθώς και ο χαρακτηρισμός της ως αποκλειστικής ή ενδεικτικής. Ενόψει δε, αφενός του γεγονότος ότι η εκδοθείσα, με βάση την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη, Φ.122.1/171/89650/Β2/13.8.2007 απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων χαρακτηρίζει ρητώς, στην παρ. 6 του άρθρου μόνου αυτής, την προθεσμία των εξήντα ημερών, εντός της οποίας ασκείται από τους πρυτάνεις των Α.Ε.Ι. ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας επί των πρακτικών εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., ως αποκλειστική και αφετέρου του σκοπού της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 2549/2007, η οποία, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 4186-87/2012, 4647/2012 7μ., 3574/2010 7μ.), αποβλέπει και στην ταχεία περάτωση της διαδικασίας διορισμού και μονιμοποίησης των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί, καθ’ ερμηνεία, να θεωρηθεί ως ενδεικτική. Εξάλλου, μετά την ολοκλήρωση του προαναφερόμενου προληπτικού ελέγχου νομιμότητας, την έκδοση της σχετικής, κατά περίπτωση, πρυτανικής πράξης και τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού υποχρεούται να ασκήσει τον συνταγματικά κατοχυρωμένο έλεγχο νομιμότητας, είτε κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, είτε αυτεπαγγέλτως εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους που αρχίζει την επομένη της ημερομηνίας περιέλευσης στο Υπουργείο της πρυτανικής πράξης με τα πρακτικά εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και κάθε σχετικό έγγραφο, τα οποία ο οικείος πρύτανης υποχρεούται, χωρίς καθυστέρηση, να αποστείλει μετά την ως άνω δημοσίευση. Εάν κατά τον έλεγχο αυτό, διαπιστωθεί παράβαση νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της σχετικής διαδικασίας ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ακυρώνει την πράξη του πρύτανη και αναπέμπει την υπόθεση στο οικείο Α.Ε.Ι., προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία από το σημείο που παρουσιάζεται η νομική πλημμέλεια (ΣτΕ 4186-87/2012, 4647/2012 7μ., 3574/2010 7μ.).
Μετά την πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας των εξήντα ημερών, που αρχίζει την επομένη από την περιέλευση στον πρύτανη του οικείου Α.Ε.Ι. του σχετικού, κατά περίπτωση, φακέλου με τα πρακτικά εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι., ο πρύτανης δεν δύναται πλέον να ασκήσει τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, η δε τυχόν εκδιδόμενη σχετική απόφασή του, με την οποία κρίνεται μη νόμιμη η διαδικασία εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι., είναι μη νόμιμη, ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων άσκησης της αρμοδιότητάς του (πρβλ. ΣτΕ 3057/2011, 613, 1314, 2398, 2657, 2907/2009, 991/2007, 1334, 2214, 3799/2001, 2160, 3260/2000, 2606/1999, 3616, 3848/1996). Η προθεσμία αυτή διακόπτεται εάν ο πρύτανης του οικείου Α.Ε.Ι. σωρευτικά α) ζητήσει και άλλα στοιχεία, β) τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας και γ) τα εν λόγω στοιχεία ζητηθούν πριν από την εκπνοή τής πιο πάνω προθεσμίας. Αντιθέτως, δεν διακόπτεται η εν λόγω προθεσμία σε περίπτωση που ο πρύτανης ζητήσει τη γνώμη οποιουδήποτε οργάνου, όπως είναι η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου μόνου της Φ.122.1/171/89650/Β2/13.8.2007 υπουργικής απόφασης Νομική Επιτροπή του Πανεπιστημίου, για την επίλυση νομικού ζητήματος που αφορά την οικεία υπόθεση, χωρίς να ζητεί πρόσθετα στοιχεία (πρβλ. ΣτΕ 1064/2011 , πρβλ. επίσης ΣτΕ 2398/2009, 3990/2001, 3263/2000 7μ., 2597/1999).
Περαιτέρω, μετά την πάροδο της αποκλειστικής αυτής προθεσμίας των εξήντα ημερών, χωρίς να έχει διαπιστωθεί μέσα στην προθεσμία αυτή παραβίαση της νομιμότητας της διαδικασίας εκλογής, εξέλιξης, μονιμοποίησης ή μη των μελών Δ.Ε.Π. του Α.Ε.Ι. από τον πρύτανη του οικείου Α.Ε.Ι., εκδηλώνεται παράλειψη του πρύτανη να προβεί στην έκδοση της σχετικής, κατά περίπτωση, πράξης και να διαβιβάσει αυτήν προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης στην παρ. 9 του Κεφ. Δ’ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 και στις παρ. 7 και 8 του άρθρου μόνου της Φ.122.1/171/89650/Β2/13.8.2007 απόφασης της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 3057/2011, 613, 1314, 2398, 2657, 2907/2009, 991/2007, 1334, 2214, 3799/2001, 2160, 3260/2000, 2606/1999, 3616, 3848/1996).
ΣτΕ 1949-2019 Εξέλιξη Μελών ΔΕΠ
ΤΕΙ και διαδικασία εκλογής ή εξέλιξης των μελών του κύριου επιστημονικού προσωπικού. Ο έλεγχος νομιμότητας του Υπουργού Παιδείας πρέπει να ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών. Έναρξη της προθεσμίας. Η ακυρωτική υα πρέπει να δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και μάλιστα εντός του εξαμήνου. Η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία διενεργήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας ο έλεγχος νομιμότητας της εξέλιξης του αιτούντος σε θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή, εκδόθηκε αναρμοδίως κατά χρόνο. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 1949/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου 17732529195802020087), ζητείται η ακύρωση της … απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Γ’ …/28.11.2017), με την οποία ακυρώθηκε, στα πλαίσια ελέγχου νομιμότητας, η …/…2016 απόφαση του Προέδρου του Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου (Γ’ …/…2016) περί εξέλιξης του αιτούντος από τη θέση … βαθμίδας Αναπληρωτή Καθηγητή σε θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή με γνωστικό αντικείμενο «Δενδροκομία – Λαχανοκομία» του Τμήματος Τεχνολογίας Τροφίμων της Σχολής Τεχνολογίας, Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής του Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου.
2. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4009/2011 (Α΄ 195) ορίζεται ότι: «1. α) Ο διορισμός των καθηγητών γίνεται με πράξη του Πρύτανη, η οποία εκδίδεται μέσα σε δύο μήνες από τη διαβίβαση του σχετικού φακέλου και ύστερα από έλεγχο της νομιμότητας της επιλογής ή της εξέλιξης … β) … Μετά τον έλεγχο αυτόν και εφόσον ο φάκελος της επιλογής δεν αναπεμφθεί στη σχολή για επανάληψη της διαδικασίας, η πράξη διορισμού δημοσιεύεται με επιμέλεια του πρύτανη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …» και στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 70 του ν. 4386/2016 (Α΄ 83/1.5.2016, διορθ. σφαλμ. Α΄ 91/19.5.2016), ότι: «2. Ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ελέγχει τη νομιμότητα οποιασδήποτε εκλογής ή εξέλιξης είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από προσφυγή που υποβάλλεται ενώπιόν του από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί εφόσον έχει εκδοθεί Πρυτανική πράξη εκλογής ή εξέλιξης, εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή από την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής, για τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Για τις περιπτώσεις άγονης εκλογής, η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης από τον Πρύτανη. Ο έλεγχος νομιμότητας από τον Υπουργό ολοκληρώνεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την περιέλευση του φακέλου στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.». Περαιτέρω, στο άρθρο 78 του ως άνω νόμου ορίζεται στην παρ. 1 ότι: «1. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, οι βαθμίδες του καθηγητή, του αναπληρωτή καθηγητή και του επίκουρου καθηγητή των μελών του Επιστημονικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τ.Ε.Ι., αντιστοιχούν στις βαθμίδες του καθηγητή πρώτης βαθμίδας, του αναπληρωτή καθηγητή και του επίκουρου καθηγητή που προβλέπονται στον παρόντα νόμο» και στην παρ. 3 ότι: «3. Διαδικασίες εκλογής και εξέλιξης σε θέσεις καθηγητών οποιασδήποτε βαθμίδας, για τις οποίες εκδίδεται προκήρυξη μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ή υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο για εξέλιξη καθηγητή, μετά την 1.7.2011, διέπονται έως τη δημοσίευση του Οργανισμού του ιδρύματος από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν τα προσόντα και τα κριτήρια εκλογής και εξέλιξης, για τα οποία εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού διατάξεις. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, έως τη δημοσίευση του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού, τα θέματα που ρυθμίζονται με τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό ρυθμίζονται προσωρινά με απόφαση της Συνέλευσης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …». Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 7 του ν. 4009/2011, εκδόθηκε η Φ.122.1/6/14241/Ζ2/27.1.2017 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (Β’ 225), με την οποία ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα θέματα εκλογής και εξέλιξης καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων, ανανέωσης και μονιμοποίησης των επί θητεία επικούρων καθηγητών και ελέγχου νομιμότητας των διαδικασιών αυτών. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 (Διαδικασία ελέγχου νομιμότητας) ορίζονται τα εξής: «1. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσης για την εκλογή ή εξέλιξη των καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων και την ανανέωση ή μονιμοποίηση των επί θητεία επίκουρων καθηγητών και την επικύρωση των πρακτικών, ο σχετικός φάκελος υποβάλλεται από τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος στον Πρύτανη του Ιδρύματος για τον προβλεπόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 4009/2011 όπως ισχύει, έλεγχο νομιμότητας και την έκδοση και δημοσίευση της πρυτανικής πράξης διορισμού στην προς πλήρωση θέση. Έλεγχος νομιμότητας πραγματοποιείται επίσης στις άγονες εκλογές και στις αρνητικές κρίσεις. Το αποτέλεσμα του ελέγχου νομιμότητας κοινοποιείται στο ΥΠ.Π.Ε.Θ. 2… 3… 4… 5… 6… 7. Σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία κρίνεται σύννομη, ο Πρύτανης υποβάλλει δια της αρμόδιας Διεύθυνσης του ΥΠ.Π.Ε.Θ. τις σχετικές κατά περίπτωση Πρυτανικές πράξεις προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι προβλεπόμενες ενέργειες για τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 8… 9. Στην περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 4009/2011, όπως ισχύει, ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κατά της πράξης του Πρύτανη ή αποφασισθεί ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της νομιμότητας της πράξης του Πρύτανη, ο Πρύτανης υποχρεούται να αποστείλει τον φάκελο στο ΥΠ.Π.Ε.Θ. μαζί με κάθε σχετικό έγγραφο. 10. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, τόσο ενώπιον του Πρύτανη, όσο και ενώπιον του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 47 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). 11. Προϋπόθεση για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προσφυγής του έχοντος έννομο συμφέρον, είναι η προηγούμενη έκδοση της πράξης διορισμού ή της διαπιστωτικής πράξης άγονης εκλογής ή αρνητικής κρίσης από τον Πρύτανη η οποία αναρτάται στο πληροφοριακό σύστημα. Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού είναι εξήντα (60) ημέρες και άρχεται από τη δημοσίευση της Πράξης του Πρύτανη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή από την κοινοποίηση της στον προσφεύγοντα ή αφότου τεκμηριωμένα ο προσφεύγων έλαβε γνώση αυτής. Στις περιπτώσεις άγονης εκλογής ή αρνητικής κρίσης, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής είναι εξήντα (60) ημέρες από την έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης του Πρύτανη η οποία αναρτάται στο πληροφοριακό σύστημα. Η εξάμηνη προθεσμία ελέγχου νομιμότητας από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ισχύει και για διαδικασίες των άγονων εκλογών και για αυτές των αρνητικών κρίσεων”. Τέλος, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 78 παρ. 3 του ν. 4009/2011 εκδόθηκε η 5/26.7.2012 (Β’ 2960) απόφαση της Συνέλευσης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας (το οποίο, με το άρθρο 1 του π.δ. 91/2013 – Α΄ 131, μετονομάσθηκε σε Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου) σχετικά με τη διαδικασία εκλογής, εξέλιξης και μονιμοποίησης των μελών του εν λόγω Τ.Ε.Ι.. Στο άρθρο 3 παρ. 7 της απόφασης αυτής ορίσθηκε ότι: «7. Ο έλεγχος νομιμότητας της επιλογής, της εξέλιξης ή της μονιμοποίησης γίνεται με ευθύνη του Προέδρου του Τ.Ε.Ι. … Μετά τον έλεγχο νομιμότητας εκδίδεται πράξη διορισμού ή εξέλιξης, η οποία … δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
3. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του ν. 4009/2011 που αποβλέπουν στην ταχεία περάτωση της διαδικασίας της εκλογής ή εξέλιξης των μελών του κύριου επιστημονικού προσωπικού («καθηγητών») των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στα οποία συγκαταλέγονται και τα Τ.Ε.Ι., από τα πανεπιστημιακά όργανα και στην χρονικά περιορισμένη, ενόψει της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών, ανάμειξη του Υπουργού Παιδείας στην όλη διαδικασία της εκλογής, συνάγεται ότι ο συνταγματικά κατοχυρωμένος έλεγχος νομιμότητας του Υπουργού Παιδείας επί της εκλογής ή εξέλιξης, πρέπει να ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία περιέλευσης της πράξης διορισμού που εκδίδει ο Πρύτανης (ή το αρμόδιο όργανο του Τ.Ε.Ι.) και του φακέλου της διαδικασίας επιλογής στο Υπουργείο Παιδείας. Μετά την πάροδο της αποκλειστικής αυτής προθεσμίας, ο Υπουργός δεν μπορεί πλέον να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας, η δε τυχόν εκδιδόμενη σχετική απόφασή του είναι παράνομη, ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων της αρμοδιότητάς του (βλ. ΣτΕ 927/2018, πρβλ. ΣτΕ 2657/2009, 9912/2007, 3990/2001, 3263/2000 κ.α.). Σε περίπτωση δε έκδοσης υπουργικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η πράξη εκλογής ή εξέλιξης, η οποία είναι, κατά το νόμο, δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πρέπει να δημοσιευθεί στην εν λόγω Εφημερίδα, και μάλιστα εντός της ως άνω προθεσμίας έξι μηνών και η σχετική ακυρωτική απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 3574/2010 7μ., 4647/2012 7μ., 4186-7/2012, σχετ. ΣτΕ 1375/2008 7μ.).
4. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την Φ.16/110755/Ε5/9.8.2013 απόφαση του Υπουργού Παιδείας (Γ΄ 934) προκηρύχθηκε μια θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή με γνωστικό αντικείμενο «Δενδροκομία – Λαχανοκομία» στο Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων του Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου. Με το …/…2016 πρακτικό της Ειδικής Επταμελούς Επιτροπής επελέγη ομόφωνα ο αιτών για την πλήρωση της εν λόγω θέσης και, ακολούθως, εκδόθηκε η …/…2016 απόφαση του Προέδρου του Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου (Γ΄ …/…2016) περί εξέλιξης του αιτούντος από την θέση Ε.Π. βαθμίδας Αναπληρωτή Καθηγητή στη θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από συνυποψήφιο του αιτούντος για την θέση αυτή η …/Ζ2/…2017 προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Παιδείας. Ο φάκελος εξέλιξης του αιτούντος περιήλθε στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στις 27.4.2017 (αρ. πρωτ.ΥΠ.Π.Ε.Θ. …/27.4.2017), η δε προσβαλλόμενη …/…2017 πράξη του Υπουργού, με την οποία ακυρώθηκε η πράξη εξέλιξής του στην θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις …/2017 (Γ΄ …/…2017).
5. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία διενεργήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας ο έλεγχος νομιμότητας της επίδικης εξέλιξης του αιτούντος στη θέση Ε.Π. βαθμίδας Καθηγητή, τελειώθηκε με την δημοσίευσή της (βλ. άρθρο 18 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – ν. 2690/1999, Α΄ 45) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 28.11.2017, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας 6 μηνών από τις 27.4.2017, ημερομηνία περιέλευσης του σχετικού φακέλου στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Συνεπώς, όπως βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε αναρμοδίως κατά χρόνο και πρέπει να ακυρωθεί, είναι δε αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
ΣΕ 1403/2020
4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 52 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α΄ 57), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 48 παρ.2 του ν.4313/2014 (Α’261), ορίζεται ότι: «Μέτρα ρύθμισης οδικής κυκλοφορίας 1. Μέτρα που αφορούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας, όπως στον καθορισμό των μονόδρομων, ποδηλατοδρόμων και κατευθύνσεων της κυκλοφορίας, στην προτεραιότητα οδών, στην αλλαγή της διατομής του οδοστρώματος ή της οδού, στην εγκατάσταση και λειτουργία φωτεινής σηματοδότησης, στον προσδιορισμό και τη λειτουργία των χώρων στάθμευσης οχημάτων σε κοινόχρηστους χώρους και γενικά στον καθορισμό χώρων στάθμευσης και στην επιβολή περιορισμών ή απαγορεύσεων κυκλοφορίας ή στάθμευσης, λαμβάνονται με αποφάσεις του Περιφερειακού ή Δημοτικού Συμβουλίου στο οδικό δίκτυο αρμοδιότητάς τους, με βάση μελέτες που έχουν εκπονηθεί από ή για λογαριασμό των αρμοδίων Τεχνικών Υπηρεσιών τους. Οι αποφάσεις αυτές εγκρίνονται από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. … Αν από τη λήψη των μέτρων της παρούσας παραγράφου επηρεάζονται οι υπηρεσίες οδικής μαζικής μεταφοράς, απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.), για την περιοχή αρμοδιότητάς του ή των αρμοδίων Υπηρεσιών των Περιφερειών για λεωφορειακές διαδρομές ΚΤΕΛ ή των Δήμων για αστικές λεωφορειακές διαδρομές, για τις άλλες περιοχές της χώρας». Εξάλλου στην παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: «Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού ισχύουν από την τοποθέτηση των οικείων πινακίδων σήμανσης, των σηματοδοτών ή των διαγραμμίσεων στο οδόστρωμα, …». Τέλος, στο άρθρο 109 ορίζεται ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του Κώδικα αυτού εκδιδόμενες αποφάσεις δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από αυτές που εκδίδονται από τις Αστυνομικές Αρχές, για τις οποίες προβλέπεται δημοσίευση διά τοιχοκόλλησης ή δημοσίευσης σε τοπικές εφημερίδες.
5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας συνάγεται ότι η διαδικασία θεσπίσεως των κυκλοφοριακών και συναφών ρυθμίσεων από τους Δήμους για τις οδούς της αρμοδιότητός τους δεν τελειώνεται, προτού εγκριθούν ρητώς οι σχετικές αποφάσεις των οργάνων τους από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, [ήδη, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47) η σχετική αρμοδιότητα ασκείται από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, από τον διορισμό του] ύστερα από άσκηση πλήρους, εκ μέρους του, ουσιαστικού ελέγχου. Η ως άνω πρόβλεψη περί της εγκρίσεως των σχετικών αποφάσεων από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης δεν αναφέρεται στον, κατά τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ασκούμενο κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α., αλλ’ αντιθέτως καθιερώνει ειδική διαδικασία θεσπίσεως των σχετικών κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, κατά την οποία η τελική αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει σε κρατικό όργανο, δηλαδή τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εν όψει του ότι οι θεσπιζόμενες κυκλοφορικές ρυθμίσεις δεν αποτελούν αμιγώς τοπική υπόθεση. Συνεπώς, πριν από την έκδοση της εγκριτικής ως άνω πράξεως, οι ρυθμίσεις αυτές των οργάνων των Ο.Τ.Α. είναι ανυπόστατες ως μη τελειωθείσες. Περαιτέρω, οι κατ’ αρθ. 52 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ. εγκριτικές αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως ως εκδιδόμενες κατά τον εν λόγω Κώδικα και έχουσες, οι ίδιες, κανονιστικό χαρακτήρα, τελειούνται δια της δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την ρητή πρόβλεψη του άρθρου 109 του νομοθετήματος αυτού∙ δεν αίρεται δε η υποχρέωση αυτή από το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει την έναρξη ισχύος των μέτρων από την τοποθέτηση της σχετικής σήμανσης (βλ. ΣτΕ 2547/2017, 1592/2016, 3809/2014, 4176/2013, 2675/2013, 819/2013 1115/2012). Από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πρέπει να καθίσταται σαφές το περιεχόμενο των θεσπιζομένων με την πράξη κανόνων, συνδημοσιευομένων εν ανάγκη και σχετικών διαγραμμάτων (ΣτΕ 1592/2016).
ΣΕ 204/2016
Ένταξη φαρμάκου σε κατάλογο συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που δεν αποζημιώνονται από τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως -. Μόνη η οργανωτική μεταβολή της αρμοδιότητος του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος εποπτεύει πλέον μόνος του τον ΕΟΠΥΥ δεν συνεπάγεται και την τροποποίηση της ειδικής διατάξεως του άρθρου 12 παρ 1 περ θ΄ ν 3816/10, η οποία προβλέπει συναρμοδιότητα του Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως για την έγκριση του αρνητικού καταλόγου φαρμακευτικών προϊόντων, ο οποίος άλλωστε είναι δεσμευτικός για ένα ευρύ φάσμα αποδεκτών ορισμένοι από τους οποίους δεν έχουν ενταχθεί στον ΕΟΠΥΥ. Η προβλεπόμενη στις διατάξεις των περιπτώσεων (ε) και (κ) του αρ. 12 παρ. 1 ν. 3816/2010 ένσταση συνιστά ενδικοφανή προσφυγή, ασκείται δε και στις περιπτώσεις εντάξεως φαρμακευτικών προϊόντων στον «αρνητικό κατάλογο». Εν προκειμένω, στην – δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως – προσβαλλομένη πράξη ουδεμία μνεία γίνεται ούτε για την προβλεπομένη από τις πιο πάνω διατάξεις κατ’ αυτής ενδικοφανή προσφυγή ούτε και για τις συνέπειες της μη ασκήσεως της από τους ενδιαφερομένους· αλλά και ούτε από άλλο στοιχείο του φακέλου προκύπτει ενημέρωση της αιτούσης για τα ανωτέρω. Είναι δε αβάσιμα τα προβαλλόμενα από τον καθ’ ου Υπουργό, περί του ότι συνάγεται τέτοια γνώση της αιτούσης από το γεγονός και μόνον ότι αυτή είχε ασκήσει την προαναφερθείσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον του πρώτου εκδοθέντος «αρνητικού καταλόγου» χωρίς, όμως, και τότε να έχει ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή. Συνεπώς, παραδεκτώς ασκείται από της απόψεως του αρ. 45 παρ. 2 του κωδ. π.δ/τος 18/1989 η υπό κρίσιν αίτηση ακυρώσεως. Η κατά το άρθρο 12 παρ. 1 περ. θ’ ν. 3816/2010 προβλεπόμενη συναρμοδιότητα του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Πρόνοιας για την έγκριση του «αρνητικού καταλόγου» ίσχυε και κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία, ως εκ τούτου, αναρμοδίως εξεδόθη μόνον από τον αναπληρωτή Υπουργό Υγείας. Δεκτή εν μέρει η αίτηση ακυρώσεως.
ΣΕ 1988/2014
Ενδικοφανής προσφυγή – Διοικητική σύμβαση -. Ο κανόνας της υποχρεωτικής ενημέρωσης από τη διοίκηση, ισχύει επί ενδικοφανών προσφυγών προβλεπομένων από το νόμο, ενώ τέτοια ανάγκη ενημέρωσης δεν υφίσταται, όταν η προηγούμενη τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας προβλέπεται στο κείμενο διοικητικής σύμβασης (είτε στην ίδια την σύμβαση, είτε στη συνοδεύουσα αυτή γενική και ειδική συγγραφή υποχρεώσεων), δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή η σχετική δυνατότητα παρέχεται στον ανάδοχο δυνάμει όρου της σύμβασης, την οποία ο ίδιος έχει υπογράψει και το περιεχόμενο της οποίας έχει τεθεί υπόψη του και έχει γίνει αποδεκτό από αυτόν και, κατά συνέπεια, έχει προσηκόντως ενημερωθεί για την υποχρέωση τήρησης της προδικασίας.
ΣΕ 1592/2012
Απέλαση – Ενδικοφανής προσφυγή -. Ενημέρωση από αρμόδια αρχή αλλοδαπού σε γλώσσα που κατανοεί. Για την τήρηση εκ μέρους της Διοικήσεως της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό της δυνατότητας να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά πράξεως που τον αφορά, αρκεί το έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού, σε περίπτωση μη κατανοήσεως του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επιδόσεως του, να αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας και επίσης του δικαιώματος του να μην υπογράψει το επιδοτήριο, νοουμένου οίκοθεν ότι φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα (Αντίθετη μειοψηφία).
ΣΕ 1373/2007
Ενημέρωση διοικουμένου επί ενδίκου μέσου -. Η υποχρέωση της διοίκησης να πληροφορεί τον διοικούμενο για τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν επεκτείνεται και στα ένδικα μέσα και βοηθήματα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως η προσφυγή.
ΣΕ 1610/2020 Β Τμ. – τέλη κυκλοφορίας – όχι ενδικοφανής
Τέλη κυκλοφορίας οχημάτων -. Η Πράξη Επιβολής Τελών Κυκλοφορίας οχημάτων δεν υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή αλλά σε απευθείας προσφυγή άρθ. 63 ΚΔΔ. Εκπροθεσμη άσκηση προσφυγής, μετά την απόρριψη της εμπροθέσμως ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής. Παραδεκτή η εκπρόθεσμη προσφυγή λόγω των εύλογων αμφιβολιών που υπήρχαν ως προς το αν υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή ή σε απευθείας προσφυγή.
11. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατίθενται στις σκέψεις 5, 6 και 7, συνάγεται, όπως άλλωστε κρίθηκε με μη πληττόμενη κατ’ αναίρεση σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα τέλη κυκλοφορίας, τα οποία συνιστούν φόρο (ΣτΕ 3641/1984, 4287/2011), δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ. και, ως εκ τούτου, η πράξη επιβολής τους δεν υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 63 αυτού αλλ’ αντιθέτως υπόκειται απευθείας σε προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ.· η τήρηση της προθεσμίας άσκησης της τελευταίας, της οποίας δεν χωρεί διακοπή συνεπεία άσκησης διοικητικής προσφυγής (άρθρο 67 παρ. 1 εδ. τελ. Κ.Δ.Δ.), κρίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του Κ.Δ.Δ.. Από τις αυτές όμως διατάξεις, οι οποίες ερμηνεύονται συνδυαστικά για πρώτη φορά με την παρούσα απόφαση, συνάγεται ομοίως ότι κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εγεννώντο εύλογες αμφιβολές ως προς το ζήτημα της υπαγωγής της πράξης επιβολής τελών κυκλοφορίας σε προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ. απευθείας, δίχως την προηγούμενη προσβολή της με προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ.. Τούτο, διότι στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου και άρα στην ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 63 αυτού υπέκειντο και οι πράξεις επιβολής κάθε φόρου ή τέλους, για τη βεβαίωση ή είσπραξη των οποίων, κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, εφαρμόζονταν ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, ως προς δε τη βεβαίωση ή είσπραξη των ενδίκων τελών κυκλοφορίας ναι μεν δεν χωρούσε, κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος ή προστιθέμενης αξίας, πλην, ως εκ της κατά τον νόμο ανάθεσης της σχετικής αρμοδιότητας στον Προϊστάμενο της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ., εγεννώτο σχετικώς εύλογες αμφιβολίες, η ύπαρξη των οποίων καταδεικνύεται και από την παροχή σχετικών διευκρινίσεων με την ΠΟΛ 1014/26-1-2017 του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «με αφορμή […] ερωτήματα» προς την εν λόγω Υπηρεσία. Εν προκειμένω, το αναιρεσείον υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή κατά των ένδικων καταλογιστικών πράξεων στις 12-5-2016. Επί της προσφυγής αυτής προβλεπόταν προθεσμία απόφανσης εκατόν είκοσι ημερών, ανασταλείσα κατά τον μήνα Αύγουστο, ήτοι προθεσμία έως τις 10-10-2016 (63 παρ. 5 Κ.Φ.Δ.), πλησίον της εκπνοής της οποίας εξεδόθη η 3309/3-10-2016 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., απορριπτική της ενδικοφανούς προσφυγής ως εκ της μη υπαγωγής των καταλογιστικών πράξεων σε τέτοια· κατά της απορριπτικής της ενδικοφανούς προσφυγής απόφασης και εντός της κατ’ άρθρο 66 παρ. 2 περ. α του Κ.Δ.Δ. προθεσμίας των τριάντα ημερών ασκήθηκε (24-10-2016) η ένδικη προσφυγή. Υπό τα ως άνω όμως δεδομένα, το απαράδεκτο της ένδικης προσφυγής, ως ασκηθείσας μετά την προθεσμία των τριάντα ημερών με αφετηρία τη συναχθείσα από την υποβολή του /13-4-2016 εγγράφου και, πάντως, της 7212/12-5-2016 ενδικοφανούς προσφυγής γνώση των καταλογιστικών πράξεων, έπρεπε, λόγω των κατά τα προαναφερόμενα εύλογων αμφιβολιών ως προς έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, οι οποίες ερμηνεύονται συνδυαστικά για πρώτη φορά με την παρούσα απόφαση, περί της υπαγωγής της πράξης επιβολής τελών κυκλοφορίας σε προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ. απευθείας, δίχως την προηγούμενη προσβολή της με προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ., να συγχωρηθεί και η ένδικη προσφυγή να εξετασθεί περαιτέρω, σύμφωνα και με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 9/1988 Ολομ., 1327, 2073/2008 7μ., 2039/2013, 1439/2018). Ως εκ τούτου, πρέπει, για τον ως άνω βασίμως προβαλλόμενο λόγο, να γίνει δεκτή η αίτηση, η έρευνα των λοιπών λόγων της οποίας παρέλκει, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεων κατά το πραγματικό μέρος, να παραπεμφθεί στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου τούτο να εξετάσει την προσφυγή του αναιρεσείοντος.
Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 320
Ετος: 2020
________________________________________
Περίληψη
Πρότυπη δίκη – Φορολογία εισοδήματος – Διορθωτικός προσδιορισμός φόρου εισοδήματος – Παραγραφή εξουσίας για βεβαίωση και επιβολή του φόρου – Προθεσμία διενέργειας φορολογικού ελέγχου – Διενέργεια ελέγχου από ιδιώτες ελεγκτές – Τροποποίηση – Όρια εξουσιοδοτήσεως – Ασφάλεια δικαίου -. Περαίωση χρήσεων κατόπιν φορολογικού πιστοποιητικού ιδιώτη ελεγκτή. Μεταβολές του οικείου κανονιστικού καθεστώτος. Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αναδρομική ανατροπή αποτελεσμάτων συντελεσθείσας περαίωσης φορολογικών υποθέσεων. Ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεων ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της ΠΟΛ 1034/31.12.2015 η δι’ αυτής κατάργηση των §§ 2 και 6 του άρθρου 5, καθώς και η αντικατάσταση της § 5 του άρθρου 5 και του άρθρου 6 της ΠΟΛ 1159/2011 έγιναν προς «αποκατάσταση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου», αφού θεωρήθηκε ότι η ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011 δεν μπορούσε να ορίσει, όπως εξελήφθη ότι έκανε, χρόνο παραγραφής (18 μήνες) βραχύτερο του οριζόμενου στο άρθρο 84 του νόμου 2238/ 1994 και στο άρθρο 36 του νόμου 4174/2013 (κατ’ αρχήν, πενταετία). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 § 25 του ν. 4172/2013, «έπαυσαν να ισχύουν», από 1.1.2014, οι διατάξεις των §§ 5 και 8 του άρθρου 82 του ΚΦΕ (ν. 2238/1994), δηλαδή εξακολούθησαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται για τις προηγούμενες της έναρξης ισχύος του νέου ΚΦΕ χρήσεις. Το αυτό ισχύει για τις διατάξεις της εκδοθείσας ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011. Κατά τις διατάξεις της ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της διάταξης της § 9 του άρθρου 8 του ν. 4110/2013, ήτοι στις 23.1.2013, η προβλεπόμενη από το άρθρο 5 της εν λόγω ΑΥΟ προθεσμία των 18 μηνών δεν είχε παρέλθει ούτε για τις εταιρείες, που έκλεισαν ισολογισμό στις 30.6.2011, ως προς τις οποίες η προθεσμία υποβολής της έκθεσης φορολογικής συμμόρφωσης στη βάση δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ. είχε παραταθεί, με την ΠΟΛ 1011/2012, έως τις 30.3.2012· ομοίως, κατά τις διατάξεις της ΑΥΟ ΠΟΛ 1236/2013, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της διάταξης της περίπτωσης 20 της υποπαραγράφου Δ2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, ήτοι στις 1.1.2014, δεν είχαν παρέλθει οι προθεσμίες ελέγχου, που τάχθηκαν με αυτές αναλόγως του χρόνου λήξης των διαχειριστικών περιόδων έως και ή μετά την 31.3.2012]. Περαιτέρω, η διάταξη της § 9 του άρθρου 8 του ν. 4110/2013 δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4172/2013. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο με τη διάταξη του εδαφίου β΄ της § 40 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, όπως η διάταξη αυτή τέθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαρ. Δ.2, περίπτ. 20 του ν. 4254/2014, «διατηρήθηκε σε ισχύ» η ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011 όπως, προφανώς, είχε στο μεταξύ τροποποιηθεί, για χρήσεις, που άρχισαν πριν από την 1.1.2014. Παράλληλα προβλέφθηκε η δυνατότητα τροποποίησης της εν λόγω υπουργικής απόφασης, τέτοια δε τροποποίηση επιχειρήθηκε με την προαναφερόμενη ΠΟΛ 1034/31.12.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Ενόψει του σκοπού της κατάργησης, ως μη νόμιμης, της, εκληφθείσας ως επιφέρουσας μείωση του χρόνου παραγραφής, που ορίζεται στους νόμους 2238/1994 και 4174/2013, ρύθμισης των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 της ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011, η ΠΟΛ 1034/31.12.2015 καταλαμβάνει ratione temporis και την επίδικη χρήση (του έτους 2012), ως προς την οποία είχε ήδη παρέλθει η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011 δεκαοκτάμηνη προθεσμία διενέργειας φορολογικού ελέγχου και αυτή (η χρήση) είχε ήδη περαιωθεί, δυνάμει της προαναφερόμενης ρύθμισης της περίπτωσης α της § 1 του άρθρου 6 της ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011 (Αντίθετη μειοψηφία). Με την διάταξη του ν. 4254/2014 προβλέφθηκε η δυνατότητα τροποποίησης της ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011, με δεδομένο, όμως, ότι η διάταξη αυτή, ορίζοντας ότι η ΑΥΟ ΠΟΛ 1159/2011 «μπορεί να τροποποιηθεί ύστερα από γνώμη της ΕΛΤΕ», δεν περιέχει καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης ούτε, πολύ περισσότερο, την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση· όπως παγίως απαιτείται πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει κατά τούτο, δηλαδή ως προς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό και την ουσιαστική ρύθμιση του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, στην αρχική εξουσιοδοτική διάταξη της § 8α του άρθρου 82 του ΚΦΕ, απαιτώντας επιπρόσθετα την ύπαρξη γνώμης της ΕΛΤΕ. Δοθέντος, όμως, ότι ως τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί η, δια της κατάργησης των ρυθμίσεων περί της κατά χρόνο και κατ’ είδος έκτασης του φορολογικού ελέγχου, ανατροπή των αποτελεσμάτων περαίωσης των φορολογικών υποθέσεων χρήσεων, όπως η επίδικη, η τροποποίηση των ρυθμίσεων αυτών, που επιχειρήθηκε με την ΠΟΛ 1034/31.12.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δεν ήταν νόμιμη ως κείμενη εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η αναδρομική ανατροπή των αποτελεσμάτων συντελεσθείσας περαίωσης των φορολογικών υποθέσεων χρήσεων, θα αντέβαινε στις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εφόσον θα ανέτρεπε τη σταθερή και δικαιολογημένη, δημιουργηθείσα ως εκ της νομοθετικής ρύθμισης του θέματος, πεποίθηση των φορολογουμένων επιχειρήσεων (Αντίθετη μειοψηφία).
ΣΕ Β τμ. 432/2020 – ενδικοφανής – πότε μπορούν να προβληθούν το πρώτον λόγοι με το ένδικο βοήθημα
Φορολογία τελών χαρτοσήμου – Παραγραφή πενταετής – Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΦΕ – Λόγοι ενδικοφανούς προσφυγής -. Πότε επιτρέπεται η συμπλήρωση των λόγων με το ένδικο βοήθημα. Λόγοι, που θέτουν αμιγώς νομικά ζητήματα (που ανάγονται δηλαδή στην ισχύ και το κύρος ή στην ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικών αρχών του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δίχως να προϋποθέτουν έρευνα του πραγματικού), δύνανται να προβληθούν παραδεκτώς με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (ή και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων) καίτοι δεν είχαν προβληθεί με την ενδικοφανή προσφυγή. Ομοίως και λόγοι, που σχετίζονται μεν με έρευνα περί της συνδρομής πραγματικού, αλλά προέκυψαν από την επί της ενδικοφανούς προσφυγής απόφαση (π.χ. από τη διαδικασία έκδοσής της ή την αιτιολογία της) ή ανέκυψαν οψιγενώς. Πενταετής η παραγραφή της φορολόγησης χαρτοσήμου. Αναλογική εφαρμογή διάταξης του ΚΦΕ. Μη υπάρχουσας διάταξης περί παραγραφής στον ΚΝΤΧ για το μέχρι τις 31.12.2013 διάστημα, ισχύει η 5ετής (και, κατ’ εξαίρεση 10ετής) προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του Δημοσίου προς επιβολή τέλους χαρτοσήμου και εισφοράς 20% υπέρ ΟΓΑ, από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννάται η υποχρέωση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της σχετικής διάταξης του ΚΦΕ (Ειδικότερη γνώμη).
7. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ. προβλέφθηκε ενδικοφανής διαδικασία, η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2465/2018 7μ.). Ο σκοπός αυτός της εν λόγω ενδικοφανούς διαδικασίας και η ανάγκη διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματός της δεν αναιρoύνται σε περίπτωση που με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων (άρθρο 131 Κ.Δ.Δ.) προβάλλονται, αναφορικά (και μόνο) με τα κεφάλαια της πράξης που αμφισβητήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή και τα αιτήματα που διατυπώθηκαν με αυτήν, νομικές αιτιάσεις, οι οποίες δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ενδικοφανή προσφυγή. Ειδικότερα, λόγοι με τους οποίους τίθενται αμιγώς νομικά ζητήματα, ήτοι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ισχύ και το κύρος (αυτεπαγγέλτως άλλωστε εξεταστέα επί αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη της φορολογικής αρχής, ΣτΕ 1438/2018 7μ.) ή στην ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικών αρχών του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δίχως να προϋποθέτουν έρευνα κρίσιμου πραγματικού, το οποίο δεν έχει τεθεί από την πλευρά του φορολογουμένου με την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης, δύνανται να προβληθούν παραδεκτώς από την εξεταζόμενη άποψη με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής. Αντιθέτως, δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να προβληθούν παραδεκτώς με την προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων λόγοι οι οποίοι σχετίζονται με έρευνα περί της συνδρομής πραγματικού και οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στην ενδικοφανή προσφυγή, εκτός εάν οι προβαλλόμενες πλημμέλειες προέκυψαν από την επί της ενδικοφανούς προσφυγής απόφαση (αναφορικά π.χ. με τη διαδικασία έκδοσης αυτής ή τη νέα, σε σχέση με εκείνη της αρχικής πράξης, αιτιολογία αυτής) ή ανέκυψαν οψιγενώς. Η ρύθμιση, δε, κατά τον αμέσως προπεριγραφόμενο τρόπο, των όρων τήρησης της επίμαχης ενδικοφανούς διαδικασίας παρίσταται αρκούντως σαφής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της για τον μέσο επιμελή φορολογούμενο, ενόψει και της ανάγκης ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της κατά το δυνατόν ταχείας και αποτελεσματικής εκκαθάρισης των φορολογικών διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων και, αφετέρου, της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του ίδιου. Τέλος, η ρύθμιση αυτή, η οποία, υπαγορευόμενη από τους προπαρατιθέμενους λόγους, δεν οδηγεί σε αναίρεση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου, δεν αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος, ούτε σε εκείνη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) ούτε, τέλος, σε εκείνη του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφόσον έλκεται σε εφαρμογή κατ’ άρθρο 51 αυτού), οι οποίες δεν αποκλείουν τη θέσπιση δικονομικών προϋποθέσεων που συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1858/2015, 1619, 601/2012 κ.ά., ΣτΕ 2013/2018, 4788/2014 7μ. κ.ά., πρβλ. επίσης ΣτΕ 2362/2015, 2188/2019, 3519/2004) (ΣτΕ 1483-1485/2019 7μ., 1686/2019).
ΣΕ 526/2018 τμ. Δ
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι είναι μη νόμιμη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου για την εξουσία ελέγχου του Υπουργού επί προσφυγών νομιμότητος του άρθρου 8 ν . 3200/1955 . Προβάλλουν, δηλαδή, οι εκκαλούντες ότι ο αρμόδιος Υφυπουργός εν όψει του νέου στοιχείου που είχαν συνυποβάλει με την προσφυγή τους και το οποίο κλόνιζε -κατ΄ αυτούς- την αιτιολογία της ανακλητικής πράξεως, ώφειλε νʼ ακυρώσει την πράξη αυτή του Γ. Γραμματέα και να διατάξει νέα έρευνα. Ο λόγος είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως νόμω αβάσιμος, διότι, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 2624/2011, σκ. 6, 208/2012, σκ. 12, βλ. και ΣτΕ 4484/12, σκ. 5 και 1894/2012, σκ. 8) σύμφωνα με τον συνδυασμό των άρθρων 8 ν . 3200/1955 και 1 παρ. 2ν. 2503/1997 ο Υπουργός, επιλαμβανόμενος προσφυγής του άρ. 8ν. 3200/1955, έχει εξουσία να ελέγξει μόνο την νομιμότητα της πράξεως του Γ. Γραμματέως και συνεπώς, δεν έχει την αρμοδιότητα να κρίνει και την ουσιαστική της ορθότητα, εξετάζοντας το πρώτον νέα στοιχεία τα οποία δεν είχαν τεθεί υπ` όψιν προς εκτίμηση κατά την έκδοση της αρχικής πράξεως.
3579/2002 ΣΤΕ ΤΜ. Ε (335818)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ελεγχος νομαρχιακών αποφάσεων. Θεσπίζεται ειδική διοικητική διαδικασία άγουσα στην εξέταση της υπόθεσης από άποψη νομιμότητας πρώτον από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας και στη συνέχεια από τον αρμόδιο Υπουργό, επιλαμβανομένου προσφυγής κατά της σχετικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα. Ο Υπουργός δεν έχει εξουσίαν να ακυρώσει νομαρχιακή απόφαση κατόπιν άσκησης αίτησης θεραπείας ή προσφυγής κατά αυτής. Μη νόμιμα ο Υπουργός επελήφθη της αίτησης του παρεμβαίνοντος. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
2. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 2806/8.4.1998 απόφαση του Νομάρχου Μεσσηνίας εχορηγήθη άδεια χρήσεως νερού και εκτελέσεως έργου αξιοποιήσεως υδατικών πόρων (ανορύξεως γεωτρήσεως) σε ακίνητο του νυν αιτούντος, κειμένου στη θέση “Μύλοι”, κτηματικής περιοχής Χώρας ν. Μεσσηνίας. Εν συνεχεία, όμως η νομαρχιακή αυτή πράξη ηκυρώθη, διά της υπ’ αριθμ. 2714/16.4. 1999 αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, υπογραφομένης, εντολή αυτού, υπό του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του Ιπποκράτη Μαθιού, που χαρακτηρίζεται στην απόφαση αυτή ως “χαριστική προσφυγή” ή “αίτηση θεραπείας”. Της τελευταίας αυτής πράξεως ζητείται η ακύρωση διά της κρινομένης αιτήσεως.
3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ τους κύρους της νυν προσβαλλομένης πράξεως, μετά προφανούς εννόμου συμφέροντος, ο ως άνω Ιπποκράτης Μαθιός, του οποίου η προσφυγή έγινε δεκτή με την προσβαλλομένη υπουργική απόφαση.
4. Επειδή, στα άρθρα 69 και 70 του Κώδικος Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (π.δ/γμα 30/1996, Α΄ 21) – άρθρο 18 παρ. 12 και 13 του ν. 2218/1994 “΄Ιδρυση νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, τροποποίηση διατάξεων για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση και την περιφέρεια και άλλες διατάξεις” (Α΄ 90) – ορίζεται αντιστοίχως, ότι κατά των αποφάσεων του Νομάρχη επιτρέπεται, σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, προσφυγή για παράβαση νόμου στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή αν η απόφαση δεν δημοσιεύεται από την κοινοποίηση ή διαφορετικά αφότου έλαβε γνώση. Η προσφυγή κατατίθεται στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ή στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας με απόδειξη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 “περί διοικητικής αποκεντρώσεως”, όπως ισχύει κάθε φορά” (άρθρο 69) και ότι κατά των, κατά το άρθρο 68 αποφάσεων της επιτροπής του ίδιου άρθρου και των κατά το άρθρο 69 αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό, για παράβαση νόμου, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 “περί διοικητικής αποκεντρώσεως”, όπως ισχύει κάθε φορά” (άρθρο 70).
5. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 2806/8.4.1998 απόφαση του Νομάρχου Μεσσηνίας εχορηγήθη άδεια χρήσεως νερού και εκτελέσεως έργου αξιοποιήσεως υδατικών πόρων (ανορύξεως γεωτρήσεως) σε ακίνητο του νυν αιτούντος κειμένου στη θέση “Μύλοι”, κτηματικής περιοχής Χώρας ν. Μεσσηνίας. Εν συνεχεία, ο νυν παρεμβαίνων υπέβαλε την από 12.2.1999 “αίτηση” προς τον Υπουργό Γεωργίας, ο οποίος εξήτασε την ως άνω αίτηση ως “χαριστική προσφυγή ή αίτηση θεραπείας” και διά της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, υπογραφομένης, εντολή αυτού, υπό του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου δέχθηκε την αίτηση και ακύρωσε την ανωτέρω νομαρχιακή απόφαση. Σύμφωνα, όμως, με τις διατάξεις που αναφέρονται, στην προηγουμένη σκέψη, για τον έλεγχο των νομαρχιακών αποφάσεων θεσπίζεται ειδική διοικητική διαδικασία, άγουσα εις την εξέταση της υποθέσεως εξ επόψεως νομιμότητος πρώτον υπό του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας, ακολούθως δε υπό του αρμοδίου Υπουργού, επιλαμβανομένου προσφυγής κατά της σχετικής αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως. Κατά συνέπεια, ο Υπουργός δεν έχει την εξουσία να ακυρώσει, είτε για λόγους νομιμότητος είτε για λόγους ουσίας, νομαρχιακή απόφαση κατόπιν σχετικής αιτήσεως θεραπείας ή προσφυγής στρεφομένης ευθέως κατά της νομαρχιακής πράξεως. Κατ’ ακολουθίαν, εν προκειμένω, ο Υπουργός μη νομίμως επελήφθη της ανωτέρω αιτήσεως του παρεμβαίνοντος κατά της αποφάσεως του Νομάρχου, η οποία υπέκειτο σε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας, και ακύρωσε την απόφαση αυτή με την προσβαλλομένη πράξη του. Επομένως, η προσβαλλομένη πράξη είναι ακυρωτέα, κατά τον εμμέσως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως.
384/2018 ΣΤΕ ΤΜ. Ε ( 724478)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Προστασία περιβάλλοντος. Δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξης με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση αυτής, έστω για λόγους νομιμότητας. Πράξη απορρίπτουσα τέτοια αίτηση, δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η σιωπηρή άρνηση ανακλήσεως ή τροποποιήσεως του κανονιστικού περιεχομένου του π.δ/τος, κατά το μέρος που καθορίστηκε περιοχή, στην οποία περιλαμβάνεται το εκτός σχεδίου ακίνητο των αιτούντων, ως ζώνη πρασίνου περιορισμένων χρήσεων, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Οι αιτούντες έχουν αξίωση προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη.
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης, όπως αυτή εκδηλώθηκε με την πάροδο 90 ημερών από την επίδοση της από 25.7.2011 σχετικής αιτήσεως, να ανακληθεί το π.δ. της 6.3.2003 “Καθορισμός χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 ευρύτερη περιοχή Μεσογείων (..)” (Δ΄ 199), κατά το μέρος που αφορά σε ιδιοκτησία των αιτούντων σε εκτός σχεδίου περιοχή στη θέση “….” …… .
3. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα ../18.2.2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου της Δημοτικής Ενότητας ………., ο τρίτος των αιτούντων …….. …….. απεβίωσε στις 7.12.2013, ήτοι μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (21.12.2011), ενώ στις 6.2.2015 απεβίωσε και ο εκ των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του …… …. (βλ. την ../6.2.2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου της Δημοτικής Ενότητας …………). Τη δίκη συνεχίζουν με δήλωσή τους, κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), οι φερόμενοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των ανωτέρω, …….. χήρα …….. και ..- ……… καθώς και ….και ……….. , οι οποίοι νομιμοποίησαν τον δικηγόρο Πέτρο Μηλιαράκη με τα …/26.1.2017 και …/26.1.2017 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… .
4. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986 “για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος” (Α΄ 160), όπως η παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2742/1999 (Α΄ 207) και ίσχυαν οι διατάξεις αυτές κατά τον χρόνο έκδοσης του από 6.3.2003 π. δ/τος, ορίζονται τα εξής: “Χαρακτηρισμός περιοχών, στοιχείων ή συνόλων της φύσης και του τοπίου. 1. Ο χαρακτηρισμός περιοχών, στοιχείων ή συνόλων της φύσης και του τοπίου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 και ο καθορισμός των ορίων τους και των τυχόν ζωνών προστασίας τους γίνονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Γεωργίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού ύστερα από γνώμη του νομαρχιακού συμβουλίου, σε εφαρμογή περιφερειακού ή νομαρχιακού ή ειδικού χωροταξικού σχεδίου ή γενικού πολεοδομικού σχεδίου ή ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης. Σε κάθε περίπτωση η σύνταξη ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της σημασίας του προστατευτέου αντικειμένου και τη σκοπιμότητα των προτεινόμενων μέτρων προστασίας. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζεται η διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης των ειδικών αυτών περιβαλλοντικών μελετών και το περιεχόμενό τους. Ειδικά ο χαρακτηρισμός και ο καθορισμός των ορίων και των τυχόν ζωνών προστασίας, περιοχών, στοιχείων ή συνόλων της φύσης και του τοπίου, που περιλαμβάνονται σε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), γίνεται με την πράξη καθορισμού της Ζ.Ο.Ε. και με τη διαδικασία του άρθρου 29 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει. 2. Με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι αναγκαίοι για την προστασία του συγκεκριμένου αντικειμένου γενικοί όροι, απαγορεύσεις και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην κατάτμηση ακινήτων, καθώς και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και στην εκτέλεση έργων. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να προβλέπεται η υποχρέωση σύνταξης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και για έργα ή δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία έργων και δραστηριοτήτων του άρθρου 3 του παρόντος νόμου …”. Εξάλλου, το άρθρο 22 του ν. 1650/1986 ορίζει τα εξής: “1. Αν οι επιβαλλόμενοι κατά τα προηγούμενα άρθρα του παρόντος κεφαλαίου όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις είναι εξαιρετικά επαχθείς, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται υπέρμετρα η άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από την κυριότητα, ενόψει του χαρακτήρα και του περιορισμού της ιδιοκτησίας, το Δημόσιο, ύστερα από αίτηση των θιγομένων, μπορεί, κατά το μέτρο του δυνατού, να αποδεχθεί είτε την ανταλλαγή των ιδιωτικών εκτάσεων με εκτάσεις του Δημοσίου είτε την παραχώρηση κατά χρήση στους θιγομένους δημοσίων εκτάσεων σε παραπλήσιες περιοχές για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση είτε την καταβολή εφάπαξ ή περιοδικής αποζημίωσης, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη χρήση της ιδιωτικής έκτασης, είτε τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58). 2. … 3. … 4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Γεωργίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ορίζονται οι προϋποθέσεις, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία και οι λοιποί όροι για τη χορήγηση των οικονομικών αντισταθμισμάτων, των αποζημιώσεων ή επιδοτήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3. 5. …”.
5. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το π.δ. της 6.3.2003, το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986, καθορίστηκαν χρήσεις γης και όροι και περιορισμοί δόμησης κατά περιοχές Α, Β1, Β2, Β3, Β4, Γ1, Γ2, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ1, Θ2, Ι, Κ1, Κ2, K3, Λ, Λ1, Μ, στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 ευρύτερη περιοχή Μεσογείων (Ν. Αττικής) και ειδικότερα των Δήμων……….. και …
.. και των κοινοτήτων ……. , η οποία περιοχή εμπίπτει εντός της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου του Ν. Αττικής, που εγκρίθηκε με το π.δ. της 22.6.1983 (Δ΄ 284). Το άρθρο 2 του εν λόγω διατάγματος ορίζει ότι στις περιοχές με στοιχείο Α (Ζώνες πρασίνου) επιτρέπονται δημόσια και δημοτικά καθιστικά και, κατ’ εξαίρεση, ύστερα από προέγκριση χωροθέτησης, εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας και εγκαταστάσεις μετεωρολογικών και γεωδυναμικών σταθμών. Με την από 25.7.2011 αίτησή τους, την οποία απηύθυναν προς τους Υπουργούς Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού και Τουρισμού και η οποία φέρει τον τίτλο “αίτηση οφειλόμενης νομίμου ενέργειας”, οι αιτούντες, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες έκτασης εμβαδού 10.151,21 τ.μ., κειμένης στη θέση “… – …” …. με πρόσωπο στη ……., εντός της ως άνω περιοχής με στοιχείο Α του π. δ/τος της 6.3.2003, ζήτησαν το ακίνητό τους “να αποχαρακτηρισθεί με ανάκληση του Π.Δ. 6.3.2003 – ΦΕΚ 199Δ και να επανέλθουν τα πράγματα … στην προτέρα νομική και πραγματική κατάσταση…”, διότι ο χαρακτηρισμός του έγινε κατά πλάνη περί τα πράγματα και οι επιτρεπόμενες στην περιοχή με στοιχείο Α χρήσεις, δυνάμει του ανωτέρω διατάγματος, καθιστούν το εν λόγω ακίνητο ανενεργό και ανεκμετάλλευτο κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
6. Επειδή, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία προβλέπει την υποβολή αιτήσεως θεραπείας κατ’ ατομικής διοικητικής πράξεως, δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξεως με αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση αυτής, έστω για λόγους νομιμότητας (ΣτΕ 1585/2016), δεδομένου ότι η Διοίκηση, η οποία είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση, δεν υποχρεούται να τροποποιεί ή να ανακαλεί τις εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου κανονιστικές πράξεις της (ΣτΕ 573, 590/2016, 4244-7/2014, 1018/2013, 1818/2007). Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (ΣτΕ 1018/2013) και δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Συνεπώς και η προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση ανακλήσεως ή τροποποιήσεως του κανονιστικού περιεχομένου του π. δ/τος της 6.3.2003, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο καθορίστηκε περιοχή, στην οποία περιλαμβάνεται το ακίνητο των αιτούντων, ως ζώνη πρασίνου περιορισμένων χρήσεων, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, η δε υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΣτΕ 1585/2016 7μ., 590/2016, 573/2016, 4244 – 4247/2014, 1018/2013, 1818/2007). Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, στην οποία προσχώρησε η Πάρεδρος Μ. Τριπολιτσιώτη, η Διοίκηση υποχρεούται να προβεί στην ανάκληση ή τροποποίηση κανονιστικής πράξης, με την οποία τίθενται όροι και περιορισμοί στις χρήσεις γης και στη δόμηση ακινήτων σε συγκεκριμένη περιοχή, μόνον εάν τούτο επιβάλλεται από το ειδικό προστατευτικό καθεστώς που ισχύει στην περιοχή αυτή και προς τον σκοπό της μείζονος προστασίας της. Εξάλλου, οι αιτούντες, οι οποίοι επικαλούνται την ιδιότητα του ιδιοκτήτη έκτασης που περιλαμβάνεται σε περιοχή ή ζώνη προστασίας της φύσης για την οποία καθορίστηκαν περιορισμοί στις χρήσεις γης με π.δ. εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986, έχουν αξίωση προς αποζημίωση, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με την υποβολή αιτήσεως στη Διοίκηση, με την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επιδιώξουν την αναγνώριση του γεγονότος ότι έχει επέλθει ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας τους κατά τον προορισμό της και, περαιτέρω, τον καθορισμό του τρόπου της αποζημίωσής τους με την ανταλλαγή της έκτασής τους με έκταση του Δημοσίου ή την παραχώρηση κατά χρήση δημόσιας έκτασης σε παραπλήσια περιοχή για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση ή την καταβολή εφάπαξ ή περιοδικής αποζημίωσης ή τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία. Η Διοίκηση δε υποχρεούται να εξετάσει το σχετικό αίτημα και, εάν συντρέχει περίπτωση, να το ικανοποιήσει.
573/2018 ΣΤΕ ΤΜ. Ε ( 728938)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Προστασία περιβάλλοντος. Οριοθέτησης ρέματος. Δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα οι πράξεις περί ελέγχου και θεωρήσεως τεχνικών εκθέσεων και διαγραμμάτων. Η απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία επικυρώθηκαν οι οριογραμμές του ρέματος, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και δεν νοείται κατά αυτής αίτηση θεραπείας. Η άσκηση της αίτησης θεραπείας δεν διέκοψε την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη.
Με την αίτηση αυτή το αιτούν σωματείο επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 76199/2996/30.12.2013 απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής, Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Πελλοποννήσου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία απερρίφθη η από 27.11.2013 αίτηση θεραπείας του, 2) η υπ’ αριθμ. 45581/2101 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (ΦΕΚ 521/4.10.2013 τ. Δ΄), 3) η υπ’ αριθμ. 56200/3911/9.8.2013 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….., Περιφερειακή Ενότητα …, 4) η από 12.4.2013 πράξη της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της ιδίας ως άνω Περιφέρειας, 5) η από Νοεμβρίου 2012 και με αριθμό τεύχους Τ1 τεχνική έκθεση του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού και των σχετικών Ι και ΙΙ Παραρτημάτων, του με αριθμ. τεύχους Τ1α Παραρτήματος ΙΙΙ, καθώς και των από Νοεμβρίου 2012 με αριθμούς Δ1, Μ1, Ο1, Ο2, Ο3, Ο4 σχεδίων του ιδίου ως άνω Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού που τη συνοδεύουν και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος σωματείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας εταιρείας και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο …., …./2014 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 45581/2101/17.9.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (Δ΄ 521/4.10.2013), με την οποία επικυρώθηκαν οι οριογραμμές τμήματος του ρέματος “….” ….. Ζητείται, επίσης, η ακύρωση της ../…/9.8.2013 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας …. η οποία έχει ως θέμα τον ως άνω καθορισμό, της από 12.4.2013 πράξης της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….. περί ελέγχου και θεωρήσεως της τεχνικής έκθεσης που συντάχθηκε από Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό και των διαγραμμάτων που τη συνοδεύουν, της τεχνικής έκθεσης του Νοεμβρίου του 2012 και των σχεδίων του Νοεμβρίου του 2012 που συντάχθηκαν από τον αυτό Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό και του υπ’ αριθ. …/…./30.12.2013 εγγράφου του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της ως άνω Αποκεντρωμένης Διοίκησης, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση διοικητικής προσφυγής που υπέβαλε το αιτούν σωματείο κατά της ανωτέρω απόφασης οριοθέτησης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου και της από 12.4.2013 πράξης ελέγχου και θεωρήσεως της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….. .
3. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη, υπό την εκτιθέμενη εν συνεχεία ιδιότητά της, η εταιρεία “…..” ζητώντας την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως.
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 1790/25.7.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία της “Μονάδας Βιοαερίου, ισχύος 480 KW” της εταιρείας με την επωνυμία “….” (ήδη “…..”) στη θέση “…” της Δ.Ε. … του Δήμου … της Περιφερειακής Ενότητας … . Στο κεφάλαιο 9 της ανωτέρω απόφασης με τίτλο “Λοιποί όροι” υπήρχε ο όρος 9.32, ο οποίος όριζε ότι πριν την έναρξη λειτουργίας της δραστηριότητας έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία οριοθέτησης του ρέματος το οποίο διέρχεται παράπλευρα από το γήπεδο της παρεμβαίνουσας. Η εν λόγω παρεμβαίνουσα εταιρεία στις 14.11.2012 κατέθεσε αίτηση και μελέτη για την οριοθέτηση του ρέματος σε μήκος 270 μ. Η μελέτη περιελάμβανε τοπογραφικό διάγραμμα καθορισμού, τεχνική έκθεση του Νοεμβρίου 2012 αγρονόμου τοπογράφου, συνοδευόμενη από τοπογραφικό και υψομετρικό διάγραμμα καθορισμού οριογραμμών τμήματος του ρέματος “….” σε μήκος 270 μ. Το διάγραμμα ελέγχθηκε και θεωρήθηκε στις 12.4.2013 από τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας … . Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….. εξέδωσε την ../…/9.8.2013 πράξη περί καθορισμού των οριογραμμών του ρέματος και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η 45581/2101/17.9.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, με την οποία επικυρώθηκαν οι οριογραμμές του ρέματος “…” …. σε μήκος 270 μ. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης καθώς και κατά της από 12.4.2013 πράξης της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….. περί ελέγχου και θεωρήσεως της τεχνικής έκθεσης και των διαγραμμάτων που τη συνοδεύουν, το αιτούν σωματείο υπέβαλε την από 29.11.2013 αίτηση θεραπείας ενώπιον της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου. Με αυτήν ζήτησε να ακυρωθούν οι ως άνω πράξεις, να επανεξεταστεί ο καθορισμός των οριογραμμών του υδατορέματος “…” και να εκδοθεί νέα απόφαση καθορισμού οριογραμμών σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα σε τεχνική έκθεση πολιτικού μηχανικού, η οποία συνόδευε την αίτηση θεραπείας. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …./…/30.12.2013 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της ως άνω Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Με το έγγραφο αυτό το αιτούν σωματείο ενημερώθηκε ότι η προσφυγή κατά της 45581/2101/17.9.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα πρέπει να υποβληθεί και να εξεταστεί αρμοδίως από το Τμήμα Κρίσεως Προσφυγών του Υ.ΠΕ.Κ.Α. καθώς και ότι ως προς τις λοιπές πράξεις η Υπηρεσία δεν προχώρησε σε σύνταξη εισήγησης, διότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.
5. Επειδή, απαραδέκτως στρέφεται η αίτηση ακυρώσεως κατά της ../…/9.8.2013 “πράξης” του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας …. και της από 12.4.2013 πράξης της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας …. περί ελέγχου και θεωρήσεως τεχνικών εκθέσεων και διαγραμμάτων που τη συνοδεύουν, διότι οι πράξεις αυτές, ενσωματωθείσες στην 45581/2101/17.9.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, με την οποία περαιώθηκε η διαδικασία της επίδικης επικύρωσης, δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Περαιτέρω, το υπ’ αριθ. ../…/30.12.2013 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της ως άνω Αποκεντρωμένης Διοίκησης, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση αιτήσεως θεραπείας του αιτούντος σωματείου, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται, τόσο κατά το μέρος που αφορά την ως άνω μη εκτελεστή από 12.4.2013 πράξη της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ….., όσο και κατά το ενημερωτικό του μέρος που αναφέρεται στην 45581/2101/17.9.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.
6. Επειδή, εξάλλου, η προσβαλλόμενη 45581/2101/17.9.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (Δ΄ 521/4.10.2013), με την οποία επικυρώθηκαν οι οριογραμμές τμήματος του ρέματος “…” …., έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 2298/2016, 241/2015, 4992/2013, 4494/2009 7μ., 2957/2006). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία προβλέπει την υποβολή αίτησης θεραπείας κατ’ ατομικής διοικητικής πράξης, δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξης, με αίτημα την τροποποίηση ή ανάκληση αυτής, έστω και για λόγους νομιμότητας, δεδομένου ότι η Διοίκηση, η οποία είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση, δεν υποχρεούται να τροποποιεί ή να ανακαλεί τις εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου κανονιστικές πράξεις της (ΣτΕ 1585/2016 7μ., 590/2016, 573/2016, 4244/2014). Επομένως, η από 29.11.2013 αίτηση θεραπείας του αιτούντος σωματείου ενώπιον της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση ή τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονιστικής απόφασης περί επικυρώσεως οριογραμμών ρέματος δεν διέκοψε την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της τελευταίας αυτής απόφασης (ΣτΕ 573/2016). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 24.2.2014, μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την δημοσίευση της 45581/2101/17.9.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (4.10.2013), είναι απορριπτέα, καθ΄ ό μέρος στρέφεται κατά της απόφασης αυτής, ως εκπρόθεσμη, πρέπει δε να γίνει δεκτή η παρέμβαση.
628/2017 ΣΤΕ ΤΜ. Δ ( 699064)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου. Αποτελεί νπιδ που υπόκειται σε κρατική εποπτεία. Οι πράξεις κρατικής εποπτείας, που αφορούν τον διορισμό ή την ανάκληση διορισμού των μελών του ΔΣ, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον Δ’ Τμήματος του ΣτΕ. Η αιτούσα είχε, ως τρίτη, προθεσμία 60 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης υα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Η προθεσμία δεν διεκόπη με την υποβολή «αιτήσεων» προς τον αρμόδιο Υπουργό, διότι δεν επρόκειτο για αιτήσεις θεραπείας. Δεν στοιχειοθετείται παράλειψη της διοίκησης να προβεί στην ανάκληση της πράξης διορισμού. Δεν θεωρείται παραδεκτά συμπροσβαλλόμενη η τυχόν παράλειψη χορήγησης αντιγράφων από τη διοίκηση των αιτηθέντων εγγράφων, διότι δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 6981/ΔΙΟΕ 159/14.2.2014 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, β) η παράλειψη ανάκλησης της άνω προσβαλλόμενης πράξης σε συνέχεια της 1604/21.3.2014 ενημέρωσης προς τον αρμόδιο Υπουργό και γ) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ηλ. Μάζου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αιτούσα ως δικηγόρο, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1342684, 3845793/2014 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της απόφασης 6981/ΔΙΟΕ 159/14.2.2014 του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με τίτλο «Συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.)» (ΦΕΚ, Τεύχος Υπαλλήλων Ειδικών Θέσεων και Οργάνων Διοίκησης του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, Υ.Ο.Δ.Δ., Αρ. Φύλλου 73/17.2.2014), κατά το μέρος που με την πράξη αυτή διορίσθηκε ο ………….. ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. με διετή θητεία, β) της, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσης, παράλειψης του ανωτέρω Υπουργού να προβεί στην ανάκληση του διορισμού του ……….. ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ., στη συνέχεια της από 20.3.2014 αιτήσεως παροχής πληροφοριών και χορήγησης αντιγράφων που υπέβαλε η ήδη αιτούσα (αριθμός πρωτοκόλλου Γραφείου Υπουργού, 1604/21.3.2014), και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης. Κατετέθη, επίσης, το από 21.1.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με το οποίο ζητείται η ακύρωση και α) της παράλειψης της διοικητικής αρχής να χορηγήσει στην αιτούσα αντίγραφα εγγράφων στη συνέχεια της προμνησθείσης από 20.3.2014 αιτήσεως και της από 7.4.2014 ομοίας (αριθμός πρωτοκόλλου Γραφείου Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, 1860/7.4.2014), β) της παράλειψης ασκήσεως εποπτείας επί του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. και του ανωτέρω Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του, στη συνέχεια της προαναφερθείσης από 7.4.2014 αιτήσεως και της από 3.6.2014 «αναφοράς – προσφυγής» που υπέβαλε η ήδη αιτούσα προς τον ως άνω Υπουργό (αριθμός πρωτοκόλλου Γραφείου Υπουργού, 2804/4.6.2014), και γ) της τυχόν συντελεσθησομένης παράλειψης του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού να ενεργήσει στη συνέχεια της από 20.1.2016 «αιτήσεως χορήγησης εγγράφου και αιτιολόγησης παράλειψης άσκησης εποπτείας», που υπέβαλε η ήδη αιτούσα με αριθμό πρωτοκόλλου Γραφείου Υπουργού 354/20.1.2016.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων ο…………….
4. Επειδή, παρά την λήξη της ισχύος της πρώτης προσβαλλομένης υπουργικής απόφασης με την εξάντληση της διετούς θητείας του ορισθέντος με την πράξη αυτή Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. στις 17.2.2016 και πάντως με τον ορισμό του νέου Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 25921 – 7/3/2016 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 139/11.3.2016) -εν όψει των οριζομένων με την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του οικείου Κανονισμού Λειτουργίας (απόφαση 4829/ΔΙΟΕ 233/29.1.2009 Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ΦΕΚ Β΄ 195), κατά την οποία «Σε περίπτωση που λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου [του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.], αυτό εξακολουθεί να ασκεί κανονικά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές του μέχρι να διοριστεί νέο Διοικητικό Συμβούλιο»- η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της δοθέντος ότι η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στην δικάσιμο της 9.2.2016 και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 666/2016 αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου.
5. Επειδή, το «Κέντρον Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου» ιδρύθηκε με τον ν. 717/1977 (Α΄ 297), με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής: «1. Ιδρύεται νομικόν πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμίαν “Κέντρον Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου”, ανήκον εις το Κράτος, απολαύον διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας και λειτουργούν χάριν προαγωγής της επιστημονικής ερεύνης και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. 2. … 3. Η εποπτεία του Κράτους επί του Κέντρου ασκείται διά του Υπουργού Συντονισμού». Στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου, με τίτλο «Σκοπός – Δραστηριότητες», προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Σκοπός του Κέντρου είναι η προαγωγή της βασικής και εφηρμοσμένης ερεύνης και η διάδοσις της γνώσεως του διεθνούς και του ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου, ιδία δε του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως και η παροχή υπ’ αυτού συμβουλευτικής συνδρομής και νομικών πληροφοριών επί θεμάτων του επιστημονικού αντικειμένου του προς το Κράτος, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τας επαγγελματικάς οργανώσεις των νομικών και των φορέων της οικονομικής δραστηριότητος και τους δικηγόρους … 2. Προς εκπλήρωσιν του σκοπού του το Κέντρον συγκροτεί βιβλιοθήκην και αρχείον υλικού, εξυπηρετούμενα και διά συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας της νομικής πληροφορίας, καταρτίζει και εκτελεί μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα ερευνητικά προγράμματα, οργανώνει σεμινάρια, εκδίδει δημοσιεύματα, συνεργάζεται μεθ’ ημεδαπών και ξένων ερευνητικών κέντρων και οργανισμών του αυτού ή συγγενούς επιστημονικού ενδιαφέροντος και αναπτύσσει πάσαν άλλην πρόσφορον δραστηριότητα». Περαιτέρω, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 717/1977, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν αρχικώς με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 3312/2005 (Α΄ 35) και εν συνεχεία με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3513/2006 (Α΄ 265), ορίζεται ότι το Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. διοικείται από πενταμελές Συμβούλιο με πρόεδρο τον Διευθυντή του Κέντρου καθώς και ότι «Με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού, που εκδίδεται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4, μπορεί τα καθήκοντα του Προέδρου του Συμβουλίου να ανατίθενται σε άλλο πρόσωπο πλην του Διευθυντή». Προβλέπονται δε στην τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 717/1977 τα εξής: «Διευθυντής ως και Γραμματεύς διορίζεται δι’ αποφάσεων του εποπτεύοντος Υπουργού επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου διαρκείας δύο έως πέντε ετών, διατελών ή διατελέσας καθηγητής ελληνικού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, έχων συγγενή προς το επιστημονικόν αντικείμενον του Κέντρου ειδικότητα, ή επιστήμων, εγνωσμένου κύρους και ερευνητικής εμπειρίας περί το επιστημονικόν αντικείμενον του Κέντρου, έχων τον διά τον διορισμόν εις θέσιν καθηγητού ελληνικού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος απαιτούμενον διδακτορικόν τίτλον». Εξ άλλου, περιεχόμενο της εποπτείας που ασκεί το Κράτος στο Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. διά του εκάστοτε αρμοδίου Υπουργού αποτελεί, μεταξύ άλλων, η έγκριση του προϋπολογισμού και ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Κέντρου, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 3 παρ. 4 και 6 του ν. 717/1977.
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 717/1977, το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (με σκοπό την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και την διάδοση της γνώσης των ανωτέρω κλάδων του δικαίου) και, επιπροσθέτως, υπόκειται σε κρατική εποπτεία. Ως εκ τούτου, οι πράξεις κρατικής εποπτείας, οι οποίες αφορούν τον διορισμό ή την ανάκληση διορισμού των προβλεπομένων στον ίδιο νόμο οργάνων διοίκησης (μελών του Διοικητικού Συμβουλίου) του Κέντρου, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις που υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 3798/2014 Ολομ., 1291/2016), ανεξαρτήτως της νομικής φύσεως της σχέσεως που συνδέει τον διοριζόμενο με το Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. (πρβλ. ΣτΕ 3754/2005). Εξ άλλου, οι εν λόγω πράξεις δεν αφορούν την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, αρμόδιο για την εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως που στρέφονται κατά των πράξεων αυτών δεν είναι το Γ΄ Τμήμα, αλλά το Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου (βλ. άρθρα 3 παρ. 1 περ. α΄, β΄ και 4 παρ. 1 του π.δ/τος 361/2001, Α΄ 244, και ΣτΕ 1291/2016). Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η ακύρωση πράξης διορισμού του Προέδρου του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. καθώς και της παράλειψης ανάκλησης της εν λόγω πράξης, αρμοδίως ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και εισάγεται προς εκδίκαση στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου αυτού.
7. Επειδή, ο ν. 3469/2006 («Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις», Α΄ 131) προβλέπει στο άρθρο 5 παρ. 2 περ. ιβ΄ ότι δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Υπαλλήλων Ειδικών Θέσεων και Οργάνων Διοίκησης Φορέων του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, Υ.Ο.Δ.Δ., άρθρο 7 παρ. 6 περ. γ΄ του ιδίου νόμου) «οι πράξεις διορισμού μονομελών και οι πράξεις συγκρότησης συλλογικών οργάνων διοίκησης των φορέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα [και] οι τροποποιήσεις τους». Στο δε άρθρο 13 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «Τα Φ.Ε.Κ. [Φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως] κυκλοφορούν την ίδια ημέρα με την ημερομηνία έκδοσης την οποία φέρουν» (παρ. 1) καθώς επίσης και ότι «Το φύλλο της “Εφημερίδος της Κυβερνήσεως” θεωρείται ότι κυκλοφόρησε την ημέρα που φέρει ως ημερομηνία έκδοσης. Για τον καθορισμό των προθεσμιών οι οποίες τάσσονται από την κείμενη νομοθεσία για την άσκηση δικαιώματος, κρίσιμη ημερομηνία θεωρείται η ημερομηνία της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της “Εφημερίδος της Κυβερνήσεως” … Ως πραγματική κυκλοφορία νοείται η πραγματική δυνατότητα διάθεσης του οικείου Φ.Ε.Κ. στο κοινό. Η ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας βεβαιώνεται από τον Ειδικό Γραμματέα του Εθνικού Τυπογραφείου» (παρ. 3). Περαιτέρω, κατά το νόμο (άρθρο 51 παρ. 1 περ. γ΄ ν. 1892/1990, Α΄ 101, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 1943/1991, Α΄ 50), στον «δημόσιο τομέα» περιλαμβάνονται και τα «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς».
8. Επειδή, στον κατά τα ανωτέρω «δημόσιο τομέα» ανήκει και το ιδρυθέν διά του ν. 717/1977 νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρον Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου» εν όψει του δημόσιου χαρακτήρα του και των σκοπών που επιδιώκει (βλ. ανωτέρω σκέψεις 5 και 6). Κατά συνέπεια, χρήζουν δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Υ.Ο.Δ.Δ.), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, οι υπουργικές αποφάσεις συγκρότησης (καθορισμού των μελών) του Διοικητικού Συμβουλίου του ανωτέρω Κέντρου. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) προθεσμία των εξήντα (60) ημερών για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σχετικής υπουργικής απόφασης αρχίζει, προκειμένου για τους τρίτους (για εκείνους δηλαδή στους οποίους δεν αναφέρεται η απόφαση), από την επομένη της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή από την επομένη της ημερομηνίας πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στην περίπτωση που δεν συμπίπτουν η ημερομηνία έκδοσης του σχετικού Φ.Ε.Κ. και η ημερομηνία της πραγματικής κυκλοφορίας του (πρβλ. ΣτΕ 1179/2016, 806/2016 κ.ά.).
9. Επειδή, εν προκειμένω, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση 6981/ΔΙΟΕ 159/14.2.2014 του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17.2.2014 (Τεύχος Υ.Ο.Δ.Δ. Αριθμός Φύλλου 73), η δε ημερομηνία δημοσίευσης συμπίπτει με την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου του οικείου τεύχους της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (πρβλ. ΣτΕ 1086/2013) και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα. Συνεπώς, η αιτούσα είχε, ως τρίτη υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της ανωτέρω ένδικης υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από τις 18.2.2014) για να ασκήσει κατ’ αυτής αίτηση ακυρώσεως, δεδομένου ότι η απόφαση δεν αναφέρεται στην ίδια (πρβλ. ΣτΕ 1986/2016 Ολομ.). Η εν λόγω προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος δεν διεκόπη με την υποβολή, εντός του εξηκονθημέρου, των από 20.3.2014 και 7.4.2014 «αιτήσεων» προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας (αλλά και σε άλλες -ελεγκτικές- αρχές, όπως το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) στις 21.3.2014 και 7.4.2014 (αριθμοί πρωτοκόλλου Γραφείου Υπουργού 1604 και 1860, αντιστοίχως). Και τούτο διότι δεν επρόκειτο για αιτήσεις θεραπείας, η άσκηση των οποίων θα διέκοπτε την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως για τριάντα ημέρες σύμφωνα με το το άρθρο 46 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εφ’ όσον με τις αιτήσεις αυτές προς την Διοίκηση δεν ηγέρθη ζήτημα νομιμότητας της επίμαχης υπουργικής απόφασης ούτε, κατά μείζονα λόγο, ζήτησε η ήδη αιτούσα την ανάκληση ή τροποποίηση της πράξης αυτής ως μη νόμιμης αλλά ζήτησε να πληροφορηθεί αν ο παρεμβαίνων και τα λοιπά αναφερόμενα στις εν λόγω αιτήσεις πρόσωπα είχαν υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και, σε καταφατική περίπτωση, να της χορηγηθούν αντίγραφά τους. Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω προθεσμία συμπληρώθηκε στις 18.4.2014, πριν από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως με την κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 4.6.2014. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της απόφασης 6981/ΔΙΟΕ 159/14.2.2014 του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του αν η αιτούσα, δικηγόρος με ειδίκευση σε αντικείμενο σχετιζόμενο με το έργο του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. (το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων), ζητεί με έννομο συμφέρον την ακύρωση της εν λόγω υπουργικής απόφασης.
10. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, με την με αριθμό πρωτοκόλλου 1604/21.3.2014 αίτηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας η ήδη αιτούσα δεν υπέβαλε αίτημα ανάκλησης της πρώτης προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης. Κατά συνέπεια, προεχόντως για τον λόγο αυτό δεν στοιχειοθετείται παράλειψη της αρμόδιας διοικητικής αρχής να προβεί στην ανάκληση της ανωτέρω πράξεως, υπό την έννοια της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατ’ άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, παραδεκτώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1376/2016, 2815/2012, 3824/2007). Εξ άλλου, και στην περίπτωση που είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα στις 21.3.2014, η κρινόμενη αίτηση θα ήταν κατά το σκέλος τούτο απορριπτέα ως απαραδέκτως ασκηθείσα προώρως στις 4.6.2014, ήτοι πριν από την πάροδο τριμήνου από την υποβολή του, δοθέντος ότι, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1325/2008), η πάροδος του τριμήνου αποτελεί, κατά το νόμο, αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως, παρέπεται δε εξ αυτού ότι απαραδέκτως ασκείται αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως πριν από την πάροδο τριμήνου και είναι, κατ’ αρχήν, απορριπτέα για τον λόγο αυτόν, άνευ ετέρου, έστω δηλαδή και αν, κατά τον χρόνο της συζήτησης, έχει παρέλθει το τρίμηνο.
11. Επειδή, κατά τα προαναφερθέντα, με την από 20.3.2014 (κατατεθείσα την επομένη, 21.3.2014, στο Γραφείο του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας) αίτηση η και ήδη αιτούσα ζήτησε να πληροφορηθεί αν είχαν υποβληθεί δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης από ορισμένα πρόσωπα (μεταξύ των οποίων και ο παρεμβαίνων) και, σε καταφατική περίπτωση, να της χορηγηθούν αντίγραφά τους, αιτήματα τα οποία επανέλαβε και με την από 7.4.2014 νεότερη αίτηση. Με την κρινόμενη αίτηση, όμως, δεν ζητείται η ακύρωση της παράλειψης της διοικητικής αρχής να ικανοποιήσει το εν λόγω αίτημα και να χορηγήσει στην αιτούσα αντίγραφα των εγγράφων που είχε ζητήσει, ούτε προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως κατ’ αυτής. Δεν μπορεί, επομένως, προεχόντως για τον λόγο αυτό, να θεωρηθεί ως παραδεκτώς συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση, δοθέντος άλλωστε ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989, η αόριστη μνεία στο δικόγραφο της αίτησης ως προσβαλλομένης και «κάθε συναφούς πράξης ή παράλειψης» δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει από την άποψη αυτή την υπόθεση (ΣτΕ 3594/1992, 393/2008, 14/2010) και ανεξαρτήτως του αν, στην προκειμένη περίπτωση, η τυχόν παράλειψη χορήγησης αντιγράφων των ανωτέρω εγγράφων θα ήταν πράγματι συναφής με τις ρητώς προσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως (πράξη διορισμού και παράλειψη ανάκλησης της πράξης διορισμού του παρεμβαίνοντος). Κατά συνέπεια, απαραδέκτως ζητείται με το από 21.1.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων η ακύρωση της παράλειψης αυτής -αλλά και των λοιπών αναφερομένων στην σκέψη 2 παραλείψεων της διοικητικής αρχής, κατά των οποίων δεν στρέφεται η αίτηση ακυρώσεως- εφ’ όσον δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης με την προσθήκη νέων προσβαλλομένων πράξεων ή παραλείψεων με το κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 δικόγραφο προσθέτων λόγων (ΣτΕ 2636/2009 Ολομ., 4842/2013, 4028, 2635/2014 κ.ά.).
12. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει αντιστοίχως δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
1774/2017 ΣΤΕ ΤΜ. Ε ( 714338)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αυθαίρετα. Οι οριστικές αποφάσεις χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας. Πότε η πράξη, με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα. Η απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων, που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά προηγούμενης αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το χρόνο κατασκευής των κτιρίων, στερείται εκτελεστότητας και προσβάλλεται απαράδεκτα με αίτηση ακύρωσης. Απορρίπτεται η έφεση.
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 1478/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας εταιρείας κατά της ..1.12.2003 αποφάσεως της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ………. .
3. Επειδή, στο άρθρο 22 του ΓΟΚ/1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210)], όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν. 2831/2000 (Α΄140) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εκδόσεως της επίδικης εκθέσεως αυτοψίας, ορίζεται ότι «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως […] η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση […] κτιρίων […] 2. […] 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα […]».
4. Επειδή, περαιτέρω, το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195), ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Η διαπίστωση και o χαρακτηρισμός αυθαιρέτου […] γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επιτόπου σχετική έκθεση […] 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του, καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ.2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 όπως ισχύει […] », στο άρθρο 4 ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος […] 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή που αποτελείται από τρείς (3) υπαλλήλους της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και έναν (1) εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή συγκροτείται σε κάθε πολεοδομική υπηρεσία με απόφαση του Νομάρχη […] Ο εκπρόσωπος της τοπικής ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων ορίζεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 30 ημερών από τότε που το σχετικό έγγραφο του Νομάρχη περιέρχεται στην τοπική ένωση Δήμων και Κοινοτήτων. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, ως τέταρτο μέλος της Επιτροπής ορίζεται εκπρόσωπος της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης […] Η επιτροπή έχει απαρτία όταν παρευρίσκονται τα τρία τουλάχιστον από τα μέλη της και αποφασίζει κατά πλειοψηφία […] Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου […] Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση και υπογράφεται από τα μέλη και τον γραμματέα αυτής. Της απόφασης λαμβάνει γνώση ο ενδιαφερόμενος, υπογράφοντας αμέσως. Αν αρνηθεί να υπογράψει ή δεν είναι παρών, γίνεται σχετική ενυπόγραφη σημείωση από τον γραμματέα της επιτροπής. Άλλη ειδοποίηση στον ενδιαφερόμενο δεν απαιτείται […] Αν απορριφθεί η ένσταση, το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης […] τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (ΕΤΕΡΠΣ) […].», στο άρθρο 8 ότι «1 […] 2. Για όσα κτίσματα έχουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Δ/τος χαρακτηρισθεί αυθαίρετα, ο τρόπος υπολογισμού των προστίμων γίνεται με τις προγενέστερες διατάξεις, αλλά με τη διαδικασία του παρόντος Δ/τος. Για όσα κτίσματα έχει υποβληθεί ένσταση κατά απόφασης επιβληθέντων προστίμων ακολουθείται η προγενέστερη του παρόντος διαδικασία» και στο άρθρο 9 ότι από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού καταργούνται το από 5.7.1983 π.δ. (Δ’ 291) καθώς και το από 3.9.1983 π.δ. (Δ’ 393) με την επιφύλαξη της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 8.
5. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του π.δ/τος 267/1998 θεσπίζεται, όπως άλλωστε και υπό το καθεστώς του από 5.7/12.7.1983 προγενέστερου προεδρικού διατάγματος, διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη εκθέσεως αυτοψίας, καθώς και τη δυνατότητα υποβολής κατ’ αυτής, από κάθε ενδιαφερόμενο, ενστάσεως – ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον Επιτροπής, με την απόφαση της οποίας ολοκληρώνεται η διαδικασία, η απόφαση δε αυτή χαρακτηρίζεται ως οριστική. Ενόψει, όμως, της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία οι διοικητικές πράξεις, και όταν χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως οριστικές, μπορεί να ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας, είναι επιτρεπτή, παρά τη θέσπιση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας και τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της αποφάσεως ως οριστικής, η επάνοδος της Διοίκησης είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, σε θέμα χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και, περαιτέρω, η ανάκληση για λόγους νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής κατά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ή κατά τις γενικές διατάξεις που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 4939/2013, 314/2006 κ.ά.). Εφόσον, πάντως, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η Διοίκηση απλώς ευχέρεια επανόδου έχει και όχι υποχρέωση, είναι νόμιμη η, χωρίς κατ’ ουσία επανεξέταση της υποθέσεως και χωρίς την εκτίμηση νεότερων πραγματικών στοιχείων, εμμονή στην αρχική κρίση της, κατ’ επίκληση του γεγονότος της διοικητικής τελεσιδικίας της υποθέσεως, η πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται η εμμονή αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 314/2006).
6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, (Α΄ 45), ορίζεται ότι «1. Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της (ιεραρχική προσφυγή). 2. Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία. 3. Αν αρμόδια για την ανάκληση ή τροποποίηση ή την ακύρωση είναι άλλη διοικητική αρχή, εκείνη στην οποία κατατέθηκε η αίτηση θεραπείας ή η ιεραρχική προσφυγή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης της αρμόδιας αρχής, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία. 4. Αν η πράξη ακυρωθεί, η υπόθεση επανέρχεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα της προϊστάμενης αρχής για την έκδοσή της». Στο άρθρο 25 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Ειδική διοικητική προσφυγή – Ενδικοφανής προσφυγή», ορίζεται ότι «1. Όπου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του, η οποία ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές διοικητικού οργάνου και μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία, να ζητήσει, κατά περίπτωση, την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης. 2. Το διοικητικό όργανο, ανάλογα με την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, είτε εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πράξης, οπότε και μπορεί να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να απορρίψει την προσφυγή (ειδική διοικητική προσφυγή), είτε εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης, όποτε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την πράξη ή να απορρίψει την προσφυγή (ενδικοφανής προσφυγή) […]».
7. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία υπαγορεύεται από την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, και η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες (ΣτΕ 2177/2004 Ολομ., 1041/2004 7μ., 3616/2001, 459/2001 κ.ά.). Πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων (ΣτΕ 1567/2010, 3170/2008, 2227/2008, 2632/2006, 235/2004 κ.ά.).
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία εκτίμησε και η εκκαλουμένη, η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διατηρεί από το έτος 1934 εργοστάσιο σπορελαιουργίας, ραφινερίας ελαίων και ξηραντηρίου βαμβακόσπορου στην οδό ….. στον Δήμο …….. νομού Αττικής. Στις 4.10.2000 διενεργήθηκε αυτοψία στις εγκαταστάσεις της εκκαλούσας και συντάχθηκε αυθημερόν η ../2000 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Γραφείου Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, με την οποία διαπιστώθηκε ότι στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις είχαν πραγματοποιηθεί αυθαίρετες εργασίες, συγκεκριμένα δε, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «α) Τμήμα του ακαλύπτου χώρου που υπήρχε μεταξύ των παλαιών υπαρχόντων κτισμάτων έχει στεγασθεί με τραπεζοειδείς λαμαρίνες στηριζόμενες σε σιδηροκατασκευή, διαστάσεων […] β) Στο πίσω τμήμα του οικοπέδου υπάρχει κλειστός χώρος από τραπεζοειδείς λαμαρίνες σε σιδηροκατασκευή διαστάσεων 65,00 Χ 59,00 και ύψος 7μ. περίπου, ο οποίος ευρέθη κλειστός». Οι κατασκευές αυτές χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετες και κατεδαφιστέες και επιβλήθηκαν πρόστιμα ανεγέρσεως 84.737.000 δραχμών και διατηρήσεως 4.728.000 δραχμών. Κατά της ανωτέρω εκθέσεως αυτοψίας η εκκαλούσα άσκησε την από 28.10.2000 ένστασή της στην αρμόδια Επιτροπή εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων κατασκευών, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις έχουν κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983 και, επομένως, εφαρμοστέα, ως προς τα πρόστιμα, είναι η παρ. 7 του άρθρου 18 του ν. 1337/1983, κατά την οποία ως διοικητική ποινή για τις αυθαίρετες κατασκευές πριν από την 31η.1.1983 επιβάλλεται το διπλάσιο της ειδικής εισφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα άρθρα 1, 2 και 3 του π. δ/τος της 3/8.9.1983. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του π.δ. 267/1998, εφαρμογή έχει το άρθρο 2 παρ. 3 του διατάγματος αυτού, κατά το οποίο, για κάθε κτίριο ή εγκατάσταση, που δεν αναφέρεται στις υπόλοιπες κατηγορίες ή που ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας δεν μπορεί κατά τη κρίση της πολεοδομικής υπηρεσίας να γίνει με βάση τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2, τότε ο υπολογισμός της αξίας γίνεται με αναλυτικό τρόπο και τρέχουσες τιμές. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 130/16.3.2001 απόφαση της Επιτροπής, με την οποία έγινε δεκτό, ότι το κτίριο με αριθμό (6) που εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …………. με ημερομηνία 10.4.2000, το οποίο κατατέθηκε στην Επιτροπή στις 22.5.2000, είχε κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983, τα υπόλοιπα δε κτίρια (1), (2), (3), (4) και (5) είναι μεταγενέστερα του έτους 1983. Η εκκαλούσα εταιρεία στις 26.7.2001 υπέβαλε αίτηση θεραπείας ζητώντας τον ορθό χαρακτηρισμό των αυθαιρέτων ή μη κτισμάτων, προσκομίζοντας και φωτοερμηνεία περιοχής……….. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 137/28.9.2001 απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία και τα κτίρια με αριθμούς (4) και (5) του προαναφερθέντος τοπογραφικού είναι κατασκευασμένα πριν από το έτος 1983. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η πολεοδομική υπηρεσία προέβη σε νέο υπολογισμό των προστίμων ανεγέρσεως και διατηρήσεως, και το μεν πρόστιμο για τα κτίρια πριν από την 31η.1.1983 υπολογίσθηκε σε 159.773,28 ευρώ, το δε πρόστιμο ανεγέρσεως για τα λοιπά κτίρια σε 26.274 ευρώ και το πρόστιμο διατηρήσεως σε 1314 ευρώ ετησίως από 4.10.2000 αναπροσαρμοζόμενο κατά 10% ετησίως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ../9.1.2008 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, για τα κτίρια (4), (5) και (6), τα οποία έγινε δεκτό ότι προϋφίστανται του έτους 1983, το πρόστιμο υπολογίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. της 3/8.9.1983, οι αυθαίρετες κατασκευές υπήχθησαν στην κατηγορία Β των προαναφερθεισών ως στεγασμένοι χώροι βιομηχανικού κτιρίου, οι δε συντελεστές πολλαπλασιάσθηκαν επί 1,15 λόγω του γεγονότος ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία για τον αριθμό των ακινήτων της, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ. της 3/8.9.1983. Ως προς τα υπόλοιπα κτίρια (1), (2) και (3), για τα οποία έγινε δεκτό ότι κατασκευάσθηκαν μετά το έτος 1983, ο υπολογισμός της συμβατικής τους αξίας έγινε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 267/1998 και για τον υπολογισμό της τιμής μονάδας ελήφθη υπόψη το ήμισυ της τιμής μονάδας του χώρου κύριας χρήσεως που εξυπηρετούν, δηλαδή βιομηχανικό κτίριο. Η εκκαλούσα υπέβαλε νέα αίτηση στις 11.8.2003 εμμένοντας στον ισχυρισμό της ότι όλες οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές έχουν κατασκευασθεί με την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας, πριν δηλαδή από το έτος 1983, περαιτέρω δε, ζήτησε την διαγραφή του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, κατέθεσε φάκελο μελέτης για την κατεδάφιση των ως άνω κατασκευών. Η αίτηση αυτή θεραπείας απορρίφθηκε με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ……. , με την αιτιολογία ότι η εκκαλούσα έπρεπε να είχε προβεί στην οικειοθελή κατεδάφιση των αυθαιρέτων εντός εικοσαημέρου από την κοινοποίηση της εκθέσεως αυτοψίας. Κατά της τελευταίας πράξεως, η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Με την απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι ο λόγος ακυρώσεως ότι όλα τα αυθαίρετα κτίσματα έχουν κατασκευασθεί πριν από το 1983 προβάλλεται μεν παραδεκτώς, διότι το αίτημα αυτό είχε επανέλθει προς εξέταση στην οικεία Επιτροπή με την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας της εκκαλούσας και απορρίφθηκε, αλλά αβασίμως. Τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο, η κρίση περί του χαρακτηρισμού των ενδίκων κατασκευών ως αυθαιρέτων και του χρόνου κατασκευής αυτών είχε καταστεί οριστική με τις 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής, κατά των οποίων δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, ούτε ανακλήθηκαν ρητά ή σιωπηρά με την προσβαλλόμενη 168/1.12.2003 νεότερη απόφαση της Επιτροπής, αντιθέτως δε, εφόσον με την πράξη αυτή δεν γίνεται ουδεμία κρίση για τον αυθαίρετο χαρακτήρα των κατασκευών και τον χρόνο κατασκευής τους, δεδομένου ότι δεν προέκυψε μεταβολή της πραγματικής καταστάσεως σε σχέση με την αυθαιρεσία αυτή, όπως περιγράφεται στην ../2000 έκθεση αυτοψίας, ως προς το ζήτημα αυτό η νεότερη αυτή απόφαση της Επιτροπής απλώς επιβεβαιώνει τις προγενέστερες αποφάσεις της και, συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό δεν είναι προσβλητή με τη κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αίτηση στρέφεται και κατά των προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής, η αίτηση είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, διότι κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής και στις δύο περιπτώσεις παρέστη ο εκπρόσωπος της εταιρείας …………… , όπως ο ίδιος δήλωσε την ιδιότητά του αυτή με την από 1.11.2000 ένστασή του και την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας στην Eπιτρoπή και συνεπώς από την ημερομηνία συνεδριάσεως της Επιτροπής η εταιρεία έχει λάβει πλήρη γνώση των αποφάσεων αυτών. Με την ίδια ως άνω αιτιολογία απορρίφθηκε ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος, που προβλήθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι δεν αναφέρονται οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάζονται, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός κρίθηκε ότι αφορά στην αυθαιρεσία εν γένει των κατασκευών και τη διαπίστωσή της, η οποία είχε κριθεί με προγενέστερες της προσβαλλόμενης αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, η δε προσβαλλόμενη, ως προς το κεφάλαιο αυτό κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με τη κρινόμενη αίτηση.
9. Επειδή, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων εκδόθηκαν, η μεν πρώτη επί ενδικοφανούς προσφυγής, η δε δεύτερη επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας εταιρείας και κατέστησαν οριστικές ως προς το ζήτημα του χρόνου κατασκευής των αυθαιρέτων εγκαταστάσεων, εφόσον κατ’ αυτών δεν ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως εντός της προβλεπομένης στο νόμο προθεσμίας. Περαιτέρω, με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής δεν εξετάσθηκε το ως άνω ζήτημα αλλά απορρίφθηκε η από 26.7.2001 αίτηση της εκκαλούσας για την ακύρωση του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, χωρίς νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η απόφαση της Επιτροπής αυθαιρέτων υπέκειτο ή μη σε ιεραρχικό έλεγχο (πρβλ. άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ΣτΕ 1455/1985, 1040/1990), η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνουσα εμμονή της Διοίκησης στην προσβληθείσα με την αίτηση θεραπείας ή την προσφυγή απόφαση (ΣτΕ 5016/2012, 3259/2011 κ.ά.). Κατά συνέπεια, η από 1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά της από 16.3.2001 αποφάσεως της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου κατασκευής των κτιρίων (1), (2) και (3) και χωρίς καμία κρίση για το ζήτημα αυτό, στερείται εκτελεστότητας. Επομένως, ανεξαρτήτως των προαναφερθεισών αιτιολογιών που παρατίθενται στην εκκαλουμένη, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς ορθώς απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας, αφού η αίτηση αυτή στρεφόταν κατά πράξεως στερουμένης εκτελεστότητας, οι δε λόγοι εφέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση, στο σύνολό της.
1774/2017 ΣΤΕ ΤΜ. Ε ( 714338)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αυθαίρετα. Οι οριστικές αποφάσεις χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας. Πότε η πράξη, με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα. Η απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων, που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά προηγούμενης αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το χρόνο κατασκευής των κτιρίων, στερείται εκτελεστότητας και προσβάλλεται απαράδεκτα με αίτηση ακύρωσης. Απορρίπτεται η έφεση.
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 1478/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας εταιρείας κατά της ..1.12.2003 αποφάσεως της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ………. .
3. Επειδή, στο άρθρο 22 του ΓΟΚ/1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210)], όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν. 2831/2000 (Α΄140) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εκδόσεως της επίδικης εκθέσεως αυτοψίας, ορίζεται ότι «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως […] η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση […] κτιρίων […] 2. […] 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα […]».
4. Επειδή, περαιτέρω, το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195), ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Η διαπίστωση και o χαρακτηρισμός αυθαιρέτου […] γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επιτόπου σχετική έκθεση […] 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του, καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ.2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 όπως ισχύει […] », στο άρθρο 4 ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος […] 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή που αποτελείται από τρείς (3) υπαλλήλους της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και έναν (1) εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή συγκροτείται σε κάθε πολεοδομική υπηρεσία με απόφαση του Νομάρχη […] Ο εκπρόσωπος της τοπικής ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων ορίζεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 30 ημερών από τότε που το σχετικό έγγραφο του Νομάρχη περιέρχεται στην τοπική ένωση Δήμων και Κοινοτήτων. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, ως τέταρτο μέλος της Επιτροπής ορίζεται εκπρόσωπος της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης […] Η επιτροπή έχει απαρτία όταν παρευρίσκονται τα τρία τουλάχιστον από τα μέλη της και αποφασίζει κατά πλειοψηφία […] Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου […] Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση και υπογράφεται από τα μέλη και τον γραμματέα αυτής. Της απόφασης λαμβάνει γνώση ο ενδιαφερόμενος, υπογράφοντας αμέσως. Αν αρνηθεί να υπογράψει ή δεν είναι παρών, γίνεται σχετική ενυπόγραφη σημείωση από τον γραμματέα της επιτροπής. Άλλη ειδοποίηση στον ενδιαφερόμενο δεν απαιτείται […] Αν απορριφθεί η ένσταση, το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης […] τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (ΕΤΕΡΠΣ) […].», στο άρθρο 8 ότι «1 […] 2. Για όσα κτίσματα έχουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Δ/τος χαρακτηρισθεί αυθαίρετα, ο τρόπος υπολογισμού των προστίμων γίνεται με τις προγενέστερες διατάξεις, αλλά με τη διαδικασία του παρόντος Δ/τος. Για όσα κτίσματα έχει υποβληθεί ένσταση κατά απόφασης επιβληθέντων προστίμων ακολουθείται η προγενέστερη του παρόντος διαδικασία» και στο άρθρο 9 ότι από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού καταργούνται το από 5.7.1983 π.δ. (Δ’ 291) καθώς και το από 3.9.1983 π.δ. (Δ’ 393) με την επιφύλαξη της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 8.
5. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του π.δ/τος 267/1998 θεσπίζεται, όπως άλλωστε και υπό το καθεστώς του από 5.7/12.7.1983 προγενέστερου προεδρικού διατάγματος, διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη εκθέσεως αυτοψίας, καθώς και τη δυνατότητα υποβολής κατ’ αυτής, από κάθε ενδιαφερόμενο, ενστάσεως – ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον Επιτροπής, με την απόφαση της οποίας ολοκληρώνεται η διαδικασία, η απόφαση δε αυτή χαρακτηρίζεται ως οριστική. Ενόψει, όμως, της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία οι διοικητικές πράξεις, και όταν χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως οριστικές, μπορεί να ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας, είναι επιτρεπτή, παρά τη θέσπιση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας και τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της αποφάσεως ως οριστικής, η επάνοδος της Διοίκησης είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, σε θέμα χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και, περαιτέρω, η ανάκληση για λόγους νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής κατά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ή κατά τις γενικές διατάξεις που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 4939/2013, 314/2006 κ.ά.). Εφόσον, πάντως, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η Διοίκηση απλώς ευχέρεια επανόδου έχει και όχι υποχρέωση, είναι νόμιμη η, χωρίς κατ’ ουσία επανεξέταση της υποθέσεως και χωρίς την εκτίμηση νεότερων πραγματικών στοιχείων, εμμονή στην αρχική κρίση της, κατ’ επίκληση του γεγονότος της διοικητικής τελεσιδικίας της υποθέσεως, η πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται η εμμονή αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 314/2006).
6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, (Α΄ 45), ορίζεται ότι «1. Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της (ιεραρχική προσφυγή). 2. Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία. 3. Αν αρμόδια για την ανάκληση ή τροποποίηση ή την ακύρωση είναι άλλη διοικητική αρχή, εκείνη στην οποία κατατέθηκε η αίτηση θεραπείας ή η ιεραρχική προσφυγή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης της αρμόδιας αρχής, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία. 4. Αν η πράξη ακυρωθεί, η υπόθεση επανέρχεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα της προϊστάμενης αρχής για την έκδοσή της». Στο άρθρο 25 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Ειδική διοικητική προσφυγή – Ενδικοφανής προσφυγή», ορίζεται ότι «1. Όπου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του, η οποία ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές διοικητικού οργάνου και μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία, να ζητήσει, κατά περίπτωση, την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης. 2. Το διοικητικό όργανο, ανάλογα με την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, είτε εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πράξης, οπότε και μπορεί να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να απορρίψει την προσφυγή (ειδική διοικητική προσφυγή), είτε εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης, όποτε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την πράξη ή να απορρίψει την προσφυγή (ενδικοφανής προσφυγή) […]».
7. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία υπαγορεύεται από την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, και η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες (ΣτΕ 2177/2004 Ολομ., 1041/2004 7μ., 3616/2001, 459/2001 κ.ά.). Πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων (ΣτΕ 1567/2010, 3170/2008, 2227/2008, 2632/2006, 235/2004 κ.ά.).
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία εκτίμησε και η εκκαλουμένη, η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διατηρεί από το έτος 1934 εργοστάσιο σπορελαιουργίας, ραφινερίας ελαίων και ξηραντηρίου βαμβακόσπορου στην οδό ….. στον Δήμο …….. νομού Αττικής. Στις 4.10.2000 διενεργήθηκε αυτοψία στις εγκαταστάσεις της εκκαλούσας και συντάχθηκε αυθημερόν η ../2000 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Γραφείου Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, με την οποία διαπιστώθηκε ότι στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις είχαν πραγματοποιηθεί αυθαίρετες εργασίες, συγκεκριμένα δε, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «α) Τμήμα του ακαλύπτου χώρου που υπήρχε μεταξύ των παλαιών υπαρχόντων κτισμάτων έχει στεγασθεί με τραπεζοειδείς λαμαρίνες στηριζόμενες σε σιδηροκατασκευή, διαστάσεων […] β) Στο πίσω τμήμα του οικοπέδου υπάρχει κλειστός χώρος από τραπεζοειδείς λαμαρίνες σε σιδηροκατασκευή διαστάσεων 65,00 Χ 59,00 και ύψος 7μ. περίπου, ο οποίος ευρέθη κλειστός». Οι κατασκευές αυτές χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετες και κατεδαφιστέες και επιβλήθηκαν πρόστιμα ανεγέρσεως 84.737.000 δραχμών και διατηρήσεως 4.728.000 δραχμών. Κατά της ανωτέρω εκθέσεως αυτοψίας η εκκαλούσα άσκησε την από 28.10.2000 ένστασή της στην αρμόδια Επιτροπή εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων κατασκευών, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις έχουν κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983 και, επομένως, εφαρμοστέα, ως προς τα πρόστιμα, είναι η παρ. 7 του άρθρου 18 του ν. 1337/1983, κατά την οποία ως διοικητική ποινή για τις αυθαίρετες κατασκευές πριν από την 31η.1.1983 επιβάλλεται το διπλάσιο της ειδικής εισφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα άρθρα 1, 2 και 3 του π. δ/τος της 3/8.9.1983. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του π.δ. 267/1998, εφαρμογή έχει το άρθρο 2 παρ. 3 του διατάγματος αυτού, κατά το οποίο, για κάθε κτίριο ή εγκατάσταση, που δεν αναφέρεται στις υπόλοιπες κατηγορίες ή που ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας δεν μπορεί κατά τη κρίση της πολεοδομικής υπηρεσίας να γίνει με βάση τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2, τότε ο υπολογισμός της αξίας γίνεται με αναλυτικό τρόπο και τρέχουσες τιμές. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 130/16.3.2001 απόφαση της Επιτροπής, με την οποία έγινε δεκτό, ότι το κτίριο με αριθμό (6) που εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …………. με ημερομηνία 10.4.2000, το οποίο κατατέθηκε στην Επιτροπή στις 22.5.2000, είχε κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983, τα υπόλοιπα δε κτίρια (1), (2), (3), (4) και (5) είναι μεταγενέστερα του έτους 1983. Η εκκαλούσα εταιρεία στις 26.7.2001 υπέβαλε αίτηση θεραπείας ζητώντας τον ορθό χαρακτηρισμό των αυθαιρέτων ή μη κτισμάτων, προσκομίζοντας και φωτοερμηνεία περιοχής……….. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 137/28.9.2001 απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία και τα κτίρια με αριθμούς (4) και (5) του προαναφερθέντος τοπογραφικού είναι κατασκευασμένα πριν από το έτος 1983. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η πολεοδομική υπηρεσία προέβη σε νέο υπολογισμό των προστίμων ανεγέρσεως και διατηρήσεως, και το μεν πρόστιμο για τα κτίρια πριν από την 31η.1.1983 υπολογίσθηκε σε 159.773,28 ευρώ, το δε πρόστιμο ανεγέρσεως για τα λοιπά κτίρια σε 26.274 ευρώ και το πρόστιμο διατηρήσεως σε 1314 ευρώ ετησίως από 4.10.2000 αναπροσαρμοζόμενο κατά 10% ετησίως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ../9.1.2008 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, για τα κτίρια (4), (5) και (6), τα οποία έγινε δεκτό ότι προϋφίστανται του έτους 1983, το πρόστιμο υπολογίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. της 3/8.9.1983, οι αυθαίρετες κατασκευές υπήχθησαν στην κατηγορία Β των προαναφερθεισών ως στεγασμένοι χώροι βιομηχανικού κτιρίου, οι δε συντελεστές πολλαπλασιάσθηκαν επί 1,15 λόγω του γεγονότος ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία για τον αριθμό των ακινήτων της, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ. της 3/8.9.1983. Ως προς τα υπόλοιπα κτίρια (1), (2) και (3), για τα οποία έγινε δεκτό ότι κατασκευάσθηκαν μετά το έτος 1983, ο υπολογισμός της συμβατικής τους αξίας έγινε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 267/1998 και για τον υπολογισμό της τιμής μονάδας ελήφθη υπόψη το ήμισυ της τιμής μονάδας του χώρου κύριας χρήσεως που εξυπηρετούν, δηλαδή βιομηχανικό κτίριο. Η εκκαλούσα υπέβαλε νέα αίτηση στις 11.8.2003 εμμένοντας στον ισχυρισμό της ότι όλες οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές έχουν κατασκευασθεί με την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας, πριν δηλαδή από το έτος 1983, περαιτέρω δε, ζήτησε την διαγραφή του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, κατέθεσε φάκελο μελέτης για την κατεδάφιση των ως άνω κατασκευών. Η αίτηση αυτή θεραπείας απορρίφθηκε με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ……. , με την αιτιολογία ότι η εκκαλούσα έπρεπε να είχε προβεί στην οικειοθελή κατεδάφιση των αυθαιρέτων εντός εικοσαημέρου από την κοινοποίηση της εκθέσεως αυτοψίας. Κατά της τελευταίας πράξεως, η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Με την απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι ο λόγος ακυρώσεως ότι όλα τα αυθαίρετα κτίσματα έχουν κατασκευασθεί πριν από το 1983 προβάλλεται μεν παραδεκτώς, διότι το αίτημα αυτό είχε επανέλθει προς εξέταση στην οικεία Επιτροπή με την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας της εκκαλούσας και απορρίφθηκε, αλλά αβασίμως. Τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο, η κρίση περί του χαρακτηρισμού των ενδίκων κατασκευών ως αυθαιρέτων και του χρόνου κατασκευής αυτών είχε καταστεί οριστική με τις 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής, κατά των οποίων δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, ούτε ανακλήθηκαν ρητά ή σιωπηρά με την προσβαλλόμενη 168/1.12.2003 νεότερη απόφαση της Επιτροπής, αντιθέτως δε, εφόσον με την πράξη αυτή δεν γίνεται ουδεμία κρίση για τον αυθαίρετο χαρακτήρα των κατασκευών και τον χρόνο κατασκευής τους, δεδομένου ότι δεν προέκυψε μεταβολή της πραγματικής καταστάσεως σε σχέση με την αυθαιρεσία αυτή, όπως περιγράφεται στην ../2000 έκθεση αυτοψίας, ως προς το ζήτημα αυτό η νεότερη αυτή απόφαση της Επιτροπής απλώς επιβεβαιώνει τις προγενέστερες αποφάσεις της και, συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό δεν είναι προσβλητή με τη κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αίτηση στρέφεται και κατά των προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής, η αίτηση είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, διότι κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής και στις δύο περιπτώσεις παρέστη ο εκπρόσωπος της εταιρείας …………… , όπως ο ίδιος δήλωσε την ιδιότητά του αυτή με την από 1.11.2000 ένστασή του και την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας στην Eπιτρoπή και συνεπώς από την ημερομηνία συνεδριάσεως της Επιτροπής η εταιρεία έχει λάβει πλήρη γνώση των αποφάσεων αυτών. Με την ίδια ως άνω αιτιολογία απορρίφθηκε ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος, που προβλήθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι δεν αναφέρονται οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάζονται, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός κρίθηκε ότι αφορά στην αυθαιρεσία εν γένει των κατασκευών και τη διαπίστωσή της, η οποία είχε κριθεί με προγενέστερες της προσβαλλόμενης αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, η δε προσβαλλόμενη, ως προς το κεφάλαιο αυτό κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με τη κρινόμενη αίτηση.
9. Επειδή, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων εκδόθηκαν, η μεν πρώτη επί ενδικοφανούς προσφυγής, η δε δεύτερη επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας εταιρείας και κατέστησαν οριστικές ως προς το ζήτημα του χρόνου κατασκευής των αυθαιρέτων εγκαταστάσεων, εφόσον κατ’ αυτών δεν ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως εντός της προβλεπομένης στο νόμο προθεσμίας. Περαιτέρω, με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής δεν εξετάσθηκε το ως άνω ζήτημα αλλά απορρίφθηκε η από 26.7.2001 αίτηση της εκκαλούσας για την ακύρωση του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, χωρίς νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η απόφαση της Επιτροπής αυθαιρέτων υπέκειτο ή μη σε ιεραρχικό έλεγχο (πρβλ. άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ΣτΕ 1455/1985, 1040/1990), η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνουσα εμμονή της Διοίκησης στην προσβληθείσα με την αίτηση θεραπείας ή την προσφυγή απόφαση (ΣτΕ 5016/2012, 3259/2011 κ.ά.). Κατά συνέπεια, η από 1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά της από 16.3.2001 αποφάσεως της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου κατασκευής των κτιρίων (1), (2) και (3) και χωρίς καμία κρίση για το ζήτημα αυτό, στερείται εκτελεστότητας. Επομένως, ανεξαρτήτως των προαναφερθεισών αιτιολογιών που παρατίθενται στην εκκαλουμένη, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς ορθώς απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας, αφού η αίτηση αυτή στρεφόταν κατά πράξεως στερουμένης εκτελεστότητας, οι δε λόγοι εφέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση, στο σύνολό της.
2846/2019 ΣΤΕ ( 768476)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Συνεργείο βαρέων οχημάτων και χρήσεις γης. Η βεβαίωση χρήσης γης της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Λειτουργιών του Δήμου έχει εκτελεστό χαρακτήρα και νομίμως η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ΣτΕ. Η εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και, στη συνέχεια, ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής διακόπτει την προθεσμία άσκησης αίτησης ακυρώσεως. Πότε η προθεσμία αρχίζει εκ νέου. Προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της προσφυγής. Η Επιτροπή εξέδωσε τη ρητή απορριπτική απόφασή της αναρμοδίως κατά χρόνο και η ακύρωση της πράξης αυτής θα ήταν αλυσιτελής. Εκπρόθεσμα προσβάλλονται η βεβαίωση χρήσης γης και η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής νομιμότητας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη.
2. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο επιγράφεται ως “προσφυγή” και κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, ζητείται η ακύρωση: α) της 143839/12.4.2013 πράξης του Διευθυντή του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Λειτουργιών του Δήμου.., σύμφωνα με την οποία η αιτούμενη χρήση για «συνεργείο βαρέων οχημάτων» σε ακίνητο του αιτούντος δεν εμπίπτει στις επιτρεπόμενες χρήσεις γης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην 16/1981 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος “Περί εγκρίσεως του συστήματος Οργανώσεως των οικιστικών περιοχών του Πολεοδομικού Συγκροτήματος του Ηρακλείου και της ευρύτερης περιοχής του” (Β΄ 654), όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει με την 22292/4915/1999 απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕΧΩΔΕ (Β΄ 1768), β) της σιωπηρής απόρριψης της υπ’ αρ. πρωτ. ../22.4.2013 διοικητικής προσφυγής του αιτούντος κατά της πρώτης πράξης από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, καθώς και του ../05-07-2013 εγγράφου του εν λόγω οργάνου, με το οποίο γνωστοποιείται στον αιτούντα η εν λόγω σιωπηρή απόρριψη, και γ) της 1ης απόφασης του υπ` αρ. 8/13.3.2014 πρακτικού συνεδρίασης της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 Τοπικής Αρμοδιότητας Νομών Ηρακλείου-Λασιθίου, με την οποία απερρίφθη προσφυγή νομιμότητας του αιτούντος κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης.
3. Eπειδή, νομίμως παραπέμφθηκε λόγω αρμοδιότητας το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο έχει τον χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως, στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1326/2016 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, διότι με αυτό εισάγεται διαφορά ανακύπτουσα από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί χρήσεων γης, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τη διαδικασία εκδόσεως άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας συνεργείου βαρέων οχημάτων, που εξομοιώνεται με βιομηχανικές-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (βλ. ΣτΕ 51/2018).
4. Επειδή, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα, διότι με αυτήν η Διοίκηση, κατόπιν ελέγχου των υποβληθέντων δικαιολογητικών, απέρριψε αίτημα για χορήγηση σχετικής βεβαίωσης απαραίτητης για την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας συνεργείου βαρέων οχημάτων εκ μέρους του αιτούντος, αποκλείοντας την περαιτέρω πρόοδο της σχετικής διαδικασίας, και ως εκ τούτου, παραδεκτώς προσβάλλεται από την άποψη αυτή. Περαιτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται το δεύτερο προσβαλλόμενο έγγραφο περί της σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής νομιμότητας που άσκησε ο αιτών κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, το οποίο ως πληροφοριακό δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
5. Επειδή, ο ν. 3852/2010 “Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης” (Α΄ 87), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στο άρθρο 227 ότι “1.α. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις των…οργάνων των δήμων, … για λόγους νομιμότητας, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης ή την ανάρτηση στο διαδίκτυο ή από την κοινοποίησή της ή αφ` ότου έλαβε γνώση αυτής … 2. Ο Ελεγκτής Νομιμότητας αποφαίνεται επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία, χωρίς να εκδοθεί απόφαση, θεωρείται ότι η προσφυγή έχει σιωπηρώς απορριφθεί …”, στο άρθρο 238 ότι “1. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων κατά τα άρθρα 225, 226 και 227 του παρόντος ασκείται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τις Ειδικές Επιτροπές του άρθρου 152 του Κ.Δ.Κ., οι οποίες βρίσκονται στις έδρες των περιφερειών που ανήκουν στην ανωτέρω Αποκεντρωμένη Διοίκηση…2. Η έναρξη λειτουργίας κάθε Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. 3 …” και στο άρθρο 285 ότι “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις του παρόντος, καταργείται”. Περαιτέρω, ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (Α΄ 114), ορίζει στο άρθρο 150 ότι “1.α. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσφύγει στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και να προσβάλει τις αποφάσεις των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων …, για λόγους νομιμότητας, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής. β … 2. Ο Γενικός Γραμματέας αποφαίνεται επί της προσφυγής, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή της …”, στο άρθρο 151 ότι “Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 149 και 150, ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του επόμενου άρθρου, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έκδοση της απόφασης ή την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής”, στο δε επόμενο άρθρο 152 ότι “1 … 2. Η Ειδική Επιτροπή ασκεί έλεγχο νομιμότητας, και εκδίδει απόφαση επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της …”.
6. Επειδή, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας μεταβατικής διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 238 του ν. 3852/2010, μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοικήσεως, η κατ’ άρθρο 227 του ιδίου νόμου προσφυγή κατά των πράξεων των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των δήμων ασκείται ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατά των αποφάσεων του οποίου εξακολουθεί, κατά το μεταβατικό αυτό διάστημα, να χωρεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 151 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων προσφυγή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ιδίου Κώδικα. Περαιτέρω, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στον ν. 3852/2010, θεσπίζεται ειδική διοικητική διαδικασία για τον έλεγχο, εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης αρχικά και της Ειδικής Επιτροπής Περιφέρειας του άρθρου 152 του ως άνω Κώδικα στη συνέχεια, των αποφάσεων των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων από άποψη νομιμότητας και μόνον, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής. Η εμπρόθεσμη άσκηση της εν λόγω προσφυγής, η οποία δεν έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, κατά της απόφασης δημοτικού οργάνου ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και, στη συνέχεια, κατά της επ’ αυτής απόφασης του τελευταίου ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής διακόπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, την προθεσμία άσκησης αίτησης ακυρώσεως. Η προθεσμία αυτή αρχίζει εκ νέου μετά την πάροδο της αποκλειστικής δίμηνης προθεσμίας που τάσσεται στο Γενικό Γραμματέα να αποφανθεί ή, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής και ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής, μετά την πάροδο της τασσομένης σε αυτήν αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα ημερών για λήψη αποφάσεως, η τελευταία δε προθεσμία αποφάνσεως αρχίζει από την περιέλευση στο αρμόδιο όργανο της πράξης και των στοιχείων που προβλέπονται από τον νόμο για την έκδοσή της και είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, εκτός εάν εκδοθεί και κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο απορριπτική απόφαση επί της προσφυγής ή εάν ο ενδιαφερόμενος λάβει γνώση της απορριπτικής αποφάσεως πριν από την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών. Σε περίπτωση σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής με την άπρακτη πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας που προβλέπεται για την έκδοση αποφάσεως επ` αυτής ή σε περίπτωση που η απορριπτική της προσφυγής πράξη κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο ή περιέλθει σε γνώση του σε χρόνο μεταγενέστερο της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας αποφάνσεως, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της προσφυγής, καθώς και κατά της αποφάσεως κατά της οποίας είχε ασκηθεί η προσφυγή, αρχίζει από την επομένη της συμπληρώσεως των ανωτέρω προθεσμιών που τάσσονται στον Γενικό Γραμματέα και την Ειδική Επιτροπή προκειμένου να αποφανθούν (πρβλ. ΣτΕ 2301/2018, 2966/2016, 618/2016, 4370/2015 κ.ά.).
7. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της υπ’αρ. πρωτ. ../10.9.2012 αίτησης του αιτούντος προς το Τμήμα Οικοδομικών Αδειών του Δήμου …, προκειμένου να του χορηγηθεί βεβαίωση χρήσης γης για να προχωρήσει σε έκδοση άδειας λειτουργίας συνεργείου βαρέων οχημάτων σε κτίσμα επί γηπέδου εκτός ορίων του οικισμού … και εντός της ζώνης Β΄ της με αρ. 22292/4915/6.9.1999 ΚΥΑ, στη θέση «.…» Δ.Δ. .. του Δήμου …, Ν. ….., εκδόθηκε η 143839/12.4.2013 πράξη του Διευθυντή του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Λειτουργιών του Δήμου .. . Σύμφωνα με τα αναφερόμενα σ’αυτή η ως άνω θέση κείται «… εντός ορίων εφαρμογής της τροπ. απόφασης 16/81ΕΣΧΠ (ΚΥΑ 22292/4915/99 ΦΕΚ 1768/Β/20.9.99) στη Ζώνη Β΄ σε περιοχή με επιτρεπόμενες χρήσεις, όπως καθορίζονται στην παραπάνω απόφαση. Η αιτούμενη χρήση συνεργείο βαρέων οχημάτων, όπως αναφέρεται στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, δεν αναφέρεται στις επιτρεπόμενες δραστηριότητες της παραπάνω απόφασης …». Κατά της ανωτέρω πράξης ο αιτών άσκησε εμπροθέσμως την υπ’ αρ. πρωτ. ../22.04.2013 ειδική διοικητική προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, η οποία, μετά την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης από την παρ. 2 του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 ανατρεπτικής προθεσμίας των δύο μηνών από την περιέλευση του φακέλου της υπόθεσης στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση (βλ. υπ’αρ. πρωτ. ..
…/24.4.2013 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης), απορρίφθηκε σιωπηρώς στις 25.6.2013, όπως αναφέρεται και στο …/05.07.2013 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης απευθυνόμενο προς τον αιτούντα. Κατά της εν λόγω σιωπηρής απόρριψης ο αιτών άσκησε εμπροθέσμως την υπ’αρ.πρωτ. ../23.7.2013 προσφυγή νομιμότητας ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 Τοπικής Αρμοδιότητας Νομών Ηρακλείου-Λασιθίου. Ο φάκελος της υπόθεσης περιήλθε στην Επιτροπή στις 6.8.2013 και στις 3.9.2013 (δηλαδή πριν παρέλθει η αποκλειστική προθεσμία αποφάνσεως των 30 ημερών) εκδόθηκε η υπ’αρ. 2 απόφαση του πρακτικού συνεδρίασης Νο 6/3.9.2013 της Επιτροπής, με την οποία ανεβλήθη η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος με κρίσιμα στοιχεία, όπως μεταξύ άλλων η αίτηση που είχε υποβάλει ο αιτών με τα σχετικά δικαιολογητικά και απόψεις της αρμόδιας Υπηρεσίας. Στις 27.1.2014 περιήλθαν τα στοιχεία στην Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1 απόφαση του πρακτικού συνεδρίασης Νο 8/13.3.2014. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα σ’αυτήν η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της αρμοδίως κατά χρόνο εντός δύο μηνών από την περιέλευση των κρίσιμων στοιχείων ενώπιόν της, κατ’εφαρμογή των άρθρων 227 και 238 του ν. 3852/2010, περαιτέρω δε απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το προαναφερθέν …/12.4.2013 απαντητικό έγγραφο του Διευθυντή του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Λειτουργιών του Δήμου…. αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, πάντως δεν έχει εκδοθεί από κεντρικό μονομελές όργανο του Δήμου … . Ήδη με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της προαναφερόμενης 143839/12.4.2013 πράξης του Διευθυντή του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών του Δήμου …, της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής του κατ’ αυτής από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης και της με αρ. 1 απόφασης του πρακτικού 8/13.3.2014 της Ειδικής Επιτροπής Νομών Ηρακλείου-Λασιθίου.
8. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, η προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως των δύο πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων (πράξης του Διευθυντή του Τμήματος Οικοδομικών αδειών Δήμου …. και σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής νομιμότητας κατ’αυτής ενώπιον του ΓΓ Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης), η οποία διακόπηκε με την εμπρόθεσμη και διαδοχική άσκηση προσφυγών νομιμότητας κατ`αυτών, αρχικά ενώπιον του ΓΓ Αποκεντρωμένης Διοίκησης και εν συνεχεία ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής, κινήθηκε εκ νέου με τη σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής νομιμότητας ενώπιον της Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στις 26.2.2014, δηλαδή όταν συμπληρώθηκε αποκλειστική προθεσμία αποφάνσεως των 30 ημερών από την περιέλευση σ’αυτήν του πλήρους φακέλου της υποθέσεως, δηλαδή από 27.1.2014. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου στις 24.7.2014, ασκήθηκε μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου των 60 ημερών από την τελευταία σιωπηρή απόρριψη. Εξάλλου, το ίδιο ισχύει και υπό την εκδοχή ότι η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής νομιμότητας από την Επιτροπή θα ελάμβανε χώρα μετά την παρέλευση διμήνου από τις 27.1.2014, δηλαδή στις 28.3.2014, όπως θεωρεί η Διοίκηση ως αποκλειστική προθεσμία αποφάνσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ρητή απορριπτική απόφαση της Επιτροπής, της οποίας (απόφασης) δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου κοινοποίηση ή γνώση εκ μέρους του αιτούντος προ της εκπνοής της εν λόγω προθεσμίας. Συνεπώς, υπό οιανδήποτε εκδοχή ως προς τον χρόνο της σιωπηρής απόρριψης εκ μέρους της Επιτροπής, από την οποία κινείται εκ νέου η διακοπείσα προθεσμία κατά τα προαναφερθέντα (σκ. 6), η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν` απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ως προς τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε τη ρητή απορριπτική απόφασή της μετά την αποκλειστική προθεσμία αποφάνσεως των 30 ημερών, δηλαδή αναρμοδίως κατά χρόνο, η ακύρωση της πράξης αυτής θα ήταν αλυσιτελής και για τον λόγο αυτό η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα και ως προς την πράξη αυτή (βλ. ΣτΕ 2778/2017, 1901/2016 σε συμβούλιο κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και υπό την εκδοχή που θεωρεί η Διοίκηση ότι η απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε αρμοδίως κατά χρόνο, η κρινόμενη αίτηση θα ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη και ως προς την πράξη αυτή, δεδομένου ότι κατατέθηκε μετά την παρέλευση των 60 ημερών από την εκπνοή της προθεσμίας αποφάνσεως, στις 28.3.2014.
ΣΕ 48/2020
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατόπιν της υποβολής αιτήσεων – καταγγελιών κατοίκων της περιοχής “.. ” επί της παλαιάς επαρχιακής οδού.., διενεργήθηκε αυτοψία από την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης (Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών) του Δήμου ..Χαλκιδικής, με την οποία διαπιστώθηκε έλλειψη διόδου προς τη θάλασσα μεταξύ των ιδιοκτησιών της εκκαλούσας και όμορης ιδιοκτήτριας, κείμενων μεταξύ της ως άνω επαρχιακής οδού και του αιγιαλού, κοινοποιήθηκε δε προς αυτές το υπ’ αριθμ. ../3.9.2015 σχετικό έγγραφο, με το οποίο κλήθηκαν να προσκομίσουν εντός δέκα ημερών στοιχεία νομιμότητας των κτιρίων και περιφράξεων, προκειμένου να ακολουθήσει η από κοινού διάνοιξη διόδου. Ακολούθησε η από 17.9.2015 απόφαση – ειδοποίηση του Προϊσταμένου της ως άνω Υπηρεσίας, η οποία συνοδευόταν από έκθεση αυτοψίας και σχετικό σκαρίφημα, στην οποία περιγράφεται η κατεδαφιστέα περίφραξη και στην οποία περιέχεται η απόφαση κατεδάφισης της ένδικης περίφραξης. Με την προαναφερόμενη αυτή απόφαση γνωστοποιήθηκε και η δυνατότητα προβολής αντιρρήσεων ενώπιον του Προϊσταμένου της αρμόδιας πολεοδομικής Αρχής εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Κατά της ως άνω απόφασης η εκκαλούσα άσκησε τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ../25.9.2015 αντιρρήσεις, οποίες απορρίφθηκαν – μαζί με τις αντιρρήσεις της προαναφερόμενης ιδιοκτήτριας του όμορου ακινήτου – με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ../15/20.10.2015 απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Δόμησης του εφεσίβλητου Δήμου, με την αιτιολογία ότι η επιλεγείσα θέση για διάνοιξη διόδου προς τη θάλασσα κρίνεται ως η καταλληλότερη. Με την εκκαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε καταρχάς ότι εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι κριθείσες ως σύμφωνες με το Σύνταγμα (άρθρα 17 και 24) διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) και της 44353/18121/19.7.1983 απόφασης του Υπουργού Χωροταξίας με θέμα “Διαδικασία κατεδάφισης περιφράξεων που εμποδίζουν την πρόσβαση προς τις ακτές” (Β’466) [όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 περ. β’ της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης αντικαταστάθηκε από την Απόφαση 104695/7572 της 20/27.12.1991 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Β΄ 1056)]. Περαιτέρω κρίθηκε, κατ’ απόρριψη τυπικού λόγου ακυρώσεως αναφερόμενου στη σύμπτωση του προσώπου (μονομελούς οργάνου) που αποφάσισε την κατεδάφιση της περίφραξης της εκκαλούσας με αυτό που απέρριψε τις αντιρρήσεις κατά της πράξης αυτής, ότι, νομίμως, κατά τη διάταξη του τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 της Υπουργικής Απόφασης 44353/1812/19.7.1983, αποφάνθηκε επί των από 25.9.2015 αντιρρήσεων της εκκαλούσας, ως αρμόδιος περί τούτου, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Δόμησης του εφεσίβλητου Δήμου, ο οποίος εξέδωσε και την πράξη που προσβλήθηκε με τις ως άνω αντιρρήσεις, καθόσον μάλιστα δεν αποκλείεται εξ ορισμού η ενδικοφανής προσφυγή να απευθύνεται ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου, ενώ τούτο δεν κωλύεται ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999) όπου δεν διαλαμβάνεται σχετική ρύθμιση. Στη συνέχεια το δικάσαν εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας αποφαινόμενο με ειδικές σκέψεις και κατόπιν ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων [άρθρο 17 του Συντάγματος, άρθρο 23 παρ. 1 εδάφια γ΄, δ΄ και ε΄ του ν. 1337/1983, ΥΑ 44353/1812/19.7.1983, Β΄466 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την ΥΑ 104695/7572 (ΠΕΧΩΔΕ) της 20/27.12.1991, Β΄ 1056], για τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων κατεδάφισης κατασκευών που εμποδίζουν την πρόσβαση στην ακτή, περαιτέρω δε, και για την αναγκαιότητα κατεδάφισης της ένδικης περίφραξης στην προκειμένη περίπτωση, με σκοπό την τήρηση της κατ’ άρθρο 24 του Συντάγματος επιταγής προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της εξασφάλισης του κοινόχρηστου χαρακτήρα του αιγιαλού και της παραλίας.
9. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης προβάλλεται ότι η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσία, σύμφωνα με άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 όπως ισχύει, και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανιστεί, διότι η κρίση στην οποία ερείδεται η εκκαλούμενη απόφαση, ότι νομίμως αποφάνθηκε επί των αντιρρήσεων το ίδιο όργανο που εξέδωσε την αμφισβητηθείσα με αντιρρήσεις απόφαση κατεδάφισης, είναι αντίθετη στα κριθέντα με την απόφαση 3122/1988 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ερμηνεύτηκαν οι εν προκειμένω κρίσιμες διατάξεις της Υπουργικής Απόφασης 44353/1812/1983 σχετικά με τη διαδικασία κατεδάφισης που εμποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές και εφαρμόστηκαν επί ταυτόσημων πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω δε με το από 17.10.2018 υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, προβάλλεται ότι, όσον αφορά το ίδιο νομικό ζήτημα, η εκκαλούμενη απόφαση είναι αντίθετη και προς την απόφαση ΣτΕ 1903/2017, με την οποία οι συναφείς διατάξεις του π.δ/τος 267/1998 (άρθρ. 4 παρ. 4) κρίθηκαν ως προς τη συμφωνία τους με τη γενική αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων που καθιερώνεται με το άρθρο 7 του ν. 2690/1999. Κατά τα προβαλλόμενα, εφόσον ο ως άνω μοναδικός προβαλλόμενος λόγος έφεσης κριθεί παραδεκτός και βάσιμος, η εκκαλούμενη απόφαση στερείται πλέον νόμιμου ερείσματος, η δε προσβληθείσα με αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη καθίσταται ωσαύτως μη νόμιμη και ακυρωτέα. Ο ως άνω ισχυρισμός, κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται αντίθεση της εκκαλούμενης απόφασης προς την απόφαση ΣτΕ 1903/2017, είναι αβάσιμος, διότι με την απόφαση 1903/2017 το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έκρινε επί των ειδικότερων εν προκειμένω εφαρμοστέων διατάξεων της Υπουργικής Απόφασης 44353/1812/1983 (σχετικά με τη διαδικασία κατεδάφισης που εμποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές), αλλά επί των διαφορετικών διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 4 του π. δ/τος 267/1998 “Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης των αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών” (Α΄195), σχετικά με τις οποίες αποφάνθηκε ότι δεν παρέχουν τη δυνατότητα συμμετοχής ως μέλους της Επιτροπής Ενστάσεων που αποφαίνεται επί ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά εκθέσεως αυτοψίας, του υπαλλήλου της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας που ενήργησε την αυτοψία και συνέταξε τη σχετική έκθεση. Ο ίδιος, όμως, ως άνω ισχυρισμός, κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται αντίθεση προς την απόφαση ΣτΕ 3122/1988 7μ., είναι βάσιμος. Τούτο δε διότι η εν λόγω απόφαση περιέχει πράγματι την αντίθετη προς την εκκαλούμενη κρίση ότι οι εφαρμοστέες και εν προκειμένω διατάξεις της υπουργικής απόφασης 44353/1812/1983 δεν καθιερώνουν απόκλιση από τη γενική αρχή της αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης, κατ’ εφαρμογή της οποίας δεν επιτρέπεται το πρόσωπο που υπό την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου εκδίδει μία διοικητική πράξη να συμπίπτει με το πρόσωπο που την ελέγχει ή να μετέχει στο συλλογικό όργανο που ασκεί τον έλεγχο αυτό, ως εκ τούτου δε, μη νομίμως αποφάνθηκε επί των αντιρρήσεων που είχε υποβάλει ο ενδιαφερόμενος, το ίδιο όργανο (Προϊσταμένη της Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αχαΐας) το οποίο εξέδωσε την προσβληθείσα με τις αντιρρήσεις διαταγή κατεδάφισης της περίφραξης που εμπόδιζε την πρόσβαση στην ακτή. Συνεπώς, προβάλλεται παραδεκτώς και είναι εξεταστέος κατ` ουσία ο λόγος έφεσης, κατά τον οποίο, ενόψει της γενικής αρχής της αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης, όπως η γενική αρχή αυτή αποτυπώνεται πλέον στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και ερμηνεύεται σε σχέση με τις διατάξεις της ΥΑ 44353/1812/19.7.1983 Υπουργικής Απόφασης (βλ. ΣτΕ 3122/1988), δεν επιτρέπεται το όργανο που κατά την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση αποφαίνεται επί των αντιρρήσεων του ενδιαφερομένου (Προϊστάμενος της Πολεοδομίας) να συμπίπτει με το όργανο που εκδίδει την πράξη που προσβάλλεται με αντιρρήσεις (διαταγή κατεδάφισης περίφραξης που εμποδίζει την πρόσβαση στην ακτή), έσφαλε δε το δικάσαν εφετείο δεχόμενο τα αντίθετα, κατόπιν εξετάσεως της συμφωνίας των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης αποκλειστικά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περί ενδικοφανούς προσφυγής.
ΣΕ 93/2020
5. Επειδή, η κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (βλ. την παρ. 8 του άρθρου 63) και όχι για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2105/2018 και 1215/2017). Αναρμοδίως, ως εκ τούτου, επελήφθη στην προκειμένη περίπτωση η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, της οποίας η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, εξ αυτού του λόγου, ακυρωτέα. Κατόπιν τούτου, συμπροσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί η αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ……… Θεσσαλονίκης (……/8.6.2016), η οποία, μη ενσωματωθείσα στην απορριπτική απόφαση της κατ’ αυτής ασκηθείσης ενδικοφανούς προσφυγής, διατηρεί την αυτοτέλειά της (πρβλ. ΣτΕ 2105/2018).
6. Επειδή, σε περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, δεν απαιτείται κατά νόμον η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, η τυχόν άσκηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές προσφυγής δεν αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Όταν, όμως, η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής υποδεικνύεται από τη φορολογική διοίκηση, για το εμπρόθεσμο της αιτήσεως ακυρώσεως αρκεί αυτή να ασκείται εντός εξηκονθημέρου από της επιδόσεως της απορριπτικής της προσφυγής πράξεως ή από της συντελέσεως της σιωπηρής απορρίψεώς της (ΣτΕ 2105/2018). Εν προκειμένω, η μεν άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής (αρ. πρωτ. εισερχ. ……/13.7.2016) υπεδείχθη στον αιτούντα από τη φορολογική διοίκηση, με σχετική έγγραφη σημείωση επί του σώματος της αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της οικείας Δ.Ο.Υ., η δε κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε, ως προσφυγή, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την 26η Ιανουαρίου 2017, ήτοι την τεσσαρακοστή πέμπτη ημέρα από της εκδόσεως της αποφάσεως της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (12.12.2016), η οποία έλαβε χώρα εντός της κατ’ άρθρο 63 παρ. 5 του ν. 4174/2013 προθεσμίας. Εμπροθέσμως, κατά συνέπεια, με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλεται η απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ……… Θεσσαλονίκης (4949/8.6.2016), με την οποία απερρίφθη, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το αίτημα περί μεταβολής της φορολογικής κατοικίας του αιτούντος.