Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 31
Ετος: 2020
________________________________________
Περίληψη
Επιμελητήρια – Καταχώρηση διακριτικού τίτλου – Ανάκληση απόφασης καταχώρησης -. Η απόφαση καταχώρησης ανακαλείται λόγω της ύπαρξης άλλου όμοιου καταχωρημένου διακριτικού τίτλου. Αρμοδιότητα. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη ανάκληση, η οποία δεν αντίκειται στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης. Δεν απαιτείτο προηγούμενη κλήση σε ακρόαση του αιτούντος. Απορρίπτει αίτηση.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 31/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχε κώλυμα, Δ. Κυριλλόπουλος, Ό. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Ε. Σκούρα, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη.
Για να δικάσει την από 23 Νοεμβρίου 2014 αίτηση:
Του.., κατοίκου Πειραιά (..), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά (..), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Παππά (Α.Μ. 19898), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθ. 3164/1.10.2014 πράξη της Προϊσταμένης του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά και κάθε άλλη σχετική πράξη η παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Σκούρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του καθ ου Επιμελητηρίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3964865-7/2014 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή εισαγόμενη αρμοδίως προς εκδίκαση στο Δ΄ Τμήμα (πρβλ. ΣτΕ 3142/2012) ζητείται η ακύρωση της 3164/1.10.2014 πράξης της Προϊσταμένης του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, με την οποία ανακλήθηκε η χρήση του διακριτικού τίτλου .., που είχε χορηγηθεί στην ατομική επιχείρηση του αιτούντος την 15.3.2013.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στις 15.1.2010 υπεβλήθη προς το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΒΕΠ) αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία …, με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία μεταλλικών κατασκευών – κουφωμάτων αλουμινίου, για την καταχώρηση του διακριτικού τίτλου ... Η εταιρία αυτή είχε συσταθεί το 1972, μεταξύ των.., με σκοπό την κατασκευή και εμπορία σιδηρών κατασκευών (σιδηρουργείο). Το 1979 αποχώρησε από την εταιρία ο πρώτος, .., μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα στον ..και τροποποιήθηκε αναλόγως η εταιρική επωνυμία. Τέλος, στις 4.1.2010 αποχώρησε από την εταιρία ο ..και μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα στη θυγατέρα του.., ενώ η επωνυμία της εταιρίας ορίστηκε σε …. Ο τίτλος .. πράγματι καταχωρήθηκε από το ΒΕΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1089/1980. Ακολούθως, στις 6.3.2014, καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του ΒΕΠ το καταστατικό λύσης της εταιρίας αυτής. Προηγουμένως όμως, στις 15.3.2013, είχε υποβληθεί αίτηση εγγραφής ατομικής επιχείρησης του ήδη αιτούντος … προς το ΒΕΠ και το ΓΕΜΗ, με την οποία ζητούσε να καταχωρηθεί ο ίδιος διακριτικός τίτλος .. για την ατομική επιχείρησή του με αντικείμενο αλουμινοκατασκευές – σιδηροκατασκευές. Καταχωρήθηκε και για την επιχείρηση αυτή ο ίδιος διακριτικός τίτλος. Εν συνεχεία, την 1.10.2014 υποβλήθηκε αίτηση του.., εκ των πρώην εταίρων της ομόρρυθμης εταιρίας …, με την οποία ζητούσε να καταχωρηθεί και πάλι ο αυτός διακριτικός τίτλος .. για την ατομική επιχείρησή του .. . Κατά τον έλεγχο που διενήργησε το ΒΕΠ διαπίστωσε ότι ο ίδιος τίτλος (..) είχε χορηγηθεί στις 15.3.2013 στην ατομική επιχείρηση του αιτούντος … και, με την προσβαλλόμενη 3164/1.10.2014 πράξη του, προέβη στην ανάκληση της χορήγησης λόγω του ότι είχε χορηγηθεί εκ παραδρομής, διότι κατά τον αρχικό έλεγχο δεν είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη προϋπάρχουσας και ενεργούς επιχείρησης (της .. ) με τον ίδιο διακριτικό τίτλο, ενώ ζήτησε από τον αιτούντα να μη χρησιμοποιεί τον διακριτικό τίτλο, διότι προκαλείται σύγχυση στους καταναλωτές και στις συναλλαγές (άρ. 14 του ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού).
4. Επειδή, στα άρθρα 4 έως 8 του ν. 1089/1980 «περί Εμπορικών και Βιομηχανικών, Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων» (Α΄ 261), τα οποία εξακολουθούσαν να ισχύουν μέχρι της θεσπίσεως του εμπορικού μητρώου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2081/1992 (Α΄ 154), προβλεπόταν η υποχρέωση αναγγελίας ενάρξεως εργασιών εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, καθώς και κάθε μεταβολής, καθώς και ότι η αναγγελία περιέχει την εμπορική ή εταιρική επωνυμία, η οποία πρέπει να διαφέρει κατά τρόπο ευδιάκριτο από τις ήδη εγγεγραμμένες, και τον τυχόν διακριτικό τίτλο (άρθρο 4, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2941/2001, Α΄ 201). Ακολούθως, με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297), όπως τροποποιήθηκαν, καθιερώθηκε Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και προβλέφθηκε ότι στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων συνιστάται Κεντρική Υπηρεσία ΓΕΜΗ, αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την οργάνωση και εποπτεία της βάσης δεδομένων, ενώ σε κάθε επιμελητήριο συνιστάται ειδική υπηρεσία (Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.), αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την παραλαβή, την πρωτοκόλληση και τον έλεγχο νομιμότητας των αιτήσεων και των πράξεων που αφορούν τους υπόχρεους και δικαιολογούν την καταχώριση, μεταβολή ή διαγραφή (περ. β της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3419/2005). Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3419/2005 προβλέφθηκε ότι στο Γενικό Ευρετήριο Επωνυμιών καταχωρίζονται οι εμπορικές ή εταιρικές επωνυμίες των υπόχρεων και οι διακριτικοί τίτλοι της επιχείρησης, εφόσον διαφέρουν, κατά τρόπο ευδιάκριτο από τις ήδη καταχωρισμένες επωνυμίες ή τους διακριτικούς τίτλους άλλων υποχρέων. Μεταγενεστέρως δε, με το άρθρο 10 του ν. 4441/2016 (Α΄ 227), προβλέφθηκαν ειδικότερες ρυθμίσεις για την παραλαβή, την πρωτοκόλληση και τον έλεγχο αιτήσεων έγκρισης επωνυμίας και διακριτικού τίτλου και προβλέφθηκε ρητώς, αποδίδοντας το ήδη ισχύον δίκαιο, μεταξύ άλλων, ότι κάθε νέα επωνυμία και διακριτικός τίτλος πρέπει να μην προσκρούει στη νομοθεσία και στα χρηστά ήθη και να διαφέρει κατά τρόπο ευδιάκριτο των ήδη εγγεγραμμένων.
5. Επειδή, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά θεμελιώδη αρχή, κάθε νέος διακριτικός τίτλος που καταχωρίζεται προς διάκριση επιχείρησης πρέπει να διαφέρει κατά τρόπο ευδιάκριτο των ήδη καταχωρηθέντων διακριτικών τίτλων, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση στους συναλλασσομένους με τις επιχειρήσεις ως προς την επιχείρηση, στην οποία ανήκει συγκεκριμένος τίτλος. Τον σχετικό έλεγχο διενεργεί το οικείο όργανο κατά την καταχώριση του διακριτικού τίτλου. Κατ εφαρμογή δε της γενικής αρχής, κατά την οποία το όργανο που είναι αρμόδιο για την έκδοση διοικητικής πράξεως, είναι αρμόδιο και για την ανάκλησή της, το ίδιο όργανο είναι εν προκειμένω αρμόδιο για την ανάκληση της πράξης καταχώρισης διακριτικού τίτλου λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων καταχώρισης κατά τον χρόνο εκείνο. Τέλος, η ως άνω ανάκληση δεν αντίκειται καταρχήν στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (πρβλ. ΣΕ 3142/2012).
6. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιώς αποφάσισε την ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του για καταχώριση του διακριτικού τίτλου .. για λογαριασμό του αιτούντος ως παράνομης, λόγω του ότι κατά τον χρόνο καταχώρισης υπήρχε άλλος όμοιος διακριτικός τίτλος καταχωρημένος για λογαριασμό της εταιρίας …, βρίσκει έρεισμα στον νόμο, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και δεν αντίκειται στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. ’λλωστε, από την καταχώριση (στις 15.3.2013) του διακριτικού τίτλου για τον αιτούντα έως την ανάκληση (την 1.10.2014) δεν είχε παρέλθει μακρύς χρόνος. Εξάλλου, η ανάκληση έγινε βάσει αντικειμενικών δεδομένων, που αφορούν παρανομία της πράξης της αρχικής καταχώρισης, ήτοι λόγω της ύπαρξης κατά τον χρόνο καταχώρισης άλλου όμοιου καταχωρημένου διακριτικού τίτλου και δεν συνδέεται ούτε με την εναντίωση ή μη στη χρήση του από τον αιτούντα άλλων τυχόν εμπλεκόμενων μερών, ούτε με τη μεταγενέστερη (στις 6.3.2014) λύση της εταιρίας για την οποία είχε αρχικώς καταχωρηθεί ο τίτλος. Εν όψει δε του ότι η ανάκληση έγινε λόγω αντικειμενικών δεδομένων, δεν καθίσταται ακυρωτέα η πράξη λόγω μη προηγούμενης κλήσης σε ακρόαση του αιτούντος, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 65
Ετος: 2020
________________________________________
Περίληψη
Πολιτιστικό περιβάλλον – Ανάκληση έγκρισης για ανέγερση οικοδο΅ής – Δικαίωμα προηγού΅ενης ακρόασης -. Ανάκληση διοικητικής πράξης δεν επιτρέπεται κατά κανόνα για διαφορετική εκτί΅ηση των πραγ΅ατικών συνθηκών, αλλά ΅όνο για λόγους νο΅ι΅ότητας. Κατ εξαίρεση, εάν έχει ήδη δοθεί άδεια για την ανέγερση οικοδο΅ής πλησίον αρχαίου, οπότε έχουν ήδη δη΅ιουργηθεί δικαιώ΅ατα υπέρ του ιδιοκτήτη του ακινήτου, ΅πορεί να γίνει ανάκληση, ακό΅η και λόγω διαφορετικής εκτί΅ησης πραγ΅ατικών περιστατικών, εφόσον, κατά την αιτιολογη΅ένη κρίση των αρ΅όδιων οργάνων, συντρέχει λόγος δη΅οσίου συ΅φέροντος, όπως είναι η προστασία του αρχαίου ΅νη΅είου. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ειδική αιτιολογία, η οποία ΅πορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. ∆εν απαιτείται στην περίπτωση αυτή προηγού΅ενη ακρόαση, αφού η ανακλητική πράξη εκδίδεται όχι για λόγους αναγό΅ενους σε υποκει΅ενική συ΅περιφορά του ιδιοκτήτη, αλλά για λόγους δη΅οσίου συ΅φέροντος, αναγό΅ενους στην προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 65/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Μ. Γκορτζολίδου, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ε. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Οικονόμου.
Για να δικάσει την από 11 Νοεμβρίου 2011 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «..», που εδρεύει στην ..Αττικής (..), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο (Α.Μ. 17003), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ο οποίος παρέστη με τη Μαρία Παπίδα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ` αριθμ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/83875/3766/6.9.2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Γκορτζολίδου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1215120, 3091728/2011 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 12.5.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/64526/3766/6.9.2011 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού με την οποία ανακλήθηκαν οι ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Α1/Φ03/35024/1639/18.4.2007 και ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/76133/ 3679/13.9.2007 αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού. Με τις αποφάσεις αυτές είχε εγκριθεί, από την άποψη του αρχαιολογικού νόμου, το αίτημα για ανέγερση πενταόροφης οικοδομής με τριώροφο υπόγειο σε οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας της αιτούσας, στην περιοχή της ..του Δήμου.. .
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση κατά της ως άνω ανακλητικής απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού που εκδόθηκε στις 6.9.2011, κατατεθείσα στις 11.11.2011, ασκείται εμπροθέσμως, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου αναστολής των δικαστικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από την αιτούσα εταιρεία, δικαιούχου των ανακληθεισών με την προσβαλλόμενη εγκρίσεων.
4. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, το οποίο υποχρεούται να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή προστατευτικά μέτρα προς διαφύλαξη αυτού, κατά δε την παρ. 6 του άρθρου τούτου, τα μνημεία και οι παραδοσιακές περιοχές και στοιχεία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Με αυτές τις συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται ειδικώς, το πρώτον, αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και των στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας (βλ. ΣτΕ 2024/2015, 3568/2005 σκ. 5). Η προστασία αυτή έχει ως περιεχόμενο, αφ` ενός μεν τη διατήρηση στο διηνεκές των μνημείων και λοιπών στοιχείων, τα οποία προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και, γενικώς, πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, αφ` ετέρου δε την επιβολή των αναγκαίων περιορισμών ή ειδικών μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως των μνημείων και του χώρου που τα περιβάλλει, προκειμένου να επιτραπεί η ανάδειξη των μνημείων σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα (πρβλ. ΣΕ 3284-5/2004 σκ. 5, 1784/2003 σκ. 5, 2881/2000 σκ. 9). Περαιτέρω, στο άρθρο 5 της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων της 23.11.1972, για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, που κυρώθηκε με το ν. 1126/1981 (Α’ 32), προβλέπεται ότι «[…] τα κράτη μέλη της παρούσας συμβάσεως θα προσπαθήσουν εν τω μέτρω του δυνατού: α) να υιοθετήσουν γενικήν πολιτικήν αποσκοπούσαν εις το να δώσουν εις την πολιτιστικήν και φυσικήν κληρονομίαν λειτουργικότητα τινά εις τα πλαίσια της κοινωνικής ζωής […]». Στο δε άρθρο 11 της Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης που κυρώθηκε με τον ν. 2039/1992 (Α΄ 61) προβλέπεται ότι «[…] κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να ενθαρρύνει: α) τη χρήση των προστατευόμενων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και β) την προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις». Στις ρυθμίσεις της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης, που αποτέλεσαν συνέχεια της Χάρτας της Βενετίας του 1964 και της Διακήρυξης του ʼμστερνταμ του 1975 στο ζήτημα της διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, διαπιστώνεται η ανάγκη, μεταξύ άλλων, να ενταχθεί η κληρονομιά αυτή στην οικονομική και κοινωνική ζωή κάθε χώρας (βλ. ΣτΕ 2034/2015, 3611/2007 σκ. 9, 1100/2005).
5. Επειδή, σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, εκδόθηκε ο ν. 3028/2002 (Α΄ 153), με τον οποίο θεσπίστηκε το ειδικότερο πλαίσιο της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα, με σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 1 παρ. 1). Σύμφωνα με το στοιχείο γ’ του άρθρου 2 του ν. 3028/2002, «ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα», στο άρθρο 3 ότι: «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) στην αποτροπή της παράνομης ανασκαφής, της κλοπής και της παράνομης εξαγωγής, δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, …», στο άρθρο 10 ότι «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστρογή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. … 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης … ή επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. ..», στο άρθρο 12 ότι: «1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. …3…4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους. Πριν από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, απαιτείται η γνώμη του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού για υφιστάμενες δραστηριότητες της αρμοδιότητάς του, προκειμένου να καθορισθούν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας τους στο πλαίσιο του άρθρου 10. Η γνώμη αυτή διατυπώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την αποστολή του σχετικού ερωτήματος. Εάν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή». Στο τέταρτο τμήμα του δευτέρου κεφαλαίου του νόμου αυτού (άρθρα 18 – 19), υπό τον τίτλο «Απαλλοτριώσεις – Στέρηση χρήσεως» ορίζεται, στο άρθρο 18, ότι «1. Το Δημόσιο μπορεί να προβαίνει με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, είτε στην ολική ή τη μερική απαλλοτρίωση είτε στην απευθείας εξαγορά μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία, καθώς και παρακείμενων ακινήτων ή μνημείων, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο για την προστασία των μνημείων. … 6. Η εισήγηση της Υπηρεσίας για ολική ή μερική απαλλοτρίωση ή απευθείας εξαγορά ακινήτου περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόρριψη άλλων λύσεων προστασίας των μνημείων … καθώς και τις βασικές κατευθύνσεις για τον τρόπο διατήρησης και ανάδειξής τους μέσα στο προς απαλλοτρίωση ακίνητο …» και στο άρθρο 19 ότι «1. Για την προστασία μνημείων … ή για τη διενέργεια ανασκαφών ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί να επιβάλλει προσωρινή ή οριστική στέρηση ή περιορισμό της χρήσης ακινήτου. 2. Σε περίπτωση ουσιώδους προσωρινού περιορισμού ή ουσιώδους προσωρινής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου, καταβάλλεται αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται με βάση τη μέση κατά προορισμό απόδοση του ακινήτου πριν τον περιορισμό ή τη στέρηση της χρήσης, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιότητας του ακινήτου ως μνημείου, εφόσον αυτή συντρέχει. 3. Σε περίπτωση ουσιώδους οριστικού περιορισμού ή οριστικής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου καταβάλλεται πλήρης αποζημίωση. Και στην περίπτωση αυτή λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα του ακινήτου ως μνημείου, εφόσον αυτή συντρέχει. 4. Σε περίπτωση προσωρινής στέρησης της κατά τον προορισμό χρήσης του όλου ή μέρους ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία ή άλλων παρακείμενων ακινήτων, εάν κρίνεται απαραίτητο για την προστασία των μνημείων αυτών, κάθε θιγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για αποζημίωση, για τον προσδιορισμό της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2. 5. Σε περίπτωση ουσιώδους περιορισμού ή οριστικής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης τμήματος του ακινήτου, που απαιτείται για την προστασία του μνημείου, η αποζημίωση καταβάλλεται για το τμήμα αυτό, μόνο εάν ο περιορισμός ή η στέρηση της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου, οπότε καταβάλλεται η αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3. 6. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη επιτροπής διαπιστώνεται εάν συντρέχει περίπτωση καταβολής αποζημίωσης … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού καθορίζεται η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες της επιτροπής, η διαδικασία κατά την οποία γνωμοδοτεί, τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη, το είδος και ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. 7. Σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό που έχει ή προβλέπεται να καταβληθεί ως αποζημίωση λόγω στέρησης ή περιορισμού χρήσης ακινήτου προσεγγίζει την αξία του ακινήτου τότε αυτό κηρύσσεται απαλλοτριωτέο».
6. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ανάκληση διοικητικής πράξης δεν επιτρέπεται κατά κανόνα για διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών συνθηκών, αλλά μόνο για λόγους νομιμότητας. Κατ’ εξαίρεση, όμως, εάν έχει ήδη δοθεί άδεια για την ανέγερση οικοδομής πλησίον αρχαίου, οπότε έχουν ήδη δημιουργηθεί δικαιώματα υπέρ του ιδιοκτήτη του ακινήτου, μπορεί να γίνει ανάκληση, ακόμη και λόγω διαφορετικής εκτίμησης πραγματικών περιστατικών, εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση των αρμόδιων οργάνων, συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία του αρχαίου μνημείου (ΣτΕ 1911/2009, 3102/2005, 3905,2757/2003, 2602/2000, 4414/1997, 5835/1996, 975/1976 Ολομ.). Στην περίπτωση αυτή, όμως, απαιτείται ειδική αιτιολογία, η οποία μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 3102/2005).
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα φέρεται ότι αγόρασε ακίνητο επί των οδών .. και .. επί του οικοδομικού τετραγώνου .. της περιοχής .., συνολικού εμβαδού 6.438,9 τ.μ., το οποίο εφαπτόταν στις υπόλοιπες πλευρές με τον αρχαιολογικό χώρο της.., όπως τα όριά του είχαν καθορισθεί με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/8163/393/ 21.2.2000 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού. Όπως προκύπτει από το από 9.4.2015 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Πολιτισμού προς το Δικαστήριο, το ακίνητο απέχει περίπου 20 μ. από την «..» και τα οικοδομικά κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής Περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.) που έχουν αποκαλυφθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και διατηρούνται ορατά και προστατευόμενα κάτω από το παλαιό στέγαστρο. Το ακίνητο είναι όμορο προς δυσμάς με οικόπεδο, στο οποίο στεγάζεται η γλυπτοθήκη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών και το οποίο είναι ενταγμένο ως υπαίθριος χώρος στον καθορισμένο χώρο ανέγερσης του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης των Αθηνών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 80 του ν. 3057/2002. Κατόπιν αιτήσεως της εταιρείας…, εγκρίθηκε, κατόπιν της από 11/21.3.2007 γνωμοδοτήσεως του ΚΑΣ, με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/35024/1639/18.4.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η ανέγερση νέου πενταόροφου κτηρίου γραφείων με τρία υπόγεια βοηθητικών χρήσεων και στάθμευσης αυτοκινήτων στο εν λόγω ακίνητο υπό τον όρο της μείωσης κατά ένα όροφο της προς ανέγερσης οικοδομής προκειμένου να μην προκληθεί έμμεση βλάβη στην παρακείμενη «..» εντός του αρχαιολογικού χώρου. Κατόπιν αιτήσεως θεραπείας της ως άνω εταιρείας, εγκρίθηκε τελικώς με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/76133/3679/13.9.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η ανέγερση πενταόροφης οικοδομής σύμφωνα με τη βελτιωμένη αρχιτεκτονική μελέτη, αφού κρίθηκε ότι δεν προκαλείται έμμεση αισθητική βλάβη στο χώρο της «..». Η αρμόδια Γ΄ ΕΠΚΑ, με το …/11.10.2007 έγγραφό της, ενημέρωσε την ως άνω εταιρεία ότι για την κατασκευή της νέας οικοδομής έπρεπε να τηρηθούν οι ακόλουθοι, μεταξύ άλλων, όροι: α. να προηγηθεί των οικοδομικών εργασιών έλεγχος εκσκαφής θεμελίων από την Γ΄ ΕΠΚΑ, κατόπιν έγκαιρης ειδοποίησης από τους ενδιαφερόμενους, β. σε περίπτωση ανευρέσεως αρχαίων, η Γ΄ ΕΠΚΑ θα προχωρούσε σε πλήρη ανασκαφή, από τα αποτελέσματα της οποίας και από τη γνωμοδότηση των αρμοδίων οργάνων θα εξαρτιόταν η πρόοδος του έργου, γ. η παραβίαση των όρων επισύρει ακύρωση της έγκρισης της Γ΄ ΕΠΚΑ και τη διακοπή των εργασιών και δ. σε περίπτωση μη ανευρέσεως αρχαίων το οικόπεδο θα αποδεσμευόταν για τη συνέχιση των εργασιών. Με την έναρξη των εκσκαφικών εργασιών στο εν λόγω ακίνητο, εντοπίστηκαν αρχαιότητες, ενώ, σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο της Γ΄ ΕΚΠΑ, διεκόπησαν οι οικοδομικές εργασίες και ακολούθησε η διενέργεια ανασκαφικής έρευνας με δαπάνη της ως άνω εταιρείας που ξεκίνησε στις 7.8.2008 και διακόπηκε στις 30.6.2009. Όπως προκύπτει από το ../4.11.2009 έγγραφο της Διευθύντριας της Γ΄ ΕΠΚΑ προς το Υπουργείο Πολιτισμού, κατά τη διάρκεια της σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο εν λόγω ακίνητο ήρθαν στο φως σποραδικά κατάλοιπα στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκαν: τρεις παιδικές ταφές: δύο εγχυτρισμοί σε αμφορείς και ένας λακκοειδής τάφος που χρονολογούνται τον πρώιμο 6ο αιώνα π.Χ., κυκλική λίθινη κατασκευή του 6ου αιώνα π.Χ., πιθανώς αποθηκευτικό χώρος, εντός κυκλικού ορύγματος διαμέτρου 3μ. και βάθους 1,1 μ. στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου, έξι ορύγματα στο κεντρικό τμήμα του οικοπέδου, εντός των οποίων βρέθηκαν όστρακα αγγείων, θραύσματα κεράμων και ειδώλια των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Στο έγγραφο αυτό, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η απαλλοτρίωση του ακινήτου θα εξυπηρετούσε την περαιτέρω ανάδειξη της περιοχής με τη διεύρυνση του χώρου αστικού πρασίνου και την απελευθέρωση επιπλέον χώρου γύρω από το μελλοντικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ακολούθησε η ../13.12.2010 πρόταση της Προϊσταμένης της Γ΄ ΕΠΚΑ προς το αρμόδιο Τμήμα του Υπουργείου Πολιτισμού για την αναοριοθέτηση των ορίων του αρχαιολογικού χώρου και απαλλοτρίωσης συγκεκριμένων ιδιοκτησιών, μεταξύ των οποίων και τμήματος του ακινήτου της αιτούσας, εμβαδού 5.520,30 τ.μ. Σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση, στην περιοχή είχαν δημιουργηθεί προβλήματα εφαρμογής του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου, λόγω της επέκτασης των ορίων του Αρχαιολογικού ʼλσους εντός οικοδομικών τετραγώνων με αποτέλεσμα την αδυναμία εφαρμογής του, προτάθηκε δε, προς θεραπεία των προβλημάτων, η τροποποίηση του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο με παράλληλη διόρθωση και εξορθολογισμό των ορίων του. Είχε προηγηθεί η αποστολή προς το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. του Α.Π. ../19.3.2009 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομικών Μελετών της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του Δήμου.., με το οποίο διαβιβάσθηκε η πρόταση τακτοποίησης του αρχαιολογικού άλσους της Ακαδημίας Πλάτωνος του Δήμου .. . Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, προτάθηκε, όσον αφορά το Ο.Τ. ../75, η δημιουργία πεζοδρόμου σε όλες τις πλευρές μεταξύ του οικοδομήσιμου χώρου και του Αρχαιολογικού ʼλσους και δεδομένου ότι είχε ξεκινήσει η ανέγερση της πενταόροφης οικοδομής, καθώς και η αρχαιολογική έρευνα στο χώρο, δεν προτείνονταν μεταβολές για το σύνολο του χώρου. Η υπόθεση εισήχθη στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.), το οποίο, στην 51/21.12.2010 συνεδρία του γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος και υπέρ της απαλλοτρίωσης ή απευθείας εξαγοράς των ακινήτων τα οποία περιλαμβάνονται εντός του νέου ορίου του αρχαιολογικού χώρου και των ακινήτων που θα αποτελέσουν ζώνες πρασίνου γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο, μεταξύ των οποίων και το ακίνητο της αιτούσας. Στην γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ. (Συν 51/21.12.2010), η οποία αποτέλεσε το έρεισμα, τόσο της υπουργικής απόφασης της αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, όσο και της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρονται τα ακόλουθα: «….υπάρχουν κατάλοιπα της λεγόμενης ιεράς οικίας, δηλαδή οικιστικά κατάλοιπα της πρώιμης εποχής του χαλκού και των γεωμετρικών χρόνων….κατάλοιπα του Γυμνασίου της Ακαδημίας Πλάτωνος ….κατάλοιπα της παλαίστρας του Γυμνασίου των ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και λουτρά των υστερορωμαϊκών χρόνων…το τετράγωνο περιστύλιο, καθώς και τα οικοδομικά κατάλοιπα της εποχής του 4ου αιώνος π.Χ., …είναι όλο χώρος πρασίνου και απαλλοτριωμένος αρχαιολογικός χώρος. …με την ευκαιρία της αναοριοθέτησης ανέκυψαν διάφορα θέματα όπως το θέμα της ιδιοκτησίας της .., 6 περίπου στρεμμάτων, η οποία προήλθε από συνένωση πολλών ακινήτων, για την οποία ποτέ δεν είχε γίνει πρόταση να συμπεριληφθεί στις απαλλοτριώσεις οι οποίες πραγματοποιούνταν τότε στην περιοχή. Η .., ως νέος ιδιοκτήτης, είχε καταθέσει το αίτημα για ανέγερση κτηρίου γραφείων. Έγιναν εκτεταμένες ανασκαφές από την Εφορεία και βρέθηκε λίθινη εργαστηριακή κατασκευή, αρκετά ασαφής, καθώς και διάσπαρτοι τάφοι. Η ΔΙΠΚΑ θεωρεί ότι αυτός ο χώρος πρέπει να ελευθερωθεί, πρέπει να απαλλοτριωθεί, προκειμένου και σε συνδυασμό με την κατάργηση της οδού Δράκοντος, η οποία διασχίζει αρχαιολογικό χώρο σήμερα, να ενοποιηθεί πραγματικά ο αρχαιολογικός χώρος, προς όφελος και των πολύ σημαντικών μνημείων. Συνεπώς, η πρόταση της ΔΙΠΚΑ αφορά στη χάραξη του ορίου του χώρου, όπως σημειώνεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα. Σε ορισμένα σημεία η χάραξη του ορίου έχει προκύψει από τις σταδιακές απαλλοτριώσεις που γίνονταν κατά καιρούς… εντός του ορίου αυτού, του προϋφιστάμενου του αρχαιολογικού χώρου, η ΔΙΠΚΑ προτείνει να προχωρήσουν και να εγκριθούν εκ νέου ακίνητα, τα οποία είναι πάρα πολλά χρόνια δεσμευμένα και των οποίων η απαλλοτρίωση δεν έχει προχωρήσει ως τώρα, και τα οποία σημειώνονται στο συγκεκριμένο χάρτη…το ακίνητο της .., έκτασης 6.668 τ.μ. Εντούτοις, η πρόταση της ΔΙΠΚΑ αφορά σε μέρος του εν λόγω ακινήτου έκτασης 5.520 τ.μ….. σε συνεργασία και συνεννόηση με το ΥΠΕΚΑ και την από κοινού δηλωθείσα πρόθεση να προστατευτεί και να διευρυνθεί ο αρχαιολογικός χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος, προτείνεται στο σχέδιο να γίνουν συμπληρωματικές απαλλοτριώσεις οι οποίες ακολουθούν στο σημείο της οδού … την κόκκινη γραμμή. …». Η γνωμοδότηση αυτή συμπληρώθηκε με τη γνωμοδότηση του ιδίου οργάνου, η οποία ελήφθη κατά τη συνεδρία της 18/24.5.2011. Ακολούθησε η απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/64526/2921/ 1.8.2011 του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (τ. Α.Α.Π.Θ. 215), με την οποία εγκρίθηκε η αναοριοθέτηση του Αρχαιολογικού Χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος σύμφωνα με την ενιαία πολυγωνική γραμμή, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα το οποίο συνδημοσιεύθηκε με την παραπάνω απόφαση. Κατόπιν των ιδίων ως άνω γνωμοδοτήσεων του Κ.Α.Σ, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία ανακλήθηκαν οι ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ03/35024/1639/18.4.2007 και ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Α1/Φ03/76133/3679/13.9.2007 αποφάσεις του ίδιου Υπουργού σχετικά με την έγκριση ανέγερσης νέου πενταόροφου κτηρίου γραφείων εκ μέρους της αιτούσας, προκειμένου να συντελεστεί απαλλοτρίωση ή απ’ευθείας εξαγορά του εν λόγω ακινήτου για αρχαιολογικούς σκοπούς.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων διότι, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσης, με αυτήν ανακαλείται η ευμενής για την εταιρεία έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού που αποτελεί και την νόμιμη προϋπόθεση της ../14.05.2008 οικοδομικής άδειας, η οποία έχει εκδοθεί στο όνομά της, χωρίς να διαπιστώνεται οιαδήποτε εμφιλοχωρήσασα παρανομία. Σύμφωνα, όμως, με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 4, κατ` εξαίρεση, αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, είναι δυνατή η ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης, λόγω διαφορετικής εκτιμήσεως των αυτών πραγματικών περιστατικών, εν προκειμένω δε, η προσβαλλόμενη ανακλητική απόφαση έχει εκδοθεί κατ’επίκληση λόγων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 7, για λόγους προστασίας του αρχαιολογικού χώρου της .. προηγήθηκε δε αυτής η αναοριοθέτηση του ως άνω αρχαιολογικού χώρου με την οποία περιελήφθη εντός αυτού το επίδικο ακίνητο. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη ανακλητική των εγκρίσεων απόφαση έχει νομίμως, από την άποψη αυτή, εκδοθεί και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως των γενικών αρχών ανάκλησης των ευμενών νόμιμων διοικητικών πράξεων.
9. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλημμελώς διότι δεν προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους οι ανακαλούμενες εγκρίσεις εμποδίζουν την απαλλοτρίωση ή την απ’ ευθείας εξαγορά του ακινήτου, καθώς και οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία την απαλλοτρίωση ή την απευθείας εξαγορά του επίδικου ακινήτου.
10. Επειδή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Κ.Α.Σ. της συν 51/21.12.2010, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την γνωμοδότηση της συν 18/24.5.2011 του ιδίου οργάνου, η ανάκληση των προηγούμενων εγκρίσεων προτάθηκε προκειμένου να ελευθερωθεί ο χώρος που καταλαμβάνει το ακίνητο της αιτούσας και να ενοποιηθεί ο αρχαιολογικός χώρος προς όφελος των μνημείων, με την κατάργηση και της οδού … Ειδικότερα, το Κ.Α.Σ. εισηγήθηκε την απαλλοτρίωση του τμήματος του ακινήτου με αριθμό 148, το οποίο ανήκει στην αιτούσα, λόγω της άμεσης γειτνίασής του με το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και προκειμένου ο χώρος να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του εν λόγω μουσείου. Περαιτέρω, στη γνωμοδότηση 18/24.5.2011 του Κ.Α.Σ αναφέρεται ότι η απαλλοτρίωση ή απευθείας εξαγορά της ιδιοκτησίας της αιτούσας, θα εξυπηρετήσει και τις ανάγκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, το οποίο έχει χωροθετηθεί στη θέση αυτή με το άρθρο 80 παρ. 2 του ν. 3057/2002. Η προσβαλλόμενη πράξη υιοθέτησε τις ως άνω γνωμοδοτήσεις και ανακάλεσε τις χορηγηθείσες εγκρίσεις του Υπουργού Πολιτισμού για την ανέγερση πενταόροφης οικοδομής με τριώροφο υπόγειο επί του επίμαχου ακινήτου «προκειμένου να συντελεστεί απαλλοτρίωση ή απ’ευθείας εξαγορά του εν λόγω ακινήτου για αρχαιολογικούς σκοπούς». Η αιτιολογία αυτή συναρτώμενη με τη θέση του ακινήτου, το οποίο βρίσκεται εγγύς σημαντικών μνημείων, όπως περιγράφονται στα πρακτικά της συν 51/21.12.2010 του Κ.Α.Σ., όσο και εγγύς του χωροθετημένου με το άρθρο 80 του ν. 3057/2002 Αρχαιολογικού Μουσείου των Αθηνών και με την ανάγκη δημιουργίας ελεύθερου χώρου για την ανάδειξη και ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου της.., είναι νόμιμη και επαρκής ενώ, εξάλλου, η αναφορά στην ανάγκη απαλλοτρίωσης ή απευθείας εξαγοράς του επίδικου ακινήτου επιρρωνύει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, σχετικά με τη σημασία απόδοσης του ακινήτου ελεύθερου στον αρχαιολογικό χώρο για την προστασία των αρχαίων και για τη δημιουργία του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αναιτιολόγητου της προσβαλλόμενης πράξης λόγος ακυρώσεως. Ομοίως, ο λόγος ακυρώσεως ότι η διοίκηση ανακάλεσε με την προσβαλλόμενη τις προηγούμενες εγκρίσεις προκειμένου, ενόψει της διαδικασίας κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, να μειώσει την αξία του επίμαχου ακινήτου και την αποζημίωση που θα όφειλε να καταβάλει, κατά κατάχρηση εξουσίας, εκτός του ότι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η προβαλλομένη κατάχρηση εξουσίας δεν προκύπτει, και μάλιστα καταδήλως, από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1245/2010, 2271/2008) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τα στοιχεία του φακέλου σαφώς προκύπτει ότι σκοπός της ήταν η προστασία των αρχαίων και η αποτροπή δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων που θα ανέτρεπαν την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
11. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση του κατοχυρωμένου από την παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999 Α΄ 45) δικαιώματος ακροάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όσον, όπως εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη ανακλητική απόφαση δεν εκδόθηκε για λόγους αναγομένους σε υποκειμενική συμπεριφορά της αιτούσας, αλλά για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους στην προστασία του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος (Σ.τ.Ε. 587/2016, 1939/2014, 4492/2009).
12. Επειδή, με το από 12.5.2014 δικόγραφο των προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα διότι, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, με την προσβαλλόμενη πράξη ανάκλησης των εγκριτικών πράξεων του Υπουργού Πολιτισμού για την ανέγερση πενταόροφης οικοδομής, η διοίκηση έπρεπε ταυτοχρόνως να είχε εκκινήσει τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή απευθείας εξαγοράς του επίμαχου ακινήτου και να είχε συνεκτιμήσει τη δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης της θιγόμενης ιδιοκτησίας της.
13. Επειδή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις σκέψεις 7 και 10, με την προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκαν, βάσει του άρθρου 10 του ν. 3028/2002, οι εκδοθείσες σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, εγκρίσεις του Υπουργού Πολιτισμού για την ανέγερση πενταώροφης οικοδομής για λόγους προστασίας του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος. Επομένως, το γεγονός ότι ο Υπουργός Πολιτισμού δεν κήρυξε εν ταυτώ την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της αιτούσας ή την απευθείας εξαγορά της δεν καθιστά μη νόμιμη την προσβαλλόμενη πράξη, ενόψει του ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 5, προβλέπεται ειδική διαδικασία από τα άρθρα 18 και 19 του ν. 3028/2002 για την αποζημίωση των τυχόν θιγόμενων ιδιοκτητών , όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Απαλλοτριώσεων και Ακίνητης Περιουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, με το από 8.3.2012 έγγραφό του προς το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και το ΥΠΕΚΑ ζήτησε τη χορήγηση πίστωσης για την πληρωμή των απαλλοτριώσεων και με το από 31.12.2012 έγγραφο του ίδιου προς την Κτηματική Υπηρεσία Αθηνών, ζητήθηκε η εκτίμηση της αξίας ακινήτων μεταξύ των οποίων και της αιτούσας, για την απ’ ευθείας εξαγορά του ακινήτου. Επομένως, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, λόγος ακύρωσης.
Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 190
Ετος: 2020
________________________________________
Περίληψη
Η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη, για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη η οποία δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης. Ο σκοπός της πρότυπης δίκης και οι προϋποθέσεις της διεξαγωγής της (επίλυση ζητημάτων “γενικότερου ενδιαφέροντος” που έχουν συνέπειες “για ευρύτερο κύκλο προσώπων”), καθώς και η ευρεία δημοσιότητα που λαμβάνει σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010), δικαιολογούν κατά μείζονα λόγο και εν προκειμένω την εφαρμογή της νομολογιακής αρχής και των προϋποθέσεών της, στις οποίες περιλαμβάνεται ο εύλογος χρόνος για την υποβολή από τους ενδιαφερομένους σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. Ο χρόνος αυτός υπολογίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας στην πρότυπη δίκη, καθόσον οι “συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων”, τις οποίες συνεπάγεται η επίλυση ζητήματος “γενικότερου ενδιαφέροντος” με την απόφαση αυτή, αφορούν την τύχη και άλλων, ομοίων κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους διοικητικών υποθέσεων, καθώς και των ατομικών διοικητικών πράξεων οι οποίες έχουν τυχόν εκδοθεί στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών. Δεν υφίσταται πράγματι αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2176-7/2004 Ολομ.). Παραπομπή στην επταμελή.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 190/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Δ. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Α. Χρυσικόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.
Για να δικάσει την από 20 Αυγούστου 2018 έφεση:
των: 1. …, κατοίκου Περάματος Ιωαννίνων (…), 2. …, κατοίκου Πατρών (…), 3. …, κατοίκου Αγίου Γεωργίου Βοιωτίας (…), 4. …, κατοίκου Χάλκης Λάρισας, 5. …, κατοίκου Αναλήψεως Θεσσαλονίκης (…), 6. …, κατοίκου Περιστερίου (…), 7. …, κατοίκου Πατρών (…), 8. …, κατοίκου Πολυγώνου (…), 9. …, κατοίκου Δράμας (…), 10. …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…), 11. …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…, Κάτω Τούμπα), 12. …, κατοίκου Λάρισας (…, Ν. Σμύρνη), 13. …, κατοίκου Καβάλας (…, Άγιος Λουκάς), 14. …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…, Περαία), 15. …, κατοίκου Ημαθίας (…, Αλεξάνδρεια), 16. …, κατοίκου Πέλλας (…, Γιαννιτσά), 17. …, κατοίκου Ιλίου (…), 18. …, κατοίκου Δράμας (…), 19. …, κατοίκου Ηλιούπολης …), 20. …, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Λαμίας Ν. Φθιώτιδας, 21. …, κατοίκου Πατρών (…), 22. …, κατοίκου Πατρών (…), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Φώτιο Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 23. …, κατοίκου Χανίων (…, Κόκκινο Μετόχι), 24. …, κατοίκου Ιλίου (…), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο και με πληρεξούσια, 25. …, κατοίκου Ιλίου (…), 26. …, κατοίκου Κοζάνης (…), 27. …, κατοίκου Καρπενησίου (…), 28. …, κατοίκου Πυλαίας (…), 29. …, κατοίκου Κιλκίς (…), 30. …, κατοίκου Κιλκίς (…), 31. …, κατοίκου Πατρών (…, Μιντιλόγλι), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 32. …, η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο και με πληρεξούσιο, 33. …, κατοίκου Άρτας (…), 34. …, κατοίκου Κάτω Χαλανδρίου (…), 35. …, κατοίκου Κορίνθου (…), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 36. …, κατοίκου Ξάνθης (…), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο και με πληρεξούσιο, 37. …, κατοίκου Σερρών (…), 38. …, κατοίκου Πατρών (…), 39. …, κατοίκου Ασωπού Λακωνίας, 40. …, κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας (…), 41…., κατοίκου Πυλαίας Θεσσαλονίκης (…), 42. …, κατοίκου Φλώρινας (…), 43. …, κατοίκου Δράμας (…, Προσοτσάνη), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 44. …, κατοίκου Βριλησσίων (…), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 45. …, κατοίκου Αθηνών (…, Ν. Κόσμος), 46. …, κατοίκου Σερρών (…, Νιγρίτα), 47. …, κατοίκου Νέας Μεσήμβριας Θεσσαλονίκης, οι οποίες παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 48. …, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής (…), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 49. …, κατοίκου Χαλανδρίου (…), 50. …, 51. …, κατοίκου Νέων Εργατικών Κατοικιών Άμφισσας, στίχος 4, 52. …, κατοίκου Ευβοίας (…, Βαθύ Αυλίδας), 53. …, κατοίκου Βόλου (…) και 54. …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…, Αμπελόκηποι), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τη Φωτεινή Δεδούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της υπ’ αριθμ. 1700/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Παπαγιάννη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή με την κρινόμενη έφεση, η οποία συμπληρώνεται με δικόγραφο προσθέτων λόγων, για δε την άσκησή της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (230625158958-1029-0046/2018 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η εξαφάνιση της 1700/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η αίτηση αυτή στρεφόταν κατά του 128714/Ε2/3.8.2016 απαντητικού εγγράφου της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με το οποίο εκδηλώθηκε άρνηση της Διοίκησης να δεχθεί την 92531/6.6.2016 αίτηση των εκκαλούντων για ανάκληση διορισμών εκπαιδευτικών, προκειμένου τις θέσεις τους να καταλάβουν οι εκκαλούντες, λόγω αντισυνταγματικότητας των διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων είχαν πραγματοποιηθεί οι διορισμοί αυτοί.
2. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη, για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη η οποία δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης της οποίας ζητείται η ανάκληση και να προχωρήσει στην ανάκλησή της εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από το νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δεσμίας αρμοδιότητας για την έκδοσή της, κατ’ εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκληση, της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων, τα οποία αποκτήθηκαν καλοπίστως, καθώς και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Εφόσον η Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, προβεί στην ανάκληση της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφαλείας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά είναι σύμφωνη προς τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει την παράνομη πράξη της παρά τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1274, 99/2018, 4652/2013, 2123/2006, 2736/2005 επτ., 2176-7/2004 Ολομ. κ.ά.).
3. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο και τρίτο του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση”. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ως ισχυρισμοί για ανυπαρξία νομολογίας ή για αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς υπάρχουσα νομολογία, οι οποίοι απαιτείται να προβληθούν επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου μέσου της έφεσης και των λόγων της, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την έκβαση της δίκης, το οποίο ανάγεται στην ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων ή αρχών του δικαίου και όχι στην εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στην ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους εν λόγω κανόνες και αρχές. Σε περίπτωση, πάντως, ερμηνείας και εφαρμογής από τα δικαστήρια αορίστων νομικών εννοιών (π.χ. εύλογος χρόνος, δημόσιο συμφέρον), οι οποίες αποτελούν στοιχεία του εφαρμοστέου κανόνα ή της εφαρμοστέας αρχής του δικαίου, προσδιορίζονται δε με βάση τα πραγματικά δεδομένα της κάθε υπόθεσης, ζήτημα ύπαρξης προηγούμενης νομολογίας (νομολογιακού “προηγουμένου”) μπορεί να τεθεί μόνον, εφόσον έχει αποφανθεί το Δικαστήριο σε υπόθεση με όμοια ή παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, διότι τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας το ίδιο νομικό ζήτημα (βλ. ΣτΕ 4422/2015, 4963, 4783/2014 κ.ά.). Εξ άλλου, με το εισαγωγικό δικόγραφο του ενδίκου μέσου πρέπει να προσδιορίζεται το αναφυόμενο κρίσιμο νομικό ζήτημα, ως προς το οποίο πρέπει, με το ίδιο δικόγραφο, να προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με ταυτόχρονη επίκληση, σε περίπτωση ισχυρισμού για αντίθεση προς τη νομολογία, των αποφάσεων προς τις οποίες υφίσταται η αντίθεση αυτή (βλ. ΣτΕ 1401/2018, 943/2017 κ.ά.).
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, με βάση προκηρύξεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) διεξήχθη το έτος 2008 διαγωνισμός για την κατάρτιση πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών προς πλήρωση θέσεων σε κλάδους εκπαιδευτικών στους οποίους ανήκουν οι εκκαλούντες. Αυτοί συμμετείχαν στον ως άνω διαγωνισμό και κατατάχθηκαν στον πίνακα επιτυχόντων, έχοντας συμπληρώσει την απαιτούμενη ελάχιστη βαθμολογία, λόγω όμως της σειράς κατάταξής τους δεν περιελήφθησαν και στον πίνακα διοριστέων. Εξ άλλου, κατά τα σχολικά έτη 2009-10 έως και 2013-14, κατά τα οποία γίνονταν διορισμοί εκπαιδευτικών από τους προαναφερόμενους πίνακες διοριστέων του διαγωνισμού του έτους 2008 δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010 (Α΄ 71) – η αρχική περίοδος εφαρμογής της οποίας (έως το σχολικό έτος 2011-2012) παρατάθηκε με υπουργικές αποφάσεις έως και το σχολικό έτος 2015-2016 – πραγματοποιήθηκαν παράλληλα διορισμοί εκπαιδευτικών των ανωτέρω κλάδων (α) από τον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών με πραγματική προϋπηρεσία κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010, (β) από τον πίνακα αναπληρωτών με τριαντάμηνη πραγματική προϋπηρεσία κατά το άρθρο 9 παρ. 8 του ν. 3848/2010 και (γ) από τον πίνακα αναπληρωτών με εικοσιτετράμηνη πραγματική προϋπηρεσία, οι οποίοι είχαν λάβει τη βαθμολογική βάση σε οποιονδήποτε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π., κατά το άρθρο 9 παρ. 9 εδάφιο δεύτερο του ν. 3848/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3687/2008, το οποίο διατηρήθηκε προσωρινά σε ισχύ. Οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι την απόφαση 527/2015 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας – η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο πρότυπης δίκης του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και με την οποία, αφού κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3848/2010, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για την έκδοση οριστικής απόφασης – υπέβαλαν στο Υπουργείο Παιδείας την από 6.6.2016 αίτηση, με την οποία ζήτησαν, κατ’ ουσίαν, την ανάκληση των διορισμών που είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει των ανωτέρω αντισυνταγματικών διατάξεων και τον δικό τους αναδρομικό διορισμό από το σχολικό έτος 2009-10 ή από το έτος που η Διοίκηση θα όφειλε να τους διορίσει, αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι παράνομοι διορισμοί των συναδέλφων τους. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τη Διοίκηση κατά τα εκτεθέντα στην πρώτη σκέψη. Το διοικητικό εφετείο, το οποίο εξέτασε την αίτηση ακυρώσεως υπό το πρίσμα της μνημονευθείσης (στη σκέψη 2) νομολογιακής αρχής (ΣτΕ 2176-7/2004 Ολομ.), κατά την οποία η Διοίκηση οφείλει, υπό προϋποθέσεις, να ανακαλεί παράνομες πράξεις, απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως με την ακόλουθη αιτιολογία: Οι εκκαλούντες υπέβαλαν την από 6.6.2016 αίτηση για ανάκληση των επίμαχων διορισμών μετά την παρέλευση ενός έτους και τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση στις 16.2.2015 της 527/2015 απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το διάστημα όμως αυτό, κατά την εκκαλουμένη, δεν δύναται να θεωρηθεί ως εύλογο, ώστε να γεννηθεί υποχρέωση της Διοίκησης προς ανάκληση παράνομων πράξεων κατά την ανωτέρω νομολογιακή αρχή, “εν όψει του ευλόγου ενδιαφέροντος των αιτούντων, λαμβανομένης υπόψη και της ευρείας δημοσιότητας που έλαβε η δημοσίευση της ως άνω δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι το κριθέν ζήτημα αφορούσε μεγάλο κύκλο εκπαιδευτικών, [και] των λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που συντρέχουν εν προκειμένω και οι οποίοι συνίστανται στην ανάγκη ολοκλήρωσης του τελευταίου διαγωνισμού Α.Σ.Ε.Π., η οποία εκκρεμεί ήδη από το έτος 2008 … σε συνδυασμό και με τον ευρύτατο κύκλο ενδιαφερομένων ως προς το ζήτημα αυτό με συνέπειες στο πρόσωπό τους, ιδίως των εκπαιδευτικών που απέκτησαν τα τυπικά προσόντα διορισμού (πτυχίο κλπ.) μετά το έτος 2008 και οι οποίοι αναμένουν την ενεργοποίηση του αντίστοιχου παγίου συστήματος του ν. 3848/2010, το οποίο προϋποθέτει τη διεξαγωγή διαγωνισμού Α.Σ.Ε.Π. ή διαδικασίες υπαγόμενες στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., σε συμφωνία και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας”. Το διοικητικό εφετείο απέρριψε, επίσης, ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των αιτούντων (ήδη εκκαλούντων) ότι “εσφαλμένα υπολογίζεται ο εύλογος χρόνος από τη δημοσίευση της προαναφερόμενης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο επελήφθη σε εφαρμογή της απόφασης αυτής, εφόσον ουδέποτε, μέχρι τότε, κλήθηκαν οι αιτούντες να υποβάλουν σχετική αίτηση προς διορισμό”. Και τούτο διότι, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, “ο εύλογος χρόνος υπολογίζεται από τη δημοσίευση της απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου που αποφάνθηκε επί των κρίσιμων νομικών ζητημάτων ενώ η κλήση προς διορισμό και ο διορισμός από τη Διοίκηση αφορά τους συμμετασχόντες στην εν λόγω δίκη και όχι τους εν προκειμένω αιτούντες, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, θα έπρεπε να υποβάλουν αίτηση ανάκλησης των επίμαχων πινάκων εντός ευλόγου χρόνου”.
5. Επειδή με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση θεώρησε εσφαλμένα ως μη εύλογο το χρονικό διάστημα των δέκα έξι περίπου μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσίευσης στις 16.2.2015 της 527/2015 απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υποβολής στις 6.6.2016 της αίτησης των εκκαλούντων στη Διοίκηση για την ανάκληση των επίμαχων διορισμών. Ειδικότερα προβάλλεται ότι, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο εύλογος χρόνος για την υποβολή της αίτησης υπολογίζεται με αφετηρία τη δημοσίευση ακυρωτικής και μόνο απόφασης (δηλαδή απόφασης που κρίνει τελειωτικά την υπόθεση και φέρει ακυρωτικό διατακτικό), σε περίπτωση δε που η απόφαση αυτή εκδίδεται από τακτικό διοικητικό δικαστήριο, ως αφετηρία της ανωτέρω προθεσμίας λαμβάνεται το χρονικό σημείο που η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Η έκδοση ακυρωτικής με την ανωτέρω έννοια απόφασης είναι, σύμφωνα με τους εκκαλούντες, αναγκαία και για τον λόγο ότι χωρίς αυτήν δεν υπάρχουν “όμοιες” πράξεις με ήδη ακυρωθείσα, ώστε να γεννηθεί υποχρέωση της Διοίκησης να προχωρήσει στην ανάκλησή τους. Όπως περαιτέρω εκθέτουν οι εκκαλούντες, στην προκειμένη περίπτωση η 527/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το ν. 3900/2010 (άρ. 1), έκρινε μεν ως αντισυνταγματικές τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1, 8 και 9 του ν. 3848/2010, δεν απήγγειλε όμως και την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά παρέπεμψε την υπόθεση για οριστική κρίση στο διοικητικό εφετείο. Η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν υποκαθιστά, κατά τους εκκαλούντες, την ακυρωτική απόφαση του διοικητικού εφετείου, διότι μόνο η τελευταία εκδίδεται κατόπιν ελέγχου του παραδεκτού και της ουσίας της αίτησης ακυρώσεως και παράγει δεσμευτικό αποτέλεσμα για τους διαδίκους. Αν, επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το διοικητικό εφετείο ελάμβανε ως αφετηρία τη σχετική ακυρωτική απόφαση (123/2016) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 29.1.2016 και κατέστη αμετάκλητη στις 31.5.2016, θα διαπίστωνε ότι είχε παρέλθει ελάχιστο χρονικό διάστημα έως την υποβολή (στις 6.6.2016) της αίτησης των εκκαλούντων στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μη εύλογο (την ως άνω ακυρωτική απόφαση του διοικητικού εφετείου είχαν επικαλεσθεί οι εκκαλούντες και ενώπιον της Διοίκησης με την από 6.6.2016 αίτησή τους). Σε σχέση με το παραδεκτό, κατά το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, του ανωτέρω λόγου της έφεσης προβάλλεται ότι το νομικό ζήτημα που ανακύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του εφετείου συνίσταται στο αν, κατά την έννοια της νομολογιακής αρχής που εφαρμόσθηκε από το δικαστήριο αυτό, αφετηρία για την έναρξη του ευλόγου χρόνου για την υποβολή της αίτησης στη Διοίκηση αποτελεί η δημοσίευση ακυρωτικής και μόνο (κατά το διατακτικό της) απόφασης ή αν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου αυτού και η δημοσίευση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδιδόμενης σε πρότυπη δίκη του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, με την οποία, αφού διαπιστώνεται η αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο για οριστική εκδίκαση. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό των εκκαλούντων, η εκκαλουμένη έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα προς τις αποφάσεις 2176 και 2177/2004 της Ολομελείας, κατά τις οποίες η αίτηση του διοικουμένου προς τη Διοίκηση για την ανάκληση όμοιας διοικητικής πράξης (μετά την κρίση για το ανίσχυρο του νομοθετικού ή κανονιστικού ερείσματός της) πρέπει να υποβάλλεται εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση ακυρωτικής και μόνο απόφασης.
6. Επειδή ο ανωτέρω ισχυρισμός των εκκαλούντων για αντίθεση της εκκαλούμενης απόφασης προς την αναφερθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος ως αβάσιμος. Η νομολογία αυτή αναφέρεται, πράγματι, σε “ακυρωτικές” αποφάσεις, έχοντας υπόψη τη συνηθέστερη περίπτωση διαμόρφωσης του διατακτικού της δικαστικής απόφασης, όταν κρίνεται με αυτήν ότι η διάταξη στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη πράξη έρχεται σε αντίθεση με υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου ή στερείται εξουσιοδοτικού ερείσματος. Από τη διατύπωση, ωστόσο, αυτή δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχή στην οποία αναφέρονται, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, οι 2176-7/2004 αποφάσεις της Ολομελείας, δεν εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδίδεται στο πλαίσιο πρότυπης δίκης κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως ισχύει, όταν, μετά την επίλυση των σχετικών ζητημάτων, η υπόθεση παραπέμπεται προς περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Τούτο δε, ειδικότερα, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές του ν. 3900/2010, η ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αμετάκλητο χαρακτήρα (όπως και η απόφαση που περιέχει ακυρωτικό διατακτικό), δεσμεύοντας τόσο τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, όσο και το δικαστήριο που τυχόν υπέβαλε σχετικό προδικαστικό ερώτημα. Κατά τον χρόνο, εξ άλλου, που διαμορφώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 2176-7/2004 Ολομ.) η προαναφερθείσα νομολογιακή αρχή δεν είχε ακόμη εισαχθεί ο θεσμός της πρότυπης δίκης του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, ώστε να είναι δυνατή η αναφορά της νομολογίας και στις αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη δίκη αυτή. Ο σκοπός, εντούτοις, της πρότυπης δίκης και οι προϋποθέσεις της διεξαγωγής της (επίλυση ζητημάτων “γενικότερου ενδιαφέροντος” που έχουν συνέπειες “για ευρύτερο κύκλο προσώπων”), καθώς και η ευρεία δημοσιότητα που λαμβάνει σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010), δικαιολογούν κατά μείζονα λόγο και εν προκειμένω την εφαρμογή της ως άνω νομολογιακής αρχής και των προϋποθέσεών της, στις οποίες περιλαμβάνεται ο εύλογος χρόνος για την υποβολή από τους ενδιαφερομένους σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. Ο χρόνος αυτός υπολογίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας στην πρότυπη δίκη, καθόσον οι “συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων”, τις οποίες συνεπάγεται η επίλυση ζητήματος “γενικότερου ενδιαφέροντος” με την απόφαση αυτή, αφορούν την τύχη και άλλων, ομοίων κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους διοικητικών υποθέσεων, καθώς και των ατομικών διοικητικών πράξεων οι οποίες έχουν τυχόν εκδοθεί στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται πράγματι αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς την ανωτέρω νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2176-7/2004 Ολομ.), όπως προβάλλουν οι εκκαλούντες, με συνέπεια και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης να είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ως άνω ζητήματος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 5 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989), να ορισθούν δε δικάσιμος η 4η Ιουνίου 2020 και εισηγητής ο Πάρεδρος Α. Χρυσικόπουλος.
Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 280
Ετος: 2020
________________________________________
Περίληψη
Υπάλληλοι Δήμων – Ανάκληση διορισμού -. Στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση δύναται, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον. Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον πάντως δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον ατομικό του φάκελο. Παραπέμπει στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 280/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Σπ. Καρύδα, Β. Γκέρτσος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη.
Για να δικάσει την από 14 Ιουλίου 2016 έφεση:
της …, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής (…), η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Θανόπουλο (Α.Μ. 22094), που τον διόρισε με απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής,
και κατά της υπ’ αριθμ. 442/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Β. Γκέρτσου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εφεσίβλητου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση εφέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2551326, 1410498/2016 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 442/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της 174/12413/12.5.2015 απόφασης του Δημάρχου Νέας Ιωνίας (Γ΄ 591/24.6.2015), με την οποία ανακλήθηκε η πράξη διορισμού της στον οικείο Δήμο Νέας Ιωνίας σε θέση του κλάδου ΥΕ 16 Εργατών Κήπου (απόφαση 15/2152/22.1.2008 του ανωτέρω Δημάρχου, Γ’ 240/13.3.2008).
3. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) …». Εξάλλου, στο άρθρο 5Α του ως άνω ν. 702/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001, όπως αντικαταστάθηκε, τελικώς, με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζονται τα εξής: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί διαφορών των περιπτώσεων α΄ … της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) … ε) …».
4. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι από την αμφισβήτηση της πράξης ανάκλησης διορισμού μονίμου υπαλλήλου εγείρεται διαφορά περί το διορισμό που ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου (βλ. ΣτΕ 288/2015, 3215/2009, 1084/2005). Περαιτέρω, η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου είναι εκκλητή, σύμφωνα με το άρθρο 5Α περ. α’ του ν. 702/1977, εφόσον η διαδικασία ανάκλησης του διορισμού δεν υπόκειται, κατά νόμο, στον έλεγχο του ΑΣΕΠ και ανεξαρτήτως αν ο διορισμός του υπαλλήλου είχε υπαχθεί στον έλεγχο της ανεξάρτητης αυτής αρχής ή όχι. Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση είναι εκκλητή, δεδομένου ότι κατά την έκδοση της πράξης ανάκλησης του διορισμού της εκκαλούσας δεν έχει ασκηθεί έλεγχος νομιμότητας του ΑΣΕΠ.
5. Επειδή στο άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α´ 143) ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίσθηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία …».
6. Επειδή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό∙ τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του. Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση δύναται, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον. Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον πάντως δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον ατομικό του φάκελο.
7. Επειδή, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 15/2152/22.1.2008 απόφαση του Δημάρχου Νέας Ιωνίας (Γ΄ 240/13.3.2008), η εκκαλούσα διορίστηκε σε θέση του κλάδου ΥΕ 16 Εργατών Κήπων, που είχε προκηρυχθεί με την 1/257Μ/2006 προκήρυξη του Δημάρχου Νέας Ιωνίας (τ. ΑΣΕΠ 231/15.6.2006). Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε από τις υπηρεσίες του Δήμου, διαπιστώθηκε ότι το 742/19.5.2006 αποδεικτικό απόλυσης της Γ΄ Τάξης του 2ου Γυμνασίου Νέας Ιωνίας, το οποίο είχε προσκομίσει η εκκαλούσα, με την αίτηση συμμετοχής της στην προκήρυξη αυτή, ως προσόν διορισμού στην συγκεκριμένη θέση, ήταν πλαστό, όπως προέκυψε από το 128/5.2.2015 έγγραφο της Διευθύντριας του εν λόγω Γυμνασίου προς το Δήμο Νέας Ιωνίας. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, η εκκαλούσα φοίτησε κατά το σχολικό έτος 1980-1981 στην Α’ τάξη του εν λόγω Γυμνασίου και απορρίφθηκε με την 35η/30.6.1981 πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων, η δε βαθμολογία και ο αριθμός πράξης του Συλλόγου Διδασκόντων που αναγράφονταν στο ανωτέρω αποδεικτικό απόλυσης που είχε καταθέσει η εκκαλούσα αντιστοιχούσαν στην αδελφή της, … . Με το 200/12.2.2015 έγγραφο του Δημάρχου Νέας Ιωνίας κλήθηκε η εκκαλούσα «προκειμένου να αποφασισθεί η ανάκληση ή μη του διορισμού της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 του ν. 3584/2007» να υποβάλει εγγράφως στην Υπηρεσία τις απόψεις της ως προς το ανωτέρω έγγραφο του Διευθυντή του 2ου Γυμνασίου Νέας Ιωνίας και να προσκομίσει «οποιοδήποτε άλλο σχετικό στοιχείο». Η εκκαλούσα υπέβαλε το 203/20.2.2015 υπόμνημα, με το οποίο ανέφερε ότι συνέταξε την αίτηση συμμετοχής της στην προκήρυξη για την πλήρωση της θέσης αυτής με την βοήθεια οικογενειακού της φίλου, ο οποίος εκ παραδρομής εξέλαβε ως έγκυρο το ανωτέρω αποδεικτικό απόλυσης, το οποίο υποβλήθηκε κατά λάθος ως τυπικό προσόν, ενώ επρόκειτο για αποτέλεσμα αστείου μεταξύ της εκκαλούσας και της αδελφής της. Επίσης, ισχυρίσθηκε ότι είναι απόφοιτος του 2ου Δημοτικού Σχολείου Νέας Ιωνίας, όπως προκύπτει από το επισυναφθέν στο υπόμνημά της πιστοποιητικό σπουδών, με ημερομηνία απόλυσης την 14.6.1980, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται ως τυπικό προσόν από την προκήρυξη για την πλήρωση της θέσης αυτής. Τέλος, ανέφερε ότι η ενδεχόμενη απομάκρυνσή της από την οργανική της θέση θα προκαλούσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα στην μονογονεϊκή πολύτεκνη οικογένειά της, αποτελούμενη από την ίδια και τα τέσσερα τέκνα της, δύο φοιτητές, έναν μαθητή λυκείου και μια άνεργη πάσχουσα από επιληψία. Ακολούθως, εκδόθηκε η 174/12413/ 12.5.2015 απόφαση του Δημάρχου Νέας Ιωνίας, με την οποία ανακλήθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα, ο διορισμός της εκκαλούσας στην ανωτέρω θέση. Στο προοίμιο της απόφασης αυτής γίνεται μνεία, μεταξύ άλλων, του εγγράφου της Διευθύντριας του 2ου Γυμνασίου Νέας Ιωνίας και του υπομνήματος της εκκαλούσας και διαλαμβάνεται ότι «… τόσο από το υπόμνημα της υπαλλήλου, όσο και από τα πραγματικά περιστατικά, προέκυψαν αδιαμφισβήτητα στοιχεία που συνηγορούν στη δόλια πρόκληση ή υποβοήθηση της παρανομίας και ως εκ τούτου η υπηρεσία οφείλει να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού». Αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της ανωτέρω πράξης απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση.
8. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι δεν ήταν νόμιμη η ανάκληση του διορισμού της εκκαλούσας, διότι πάντως, κατείχε το απαιτούμενο από την προκήρυξη τυπικό προσόν για την επίδικη θέση (απολυτήριο τίτλο τριτάξιου Γυμνασίου ή για όσους έχουν αποφοιτήσει μέχρι και το 1980 απολυτήριο δημοτικού σχολείου), ως απόφοιτος δημοτικού σχολείου έτους 1980. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως αλυσιτελής, με την αιτιολογία ότι εν προκειμένω ελέγχεται η νομιμότητα του διορισμού της εκκαλούσας και όχι η δυνατότητα διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η κρίση αυτή της εκκαλούμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με τις υπ’ αριθμ. 4646/2013, 486/2011, 2042 και 2035/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες έχει κριθεί, καθ’ ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 19 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28), όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 3051/2002 (Α’ 220), ότι εάν κατά τον έλεγχο των οικείων δικαιολογητικών από τον οικείο φορέα που θα εκδώσει την πράξη διορισμού ή πρόσληψης, αποδειχθεί ότι υποψήφιος που εγγράφηκε στον πίνακα διοριστέων κατόπιν λήψεως υπόψη ιδιότητας ή προσόντος που δήλωσε ότι διαθέτει στην αίτηση συμμετοχής του στην οικεία διαδικασία, δεν διαθέτει την ιδιότητα ή το προσόν αυτό, διαγράφεται από τον εν λόγω πίνακα, εφόσον βέβαια, δεν θα εξακολουθούσε να παραμένει σε θέση που επιτρέπει την εγγραφή του στον πίνακα διοριστέων και χωρίς την ύπαρξη της πιο πάνω ιδιότητας ή προσόντος.
9. Επειδή, περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η πράξη διορισμού της ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρού χρόνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη κόρη της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ τα λοιπά σπουδάζουν, προσπορίζει αυτή το εισόδημά της αποκλειστικά από την εργασία της, στην οποία έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και όπου είναι απαραίτητη λόγω έλλειψης προσωπικού. Προς απόδειξη της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής της, καθώς και των προβλημάτων υγείας του τέκνου της, η εκκαλούσα προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου τα εξής: α) το από 21.5.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ν. Ιωνίας, σύμφωνα με το οποίο είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων γεννημένων κατά τα έτη 1987, 1990, 1995 και 1997, β) αντίγραφα των από 11.6.2014 και 10.9.2013 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2014 και 2013, από τα οποία προκύπτει ότι τα εισοδήματά της ανήλθαν σε 10.946,97 και 11.584,53 ευρώ αντιστοίχως, προέρχονται δε αποκλειστικά από μισθούς, γ) αντίγραφο του από 11.1.2006 εγγράφου των Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου Αθήνας «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», στο οποίο αναφέρεται για τη θυγατέρα της «Κρίσεις «Ε» Rp. Tbs. Trileptal 300 mg Bt No I (ένα) S=1×2 ημέρα” και δ) βεβαιώσεις σπουδών έτους 2015, των λοιπών τριών τέκνων της. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο ως άνω λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ως άνω επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής ζωής της εκκαλούσας, υποστηριζόμενες με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον διαδραμόντα χρόνο της υπηρεσίας της μόλις 7 ετών, δεν συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν δικαιολογούν την μη ανάκληση του διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία εμμέσως παραβίασε, διότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις που αποδείχθηκαν από την εκκαλούσα και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Διοίκηση, καθίσταται προφανές ότι η ανάκληση του διορισμού της αποτελεί μέτρο υπέρμετρα και δυσανάλογα επαχθές που υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, διότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
10. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων, τόσο ως προς το εκκλητό της διαφοράς (σκέψη 4), όσο και ως προς την υιοθετηθείσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (σκέψη 6), που ανακύπτουν κατ´ αρχήν εν προκειμένω, ενόψει των προβαλλομένων, κατά τα ανωτέρω (σκέψεις 8-9), λόγων εφέσεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Β. Γκέρτσος και δικάσιμος η 2/4/2020.
Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 143
Ετος: 2019
________________________________________
Περίληψη
Τηλεοπτικοί σταθμοί. Αρνηση ανάκλησης διοικητικής πράξης.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 143/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αικ. Χριστοφορίδου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Ν. Μαρκόπουλος, Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη.
Για να δικάσει την από 2 Απριλίου 2015 αίτηση:
Του.., κατοίκου . (..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κων/νο Φωκά (Α.Μ. 17181), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 5), το οποίο παρέστη με την Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθ. ./9.2.2015 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ν. Μαρκόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του καθ ου Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1383776, 4029763/2015 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ./9.2.2015 αποφάσεως του Ε.Σ.Ρ., με την οποία απορρίφθηκε η από 7.2.2014 αίτηση θεραπείας του αιτούντος κατά της./1.8.2006 απόφασης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.). Με την τελευταία αυτή απόφαση του Ε.Σ.Ρ. είχε επιβληθεί στην εταιρία «.. ..», ως ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού «.. Νομού ..», πρόστιμο ποσού ύψους 50.000 ευρώ, για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, και ορίσθηκε ότι η εν λόγω απόφαση είναι εκτελεστή και κατά του αιτούντος ως νομίμου εκπροσώπου της.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την προαναφερθείσα ./1.8.2006 απόφαση του Ε.Σ.Ρ. επιβλήθηκε στην εταιρία «..» το πρόστιμο των 5.000 ευρώ, κατ εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 12 του ν. 2328/1995 (Α΄159), διότι η εταιρία αυτή δεν απέστειλε στο Ε.Σ.Ρ. ροή προγράμματος του τηλεοπτικού σταθμού ιδιοκτησίας της «..», όπως της είχε ζητηθεί. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών άσκησε την από 11.8.2011 αίτηση ακυρώσεως, η οποία, όμως, απορρίφθηκε με την ../2013 απόφαση του Δικαστηρίου ως απαράδεκτη, λόγω του ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως. Στη συνέχεια, ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Ε.Σ.Ρ. την από 7.2.2014 αίτηση θεραπείας κατά της ../1.8.2006 αποφάσεως του Ε.Σ.Ρ επιβολής του ένδικου προστίμου. Με την αίτηση αυτή ο αιτών ζήτησε κατ ουσίαν την ανάκληση της αποφάσεως επιβολής του προστίμου, κατά το μέρος με το οποίο αυτή κηρύχθηκε εκτελεστή σε βάρος του, ισχυριζόμενος α) ότι ο διορισμός και η εκλογή του στη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας «…» έγιναν «ερήμην και εν αγνοία του», β) ότι η συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας ήταν «εικονική», ενώ δεν είχε ουδέποτε αναμιχθεί στην διοίκηση και διεύθυνση των εταιρικών υποθέσεων και γ) ότι άλλο φυσικό πρόσωπο ήταν ο πράγματι διευθύνων και ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού σταθμού «..», αλλά και άλλων περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών, ο οποίος και ίδρυσε το εν λόγω νομικό πρόσωπο προκειμένου να καταστρατηγήσει τις διατάξεις περί απαγόρευσης συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας τηλεοπτικών σταθμών.
4. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Ε.Σ.Ρ. απέρριψε την ανωτέρω αίτηση θεραπείας, με την ακόλουθη αιτιολογία: «Με την υπ΄ αριθμ. ./1.8.2006 απόφαση του Ε.Σ.Ρ. έχει επιβληθεί στην εταιρεία με την επωνυμία… ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού.., η διοικητική κύρωση του προστίμου των 50.000 ευρώ και έγινε δεκτό ότι η εν λόγω απόφαση είναι, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 3 του Ν. 2328/1995, όπως έχει μετά την δια του άρθρου 23 παρ. 5 εδαφ. β του Ν. 3166/2003 αντικατάστασή της, εκτελεστή κατά του αιτούντος, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας. Ισχυρίζεται ο αιτών ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, στο υπ αριθμ. 6607/4.7.2006 Φύλλο του Τεύχους Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, έχει δημοσιευθεί η από 7.6.2006 απόφαση του Νομάρχη Καρδίτσας, με την οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας, η από 7.6.2006 απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της ως άνω εταιρείας, κατά την οποία ο αιτών εκπροσωπεί και δεσμεύει την εταιρεία με την υπογραφή του κάτω από την εταιρική επωνυμία. Εν όψει τούτων ο αιτών, κατά τις κρίσιμες ημερομηνίες της 5.7.2006 και 10.7.2006, εκπροσωπούσε την εταιρεία και η προαναφερθείσα κυρωτική απόφαση του ΕΣΡ είναι εκτελεστή κατ αυτού. Η υπό κρίση αίτηση θεραπείας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί».
5. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η Διοίκηση δεν έχει, κατ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, οι οποίες έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο ως εκ της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για την κατ αυτών άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Εν όψει τούτου, η άρνηση ανακλήσεως διοικητικής πράξεως τότε μόνον έχει εκτελεστό χαρακτήρα, εάν εκδηλωθεί κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υποθέσεως και αφού ληφθούν υπ όψιν νέα ουσιώδη στοιχεία (ΣτΕ 2858-9/2016 7μ., 148/2017, 3562/2013, 2632/2006 κ.ά.).
6. Επειδή, το Ε.Σ.Ρ. με την προσβαλλόμενη πράξη του απέρριψε την αίτηση θεραπείας του αιτούντος παραπέμποντας στην από 7.6.2006 ανακοίνωση καταχώρισης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (Μ.Α.Ε.) του Νομάρχη Καρδίτσας (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ 6607/4.7.2006) της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσας, με βάση την οποία είχε κρίνει, με την ../1.8.2006 απόφασή του, ότι η κύρωση του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή έπρεπε να κηρυχθεί εκτελεστή και κατά του αιτούντος, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας εταιρείας. Και τούτο, διότι όπως προέκυπτε από το περιεχόμενο της εν λόγω ανακοινώσεως, ο αιτών, με βάση το υπ αρ. 6/3.6.2005 Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων και την υπ αρ. ./4.6.2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας, διορίστηκε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής για θητεία 5 ετών, την οποία εκπροσωπούσε και δέσμευε με την υπογραφή του. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι ο αιτών δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε σχετικά στοιχεία περί του ότι η ως άνω καταχώριση είχε ανατραπεί με νεώτερη εγγραφή στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως στο οικείο τεύχος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, κατόπιν είτε εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως είτε κατόπιν ανακλήσεως της καταχωρίσεως από τη Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 2917/2005, 3217/2014), οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν με την αίτηση θεραπείας (βλ. σκέψη 3) για την εν μέρει ανάκληση της προγενέστερης κυρωτικής αποφάσεως του Ε.Σ.Ρ., με τους οποίους ο αιτών αμφισβήτησε το γεγονός ότι είχε πράγματι την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, δεν ήταν ουσιώδεις ούτε κρίσιμοι, υπό νομική έννοια, ώστε να μπορούν να γίνουν δεκτοί, εφόσον προβλήθηκαν σε αντίθεση με τα νομίμως προβλεπόμενα για όλους. Συνεπώς, το Ε.Σ.Ρ., εφόσον η εν λόγω καταχώρηση στο Μ.Α.Ε. δεν είχε ανατραπεί, δεν μπορούσε να εκφέρει διαφορετική κρίση, σύμφωνη με τους ισχυρισμούς αυτούς. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το Ε.Σ.Ρ., αρκέσθηκε να αναφέρει την εν λόγω καταχώρηση στο Μ.Α.Ε. χωρίς να προβεί σε εξέταση των ισχυρισμών του αιτούντος, απέρριψε την αίτηση θεραπείας χωρίς να προβεί σε νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, και ως εκ τούτου στερείται εκτελεστού χαρακτήρα (ΣτΕ 2401/2018, 2858- 9/2016 7μ., 3392/2006, 1260/2006). Εξ άλλου, μόνο το γεγονός ότι διενεργήθηκε νέα ακρόαση του εκπροσώπου της αιτούσης δεν προσδίδει εκτελεστότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτή δεν έχει εκδοθεί, κατά τα ανωτέρω, κατόπιν νέας έρευνας των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 2858-9/2016 7μ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση, η οποία στρέφεται κατά μη εκτελεστής αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.